Στο κατώφλι του 20ού αιώνα οι κοινωνικοί αγώνες της εργατικής τάξης οδήγησαν τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας να υιοθετήσει στις 29 Οκτωβρίου 1919 την υπ' αριθμό 1 Διεθνή Σύμβαση Εργασίας, που περιορίζει τις ώρες εργασίας στις βιομηχανικές επιχειρήσεις σε 8 ώρες ημερησίως και σε 48 εβδομαδιαίως.
Η Ελλάδα κύρωσε τη Σύμβαση με τον ν. 2269/1920. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, οι ρυθμίσεις επεκτάθηκαν σε όλους τους επαγγελματικούς κλάδους και το δικαίωμα των εργαζομένων στην ανάπαυση και στον ελεύθερο χρόνο αποτυπώθηκε σε διεθνή κείμενα για τα ανθρώπινα δικαιώματα. (...)
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 ξεκίνησε μια αντίστροφη πορεία σταδιακής απορρύθμισης όλων των προστατευτικών ρυθμίσεων.
Στην Ευρωπαϊκή Ενωση η Οδηγία 93/104/ΕΚ που τροποποιήθηκε με την 2000/34/ΕΚ και μεταγενέστερα με την Οδηγία 2003/88/ΕΚ, κάτω από τις έντονες εργοδοτικές πιέσεις για «ευελιξία» και αυξομείωση των ωρών απασχόλησης ανάλογα με τις επιχειρησιακές ανάγκες, αποτελεί τη βάση διαμόρφωσης του χρόνου εργασίας.
Το άρθρο 3 της Οδηγίας προβλέπει ελάχιστη διάρκεια της ημερήσιας ανάπαυσης τις 11 συναπτές ώρες, ρύθμιση η οποία με αντίστροφη ανάγνωση επιτρέπει τις 13 ώρες ημερήσιας εργασίας.
Το άρθρο 16 εισάγει την έννοια της «περιόδου αναφοράς» με τέτοιον τρόπο ώστε η διάρκεια της εβδομαδιαίας ανάπαυσης (24ωρο) όπως και η ανώτατη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας (48ωρο) να υπολογίζονται πλέον όχι σε σταθερή εβδομαδιαία βάση αλλά εντός μιας περιόδου 14 ημερών για την πρώτη περίπτωση και 4 μηνών για την δεύτερη περίπτωση.
Τέλος, το άρθρο 17 αποτελεί έναν μακροσκελέστατο κατάλογο παρεκκλίσεων από την όποια προστασία παρέχει η Οδηγία.
Η πικρή πραγματικότητα της επιστροφής σε εργασιακές συνθήκες προηγούμενων αιώνων δεν μπορεί να ωραιοποιηθεί με τις γενικόλογες διακηρύξεις και τα ευχολόγια του προοιμίου της Οδηγίας όπως και άλλων διεθνών κειμένων (...)
Ο αναθεωρημένος Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης, που κυρώθηκε στην Ελλάδα με το ν. 4359/2016, συνδέει με περισσότερη ειλικρίνεια την υποχρέωση υιοθέτησης λογικής διάρκειας της ημερήσιας και εβδομαδιαίας απασχόλησης με την αύξηση της παραγωγικότητας, δηλαδή την αύξηση του ποσοστού κέρδους των επιχειρήσεων.
Στο ελληνικό Εργατικό Δίκαιο η υπερεργασία όπως και η υπερωρία αμείβονται με επιπρόσθετη αμοιβή.
Η τάση της διαρκούς αύξησης του επιχειρηματικού κέρδους με συμπίεση του μισθολογικού κόστους οδήγησε στη θεσμοθέτηση της λεγόμενης «διευθέτησης του χρόνου εργασίας», δηλαδή στη συνολική αποτίμηση της εργασίας σε ευρύτερες (της εβδομάδας) χρονικές περιόδους χωρίς την καταβολή της επιπρόσθετης αμοιβής στους εργαζομένους για την πραγματοποίηση υπερεργασίας και υπερωρίας.
Οι ρυθμίσεις αυτές της παραπάνω αναφερόμενης Ευρωπαϊκής Οδηγίας (...) εισήχθησαν στο ελληνικό Δίκαιο με το άρθρο 42 του ν. 3986/2011. Τότε ο νομοθέτης στην παράγραφο 7 του άρθρου 42 θεωρούσε ως ελάχιστο όρο διασφάλισης των συμφερόντων των εργαζομένων την προηγούμενη επιχειρησιακή συλλογική συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εκπροσώπων των εργαζομένων.
Ακόμα κι αν υπήρχε το ιδανικό για τις επιχειρήσεις πρότυπο τέτοιου εργαζόμενου, το κοινωνικά ουδέτερο κράτος που ενδιαφέρεται να έχει πολίτες υπεύθυνους, σωματικά και ψυχικά υγιείς, θα όφειλε να μην επιτρέψει τον εξανδραποδισμό τους.
Η ανέξοδη για τις επιχειρήσεις μεταφορά των υπερωριών σε άλλη χρονική περίοδο γίνεται αποκλειστικά και μόνο προς όφελος των ίδιων των επιχειρήσεων, ικανοποιώντας το πάγιο αίτημά τους για ευελιξία στη διαμόρφωση του χρόνου εργασίας.
Σε περιόδους «νεκρές» ή υποτονικές για την παραγωγικότητα μιας επιχείρησης, θα απέφερε επιπλέον κέρδος το μειωμένο ωράριο διότι με τον τρόπο αυτό θα μειώνονταν και τα λειτουργικά έξοδα του εργοδότη.
Η υπερένταση του ανθρώπινου οργανισμού για μεγάλα χρονικά διαστήματα προκαλεί μόνιμη και ανυπολόγιστη φθορά στη σωματική και ψυχική υγεία, που δεν αποκαθίσταται με τον συμψηφισμό των μειωμένων ωρών απασχόλησης σε άλλη χρονική περίοδο. Αποκρύπτεται επίσης η δυνατότητα που έχει ο εργοδότης να απολύσει τον εργαζόμενο μετά το πέρας της περιόδου αυξημένης απασχόλησης, έχοντας εξοικονομήσει τις επιπλέον ώρες απασχόλησης χωρίς την πρόσθετη αμοιβή.
Στην παρουσίαση του νομοσχεδίου το υπουργείο Εργασίας θεωρεί ως μέτρο που απαντά στα σύγχρονα προβλήματα την αύξηση του επιτρεπόμενου ορίου των υπερωριών στις 150 ώρες τον χρόνο σε βιομηχανία και λοιπούς κλάδους, αίροντας με τον τρόπο αυτό τη διάκριση των 120 ωρών κατ' έτος στις μη βιομηχανικές επιχειρήσεις και στις 48 ώρες το εξάμηνο στη βιομηχανία.
Η εξίσωση των υπερωριών στους δύο διαφορετικούς κλάδους όχι μόνο δεν οδηγεί στο αριθμητικό όριο της χαμηλότερης επιβάρυνσης για τον εργαζόμενο, αλλά ούτε καν στο υψηλότερο. Δημιουργείται ένα νέο όριο 25% πιο αυξημένο από τον ανώτατο αριθμό υπερωριών και 50% περίπου από τον κατώτατο, προκειμένου οι επιχειρήσεις να μην υποχρεώνονται σε πρόσληψη επιπλέον προσωπικού, που οδηγεί σε αύξηση του κόστους και μείωση των κερδών, αλλά να στηρίζονται στον μεγαλύτερο βαθμό έντασης της εργασίας των ήδη απασχολουμένων.
Διευρύνεται τέλος το καθεστώς της 7ήμερης λειτουργίας σε διάφορους κλάδους της βιομηχανίας (...) διότι «η απαγόρευση λειτουργίας τις Κυριακές εμποδίζει τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας».
Στην πραγματικότητα η κατάργηση της κυριακάτικης αργίας ωφελεί και πάλι τις επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να κάνουν χρήση των αυξημένων υπερωριών, με τις οποίες θα επιβαρύνουν τους εργαζόμενους, και να μεγιστοποιήσουν τα έσοδά τους. Για τον λόγο αυτό αυξάνονται οι υπερωρίες στις 150 ώρες τον χρόνο.
Αντίθετα, η κυριακάτικη εργασία στις βιομηχανίες δεν συνδέεται με καμία νομική υποχρέωση των εργοδοτών να αυξήσουν ανάλογα τις θέσεις εργασίας.
Σε ένα ήδη απονευρωμένο συνταγματικό δικαίωμα, που του άφησαν το περίβλημα και του στέρησαν την ουσία, σε ένα δικαίωμα που οι δεκάδες συνταγματικοί και αντισυνταγματικοί νομοθετικοί περιορισμοί το οδηγούν στην παρανομία και στην καταχρηστικότητα κατά 90%, προστίθεται άλλος ένας: Ο ορισμός του προσωπικού ασφαλείας στις ΔΕΚΟ σε ποσοστό 33% των παρεχόμενων υπηρεσιών (...) παρατηρούμε στην προκειμένη περίπτωση να εισάγεται μία εντελώς εσφαλμένη αντίληψη της έννοιας και του σκοπού του «προσωπικού ασφαλείας». (...)
Τα καθήκοντα του προσωπικού ασφαλείας έχουν άμεση σχέση με την ασφάλεια των εγκαταστάσεων της επιχείρησης και την πρόληψη καταστροφών και ατυχημάτων. Δεν επιτρέπεται συνεπώς στον εργοδότη να αναθέσει επιπλέον καθήκοντα στους εργαζόμενους, ούτε να αξιοποιηθεί το προσωπικό ασφαλείας ως θεσμοθετημένος απεργοσπαστικός μηχανισμός ώστε να αποδυναμωθεί η πίεση που ασκείται με την απεργία.
Η παροχή ενός επιπέδου λειτουργίας μιας επιχείρησης σε ποσοστό 33% δεν συνδέεται με τους παραπάνω σκοπούς, αλλά αποτυπώνει έναν αυθαίρετο και αντισυνταγματικό νομοθετικό προσδιορισμό του «ανεκτού ποσοστού απεργίας» για το κράτος, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα την πρόθεση μείωσης της αποτελεσματικότητας του εργατικού αγώνα.
Στην αλληλουχία των νομοθετικών παρεμβάσεων σε ευρωπαϊκό και ελληνικό επίπεδο, που ξεκίνησαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, το προτεινόμενο σχέδιο νόμου δεν αποτελεί έκπληξη. Δεν βρισκόμαστε μπροστά σε λανθασμένη μεταφορά ενωσιακού Δικαίου ή κακότεχνη διατύπωση, αλλά σε μια συνειδητή επιλογή.
Ολοένα και μεγαλύτερη απομείωση εργασιακών δικαιωμάτων με κατάργηση προστατευτικών νομοθετικών ρυθμίσεων και θέσπιση περιορισμών που ακυρώνουν συνταγματικές διατάξεις προς όφελος της ευελιξίας και της μεγαλύτερης κερδοφορίας των επιχειρήσεων.
Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η περίοδος των ισορροπιών και των συμβιβασμών στον χώρο της εργασίας έχει παρέλθει και ότι δεν είναι εφικτή η ταυτόχρονη ικανοποίηση των συγκρουόμενων συμφερόντων των κοινωνικών αντιπάλων. Τα εθνικά κοινοβούλια και οι κυβερνήσεις έκαναν την επιλογή τους.
(Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων)
ΔΝ - Εφέτης, πρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων
ΠΗΓΗ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου