ΠΕΜΠΤΗ 9-10-2014
Η πρόσφατη, επικίνδυνη, απόφαση 2902/2014 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας (ΜΠΑ), για την απεργία - αποχή που κήρυξε η ΑΔΕΔΥ αντιδρώντας στην «αξιολόγηση», συμπληρώνει έναν κατάλογο δρακόντειων όρων και προϋποθέσεων, που «χτίστηκε» απεργία την απεργία, βήμα - βήμα, απόφαση την απόφαση, τα τελευταία 40 χρόνια.
Το σημαντικότερο και ουσιαστικότερο στοιχείο, που δεν είναι όμως πρωτόγνωρο σε αντιαπεργιακές δικαστικές αποφάσεις αλλά για πρώτη φορά χρησιμοποιείται σε πανελλαδική απεργία στο Δημόσιο, είναι ότι απαγορεύει μία κινητοποίηση που στοχεύει στην αλλαγή ενός αντεργατικού νόμου, χαρακτηρίζοντάς την «πολιτική» απεργία.
Μια τέτοια απεργία, λέει, πλήττει τη νομοθετική βούληση και τελικά εκβιάζει το νομοθετικό σώμα.
Με άλλα λόγια, κάθε λαϊκή αντίδραση, κινητοποίηση, διαμαρτυρία ενάντια σε μια κυβερνητική απόφαση ή σε νομοθετική ρύθμιση ή ακόμη και σε μελλοντική νομοθετική ρύθμιση και σχεδιασμό, συνιστά «πολιτική» απεργία.
Ως τέτοια, είναι παράνομη και απαγορεύεται.
Συνεπώς, ο εργαζόμενος δικαιούται μόνο μία φορά κάθε τέσσερα χρόνια να καθορίζει τη σύνθεση της Βουλής.
Από κει και πέρα, είναι υποχρεωμένος να υποτάσσεται αδιαμαρτύρητα στις αποφάσεις της.
Η
συγκεκριμένη απόφαση θεωρεί παράνομη κάθε απεργία που χαρακτηρίζεται
πολιτική, όπως έκαναν και παλιότερες αποφάσεις.
Στη συνέχεια, διαχωρίζει την καθαρά πολιτική απεργία από τη «μεικτή», δηλαδή αυτήν που έχει τόσο πολιτικά όσο και εργασιακά αιτήματα. Διαπιστώνει, όμως, για πρώτη φορά ότι ακόμη και αυτή η «μεικτή» απεργία μπορεί να λάβει χώρα μόνο ως απεργία διαμαρτυρίας, δηλαδή συμβολική.
Αυτό είναι ένα πρωτόγνωρο στοιχείο σε σχέση με παλιότερες δικαστικές αποφάσεις.
Στην πραγματικότητα, σπάνια μια απεργία έχει αμιγώς πολιτικά αιτήματα, αφού ακόμη και απεργίες με έντονα πολιτικοποιημένο χαρακτήρα είχαν -και δε θα μπορούσαν αλλιώς- και αιτήματα εργασιακού χαρακτήρα (μισθολογικά, ασφαλιστικά, συνδικαλιστικά δικαιώματα κλπ.).
Τα δικαστήρια, όμως, για τις λεγόμενες «μεικτές», πολιτικο - εργασιακές απεργίες, διαμόρφωσαν με τα χρόνια έναν άτυπο κατάλογο απαγορεύσεων, τον οποίο τα σωματεία έπρεπε να παίρνουν υπόψη προκειμένου να αποφύγουν τη σίγουρη καταδίκη της απεργίας τους ως παράνομης ή καταχρηστικής.
Στον ιδιωτικό τομέα, κατά βάση, οι απεργίες με αιτήματα που απευθύνονταν στο κράτος (π.χ., απεργία για το ασφαλιστικό σύστημα) κηρύσσονταν καταχρηστικές αν δεν είχαν το χαρακτήρα της λεγόμενης «βραχύχρονης - συμβολικής διαμαρτυρίας», με τη δικαιολογία ότι μόνο η κρατική εξουσία και όχι ο εργοδότης είναι ο πραγματικός αποδέκτης.
Εδώ να σημειώσουμε ότι ο διαχωρισμός μεταξύ «πολιτικής» απεργίας και απεργίας με εργασιακά αιτήματα είναι τελείως πλαστός και ψεύτικος.
Είτε το αίτημα της απεργίας είναι η κατάργηση ενός αντεργατικού νόμου («πολιτική» απεργία) είτε η ικανοποίηση ενός εργασιακού προβλήματος, αποδέκτες είναι τόσο οι συγκεκριμένοι αστοί εργοδότες όσο και το κράτος τους.
Γι' αυτό, άλλωστε, το κράτος κινητοποιεί τους κατασταλτικούς και διωκτικούς μηχανισμούς του, γι' αυτό χρησιμοποιεί την πολιτική επιστράτευση των απεργών.
Για να σπάσει η απεργία και να μπούνε οι εργαζόμενοι για δουλειά στα εργοστάσια των αστών, όπως στη «Χαλυβουργία», στα καράβια των εφοπλιστών και αλλού.
Στο
δημόσιο τομέα, όμως, η πραγματικότητα είναι ότι ελάχιστες απεργίες της
ΑΔΕΔΥ προσβάλλονταν από την εκάστοτε κυβέρνηση στα δικαστήρια με αγωγή.
Συχνότερο ήταν το φαινόμενο της δικαστικής διαμάχης σε επιμέρους κλάδους, π.χ., σε απεργίες Ομοσπονδιών του δημόσιου τομέα ή σε πρώην ΔΕΚΟ.
Σ' αυτές τις περιπτώσεις, είχε σταδιακά εμφιλοχωρήσει το σκεπτικό ότι η πολιτικο - εργασιακή απεργία είναι παράνομη αν τα σημαντικά αιτήματα της απεργίας δεν έχουν στενά εργασιακό χαρακτήρα.
Αν τα εργασιακά αιτήματα ήταν αυτά που προβάλλονταν ως καίρια, τότε. καταρχήν, δε θεωρούνταν παράνομη, αλλά κρινόταν βέβαια καταχρηστική για άλλους λόγους.
Η λεγόμενη απεργία «διαμαρτυρίας», καταρχήν, θεωρείται «νόμιμη» από τα δικαστήρια.
Μάλιστα, επειδή οι όποιες απεργίες προκηρύσσει η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ και με τον τρόπο που τις προετοιμάζει θεωρούνταν συνήθως τέτοιου χαρακτήρα, δεν προσβάλλονταν καν δικαστικώς.
Γι' αυτό, αν προσέξει κανείς, θα δει ότι η απόφαση για την απεργία της ΑΔΕΔΥ επικαλείται παλιές, προ 20ετίας αποφάσεις.
Το επιχείρημα της απεργίας «διαμαρτυρίας» χρησιμοποιεί και η πρόσφατη απόφαση, η οποία ισχυρίζεται το εξής:
Εφόσον έχει γίνει ήδη από το Μάη του 2014 απεργία «διαμαρτυρίας» (η οποία, σύμφωνα με τα δικαστήρια, επιτρέπεται να είναι μόνο συμβολική) για το θέμα της «αξιολόγησης» στο Δημόσιο, κάθε περαιτέρω απεργία με το ίδιο θέμα δεν έχει πια το χαρακτήρα της διαμαρτυρίας.
Το τραγελαφικό είναι ότι και εκείνη η απεργία του Μάη είχε κριθεί παράνομη, για άλλο βέβαια λόγο!
Αυτό που επιβεβαιώνεται, με αφορμή τη συγκεκριμένη απόφαση για την απεργία της ΑΔΕΔΥ, είναι ότι το αστικό κράτος και η δικαστική εξουσία επιστρατεύουν κάθε είδους σοφιστείες και επικίνδυνα αντεργατικά επιχειρήματα για να χτυπήσουν το απεργιακό δικαίωμα.
ΠΗΓΗ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Η πρόσφατη, επικίνδυνη, απόφαση 2902/2014 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας (ΜΠΑ), για την απεργία - αποχή που κήρυξε η ΑΔΕΔΥ αντιδρώντας στην «αξιολόγηση», συμπληρώνει έναν κατάλογο δρακόντειων όρων και προϋποθέσεων, που «χτίστηκε» απεργία την απεργία, βήμα - βήμα, απόφαση την απόφαση, τα τελευταία 40 χρόνια.
Το σημαντικότερο και ουσιαστικότερο στοιχείο, που δεν είναι όμως πρωτόγνωρο σε αντιαπεργιακές δικαστικές αποφάσεις αλλά για πρώτη φορά χρησιμοποιείται σε πανελλαδική απεργία στο Δημόσιο, είναι ότι απαγορεύει μία κινητοποίηση που στοχεύει στην αλλαγή ενός αντεργατικού νόμου, χαρακτηρίζοντάς την «πολιτική» απεργία.
Μια τέτοια απεργία, λέει, πλήττει τη νομοθετική βούληση και τελικά εκβιάζει το νομοθετικό σώμα.
Με άλλα λόγια, κάθε λαϊκή αντίδραση, κινητοποίηση, διαμαρτυρία ενάντια σε μια κυβερνητική απόφαση ή σε νομοθετική ρύθμιση ή ακόμη και σε μελλοντική νομοθετική ρύθμιση και σχεδιασμό, συνιστά «πολιτική» απεργία.
Ως τέτοια, είναι παράνομη και απαγορεύεται.
Συνεπώς, ο εργαζόμενος δικαιούται μόνο μία φορά κάθε τέσσερα χρόνια να καθορίζει τη σύνθεση της Βουλής.
Από κει και πέρα, είναι υποχρεωμένος να υποτάσσεται αδιαμαρτύρητα στις αποφάσεις της.
Το καινούργιο στοιχείο
Στη συνέχεια, διαχωρίζει την καθαρά πολιτική απεργία από τη «μεικτή», δηλαδή αυτήν που έχει τόσο πολιτικά όσο και εργασιακά αιτήματα. Διαπιστώνει, όμως, για πρώτη φορά ότι ακόμη και αυτή η «μεικτή» απεργία μπορεί να λάβει χώρα μόνο ως απεργία διαμαρτυρίας, δηλαδή συμβολική.
Αυτό είναι ένα πρωτόγνωρο στοιχείο σε σχέση με παλιότερες δικαστικές αποφάσεις.
Στην πραγματικότητα, σπάνια μια απεργία έχει αμιγώς πολιτικά αιτήματα, αφού ακόμη και απεργίες με έντονα πολιτικοποιημένο χαρακτήρα είχαν -και δε θα μπορούσαν αλλιώς- και αιτήματα εργασιακού χαρακτήρα (μισθολογικά, ασφαλιστικά, συνδικαλιστικά δικαιώματα κλπ.).
Τα δικαστήρια, όμως, για τις λεγόμενες «μεικτές», πολιτικο - εργασιακές απεργίες, διαμόρφωσαν με τα χρόνια έναν άτυπο κατάλογο απαγορεύσεων, τον οποίο τα σωματεία έπρεπε να παίρνουν υπόψη προκειμένου να αποφύγουν τη σίγουρη καταδίκη της απεργίας τους ως παράνομης ή καταχρηστικής.
Στον ιδιωτικό τομέα, κατά βάση, οι απεργίες με αιτήματα που απευθύνονταν στο κράτος (π.χ., απεργία για το ασφαλιστικό σύστημα) κηρύσσονταν καταχρηστικές αν δεν είχαν το χαρακτήρα της λεγόμενης «βραχύχρονης - συμβολικής διαμαρτυρίας», με τη δικαιολογία ότι μόνο η κρατική εξουσία και όχι ο εργοδότης είναι ο πραγματικός αποδέκτης.
Εδώ να σημειώσουμε ότι ο διαχωρισμός μεταξύ «πολιτικής» απεργίας και απεργίας με εργασιακά αιτήματα είναι τελείως πλαστός και ψεύτικος.
Είτε το αίτημα της απεργίας είναι η κατάργηση ενός αντεργατικού νόμου («πολιτική» απεργία) είτε η ικανοποίηση ενός εργασιακού προβλήματος, αποδέκτες είναι τόσο οι συγκεκριμένοι αστοί εργοδότες όσο και το κράτος τους.
Γι' αυτό, άλλωστε, το κράτος κινητοποιεί τους κατασταλτικούς και διωκτικούς μηχανισμούς του, γι' αυτό χρησιμοποιεί την πολιτική επιστράτευση των απεργών.
Για να σπάσει η απεργία και να μπούνε οι εργαζόμενοι για δουλειά στα εργοστάσια των αστών, όπως στη «Χαλυβουργία», στα καράβια των εφοπλιστών και αλλού.
Εκτόνωση αντί απεργίας...
Συχνότερο ήταν το φαινόμενο της δικαστικής διαμάχης σε επιμέρους κλάδους, π.χ., σε απεργίες Ομοσπονδιών του δημόσιου τομέα ή σε πρώην ΔΕΚΟ.
Σ' αυτές τις περιπτώσεις, είχε σταδιακά εμφιλοχωρήσει το σκεπτικό ότι η πολιτικο - εργασιακή απεργία είναι παράνομη αν τα σημαντικά αιτήματα της απεργίας δεν έχουν στενά εργασιακό χαρακτήρα.
Αν τα εργασιακά αιτήματα ήταν αυτά που προβάλλονταν ως καίρια, τότε. καταρχήν, δε θεωρούνταν παράνομη, αλλά κρινόταν βέβαια καταχρηστική για άλλους λόγους.
Η λεγόμενη απεργία «διαμαρτυρίας», καταρχήν, θεωρείται «νόμιμη» από τα δικαστήρια.
Μάλιστα, επειδή οι όποιες απεργίες προκηρύσσει η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ και με τον τρόπο που τις προετοιμάζει θεωρούνταν συνήθως τέτοιου χαρακτήρα, δεν προσβάλλονταν καν δικαστικώς.
Γι' αυτό, αν προσέξει κανείς, θα δει ότι η απόφαση για την απεργία της ΑΔΕΔΥ επικαλείται παλιές, προ 20ετίας αποφάσεις.
Το επιχείρημα της απεργίας «διαμαρτυρίας» χρησιμοποιεί και η πρόσφατη απόφαση, η οποία ισχυρίζεται το εξής:
Εφόσον έχει γίνει ήδη από το Μάη του 2014 απεργία «διαμαρτυρίας» (η οποία, σύμφωνα με τα δικαστήρια, επιτρέπεται να είναι μόνο συμβολική) για το θέμα της «αξιολόγησης» στο Δημόσιο, κάθε περαιτέρω απεργία με το ίδιο θέμα δεν έχει πια το χαρακτήρα της διαμαρτυρίας.
Το τραγελαφικό είναι ότι και εκείνη η απεργία του Μάη είχε κριθεί παράνομη, για άλλο βέβαια λόγο!
Αυτό που επιβεβαιώνεται, με αφορμή τη συγκεκριμένη απόφαση για την απεργία της ΑΔΕΔΥ, είναι ότι το αστικό κράτος και η δικαστική εξουσία επιστρατεύουν κάθε είδους σοφιστείες και επικίνδυνα αντεργατικά επιχειρήματα για να χτυπήσουν το απεργιακό δικαίωμα.
ΠΗΓΗ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου