Είναι φανερό ότι οι όποιες επικίνδυνες εξελίξεις υπάρξουν αξιοποιώντας και επιμέρους θέματα όπως αυτό των μουφτειών, δεν μπορεί παρά να επηρεάσουν άμεσα και να έχουν αρνητικές συνέπειες στον έναν ή στον άλλον βαθμό στις λαϊκές δυνάμεις, τόσο στους Χριστιανούς όσο και στους Μουσουλμάνους Ελληνες πολίτες της Θράκης.
Η μουσουλμανική μειονότητα της Ελλάδας είναι η μόνη ρητά αναγνωρισμένη μειονότητα και μάλιστα ως θρησκευτική, στην Ελλάδα, βάσει του άρθρου 45 της Συνθήκης της Λοζάνης.
Αριθμεί 120.000 περίπου άτομα, σύμφωνα με την απογραφή του 2011 και αποτελείται από τρεις εθνοτικές ομάδες: Τουρκόφωνους ή τουρκογενείς, όπως αναφέρονται στην ελληνική βιβλιογραφία μετά το 1990, Πομάκους και Ρομά, ενώ υπάρχουν επίσης και 3.000 περίπου Αλεβίτες (κυρίως ορεινοί Πομάκοι).
Σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λοζάνης του 1923, η Ελλάδα και η Τουρκία πραγματοποίησαν μια ανταλλαγή πληθυσμών, με βάση την οποία προβλεπόταν πως όλοι οι χριστιανοί ορθόδοξοι κάτοικοι της Τουρκίας, υποκείμενοι στον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης, θα μετανάστευαν στην Ελλάδα εκτός από τις κοινότητες της Κωνσταντινούπολης, Ιμβρου και Τενέδου.
Αντίστροφα, όλοι οι μουσουλμάνοι στην Ελλάδα θα μετανάστευαν στην Τουρκία εκτός από τους μουσουλμάνους της Θράκης. Μετακινήθηκαν έτσι από την περιοχή της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης στην Ελλάδα 1.650.000 Οθωμανοί υπήκοοι, χριστιανικού θρησκεύματος, και από την Ελλάδα στην Τουρκία 670.000 Ελληνες υπήκοοι, μουσουλμανικού θρησκεύματος.
Οι πληθυσμοί που ανταλλάχτηκαν δεν ήταν ομοιογενείς. Οι χριστιανοί οι οποίοι μετανάστευσαν στην Ελλάδα δεν ήταν αποκλειστικά ελληνόφωνοι αλλά περιλάμβαναν και ομιλητές της τουρκικής. Παρομοίως, οι μουσουλμάνοι οι οποίοι μετανάστευσαν στην Τουρκία δεν ήταν αποκλειστικά τουρκόφωνοι, αλλά περιλάμβαναν ομιλητές της αλβανικής, της βουλγαρικής, της βλάχικης, ακόμα και της ελληνικής γλώσσας (αλλά μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα).
Αυτό οφειλόταν στο σύστημα οργάνωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και συγκεκριμένα στο σύστημα διοίκησης των οθωμανικών Μιλέτ, όπου ο διαχωρισμός γινόταν με βάση τη θρησκευτική ομάδα όπου ανήκε ο πολίτης.
Οι μουσουλμάνοι στην περιοχή της Δυτικής Θράκης, πριν από την ανταλλαγή των πληθυσμών, αποτελούσαν ξεκάθαρη πλειονότητα των κατοίκων και αυτή η αναλογία άλλαξε όταν η ελληνική κυβέρνηση εγκατέστησε χριστιανικούς προσφυγικούς πληθυσμούς από τις περιοχές της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης.
Είναι χαρακτηριστικά τα στοιχεία μεταβολής των πληθυσμιακών ομάδων μετά τη Συνθήκη της Λοζάνης (Πίνακες 1 και 2).
Το 1922 (πριν από την άφιξη των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής που επισφραγίσθηκε με τη Συνθήκη της Λοζάνης), η μουσουλμανική μειονότητα στη Δυτική Θράκη αποτελούσε πλειοψηφία και αριθμούσε περίπου 86.000 άτομα (σύμφωνα με τα στοιχεία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών) ή 120.000 άτομα (σύμφωνα με τα στοιχεία της Τουρκίας), από το σύνολο των 190.000 κατοίκων.
Στην απογραφή του 1928 οι κάτοικοι μουσουλμανικού θρησκεύματος ανέρχονται σε όλη την επικράτεια σε 126.017, δηλαδή περίπου το 2% του συνολικού πληθυσμού. Οι πληθυσμοί αυτοί αποτελούσαν κυρίως τους μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης (102.621) και τους αλβανικής καταγωγής μουσουλμάνους της Ηπείρου (19.244), οι οποίοι εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Στην ίδια απογραφή 191.254 κάτοικοι δήλωσαν στο σύνολο της χώρας ως μητρική γλώσσα τα Τουρκικά. Από αυτούς 93.793 ήταν κάτοικοι Δυτικής Θράκης. Οι τουρκόφωνοι δηλαδή αποτελούσαν το 91,3% του μουσουλμανικού πληθυσμού της Θράκης και το 30,9% του συνολικού πληθυσμού της. Στη Δυτική Θράκη (Ξάνθη - Ροδόπη - Εβρος) το 65% ήταν χριστιανοί και το 33,85% μουσουλμάνοι.
Στην Αλεξανδρούπολη καταγράφηκαν 176 μουσουλμάνοι (σε σύνολο 14.019 κατοίκων όπου οι 12.906 ήταν χριστιανοί), στο Διδυμότειχο 1.548 μουσουλμάνοι (σε σύνολο 8.690 κατοίκων όπου 6.386 ήταν χριστιανοί), στο Σουφλί καταγράφηκαν 160 μουσουλμάνοι (σε σύνολο 7.744 κατοίκων όπου οι 7.544 ήταν χριστιανοί), στην Κομοτηνή καταγράφηκαν 13.364 μουσουλμάνοι (σε σύνολο 31.551 κατοίκων όπου οι 16.964 ήταν χριστιανοί) και στην Ξάνθη 11.259 μουσουλμάνοι (σε σύνολο 35.912 κατοίκων όπου οι 23.824 ήταν χριστιανοί).
Οι επίσημες ελληνικές απογραφές από το 1961 δεν συμπεριλαμβάνουν ερωτήματα θρησκεύματος και μητρικής γλώσσας. Παρ' όλα αυτά έχουν δημοσιευτεί στατιστικά στοιχεία για τη μειονότητα τα οποία πολλές φορές έχουν αποκλίσεις. Στον πίνακα φαίνονται στατιστικά στοιχεία για το 1961 δημοσιευμένα από τον Αλέξη Αλεξανδρή (νυν διευθυντή της ΥΠΥ) το 1988 και από τον υπουργό Εξωτερικών και Αμυνας Φίλιππο Δραγούμη το 1964.
Σύμφωνα με την ελληνική κυβέρνηση, η μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη κατά το 1991 αριθμεί 98.000 άτομα (σε πληθυσμό 338.000 κατοίκων της Θράκης), εκ των οποίων το 50% της θρησκευτικής μειονότητας είναι τουρκικής καταγωγής, 35% Πομάκοι και μόλις 15% Τσιγγάνοι μουσουλμάνοι.
Η μειονότητα σήμερα αποτελεί περίπου το 33% του πληθυσμού της Θράκης. Ανέρχονται σε 64.000 στον νομό Ροδόπης (σε σύνολο 110.828 κατοίκων), σε περίπου 44.000 στον νομό Ξάνθης (πληθυσμός νομού 101.856 κάτοικοι) και σε περίπου 9.000 στον νομό Εβρου (συνολικός πληθυσμός νομού 150.580 κάτοικοι) (Πίνακας 3).
Είναι φανερό ότι, διαχρονικά, η ύπαρξη ενός τόσο μεγάλου πληθυσμιακού τμήματος με ιδιαίτερη καταγωγή και πολιτιστική ταυτότητα, που στη συντριπτική του πλειοψηφία αποτελεί τμήμα της εργατικής τάξης και των πιο φτωχών στρωμάτων της πόλης και της υπαίθρου, αποτελεί πεδίο έντονης διαπάλης των αστικών τάξεων της χώρας μας και της Τουρκίας.
Τα «ιδιαίτερα» προβλήματα της μειονότητας δεν έχουν διαφορετική αφετηρία, αλλά δημιουργούνται και αναπτύσσονται στο έδαφος της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, όπως γεννιέται και αναπτύσσεται κάθε καταπίεση.
Πάνω ακριβώς σε αυτό το έδαφος αξιοποιείται η ξεχωριστή καταγωγή ή πολιτιστική ταυτότητα για να γίνονται τα λαϊκά στρώματα διπλά θύματα των αστικών επιδιώξεων. Δηλαδή, πέρα από την εκμετάλλευση, να γίνονται και ουρά στις αντιπαραθέσεις των αστικών επιδιώξεων και των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στα λαϊκά στρώματα των μουσουλμάνων της Θράκης υπάρχουν μεγαλύτερη φτώχεια, ανεργία, μετανάστευση, αναλφαβητισμός, το χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο, οι χειρότερες συνθήκες διαβίωσης.
Οτι η κατάσταση στα λαϊκά στρώματα της μειονότητας επιδεινώθηκε από το χτύπημα βασικών κλάδων όπου εργάζονται, όπως των κατασκευών, όπου η ανεργία έχει φτάσει σε πολύ υψηλά επίπεδα, με αποτέλεσμα μεγάλο κομμάτι να μεταναστεύει για να βρει ένα μεροκάματο, κυρίως μέσα από δίκτυα δουλεμπορικών γραφείων, που παίρνουν υψηλή προμήθεια ανά εργαζόμενο, με «χτυπημένα» μεροκάματα, δουλειά 6 ή 7 ημερών, και ορισμένες φορές χωρίς ασφάλεια, όπως γίνεται με προορισμό το Κατάρ.
Οτι την ώρα που χιλιάδες νοικοκυριά από τον μειονοτικό πληθυσμό απασχολούνται με τον καπνό, η καπνοκαλλιέργεια δέχθηκε συντριπτικό πλήγμα. Χιλιάδες αγρότες βρέθηκαν χωρίς εισόδημα, ή με εντελώς συρρικνωμένο εισόδημα.
Παράλληλα, η παρέμβαση των αστικών παραγόντων τόσο από το εσωτερικό της χώρας, όσο και από το εξωτερικό εξακολουθεί να είναι μεγάλη με στόχο να διαιρέσουν τους εργαζόμενους, να τους δηλητηριάζουν με το φαρμάκι της έχθρας, τη στιγμή που στην περιοχή μας οι μειονότητες πρέπει να αποτελούν γέφυρα φιλίας και συνεργασίας ανάμεσα στους λαούς όλων των γειτονικών χωρών.
Συνειδητά προσπαθούν να αποκόψουν τους εργαζόμενους της μειονότητας από το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα της χώρας, τις μαζικές οργανώσεις και το ΚΚΕ, το οποίο εργάζεται συστηματικά για την ενίσχυση, την αλληλεγγύη και την κοινή πάλη των εργαζομένων, ανεξάρτητα από θρησκεία και εθνικότητα, αφού όλους, τους ταλαιπωρούν τα οξυμένα προβλήματα που γεννάνε διαχρονικά η αντιλαϊκή πολιτική και ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής.
Το ΚΚΕ έχει ως βασικό άξονα της δράσης του τη σφυρηλάτηση πρώτα από όλα της ταξικής ενότητας της εργατικής τάξης, τη συμμαχία της με τα λαϊκά στρώματα, την υπεράσπιση των συμφερόντων τους, των δικαιωμάτων της νεολαίας.
Η καταπίεση που δέχεται η μειονότητα έχει ως βάση τις εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής, αλλά και ενισχύεται από τον ανταγωνισμό των αστικών τάξεων Τουρκίας και Ελλάδας στην περιοχή.
Το ΚΚΕ έχει ως άξονα στη δράση του τα οξυμένα κοινά προβλήματα του λαού της περιοχής. Παλεύει για να μπορούν οι εργαζόμενοι της μειονότητας να αναπτύξουν την ιδιαίτερη πολιτιστική τους ταυτότητα χωρίς αποκλεισμούς, για να αποτελέσει αυτή η ιδιαίτερη ταυτότητα γέφυρα φιλίας και ενότητας και όχι πεδίο αστικών αντιπαραθέσεων.
Στη βάση αυτή, το ΚΚΕ είναι υπέρ του διαχωρισμού Εκκλησίας - κράτους. Αυτή η διαχρονική πάγια θέση του Κόμματος δεν διαφοροποιείται από θρησκεία σε θρησκεία, είναι ενιαία, είτε πρόκειται για την ορθόδοξη χριστιανική είτε για τη μουσουλμανική είτε για την καθολική κ.λπ.
Από αυτήν τη σκοπιά θεωρούμε αναχρονιστική την εφαρμογή της σαρίας στο κληρονομικό και οικογενειακό δίκαιο της μειονότητας. Η κατάργηση των «πολιτικών εξουσιών» του μουφτή χρειάζεται να γίνει με καμπάνια διαφώτισης της μειονότητας, με παράλληλη εφαρμογή του δικαιώματος η μειονότητα να επιλέγει τους θρησκευτικούς της εκπροσώπους, που δεν θα έχουν όμως καμία πολιτική αρμοδιότητα.
Στο ζήτημα της εκλογής του μουφτή μπορεί να υπάρχει ένα εκλεκτορικό σώμα με τους αντίστοιχους θρησκευτικούς εκπροσώπους κατά περιοχή που θα τους καθορίζει η ίδια η μειονότητα.
Το ΚΚΕ είναι υπέρ της ανάπτυξης αποκλειστικά δημόσιας και δωρεάν Εκπαίδευσης, από την Προσχολική Αγωγή ως την ανώτατη βαθμίδα. Σε αυτή να καταργηθεί κάθε ταξικό εμπόδιο, να διαμορφωθούν όλες οι προϋποθέσεις για την ολοκληρωμένη μόρφωση των παιδιών της μειονότητας και στο πλαίσιο αυτό χρειάζεται να διαμορφωθούν όλοι οι ιδιαίτεροι όροι για την ένταξη της μειονοτικής Εκπαίδευσης εντός του ενιαίου 12χρονου σχολείου, με σεβασμό στη μητρική γλώσσα και τη θρησκευτική συνείδηση της μειονότητας.
Στο πλαίσιο αυτό καθιερώνεται το μάθημα της μητρικής γλώσσας σε όλες τις βαθμίδες και μπορεί να παρακολουθείται και από μαθητές με άλλη εθνοτική καταγωγή. Σε αυτό περιλαμβάνονται γλώσσα, λογοτεχνία, στοιχεία πολιτισμού, ιστορία, που εντάσσονται στο ωρολόγιο πρόγραμμα. Διαμορφώνονται άμεσα οι υποδομές με γενναία χρηματοδότηση για τη λειτουργία της Προσχολικής Αγωγής που είναι ανύπαρκτη σε όλα τα μειονοτικά χωριά.
Το ΚΚΕ είναι αντίθετο με τη δημιουργία μειονοτικών νηπιαγωγείων. Για την Προσχολική Αγωγή δεν υπάρχει αναφορά στη Συνθήκη της Λοζάνης και δεν καλύπτεται από τα ελληνοτουρκικά μορφωτικά πρωτόκολλα.
Επίσης, το ΚΚΕ είναι γενικά αντίθετο με την ύπαρξη μειονοτικών σχολείων (αυτά καθορίζονται από τη Συνθήκη της Λοζάνης). Οσο καιρό αυτά λειτουργούν χρειάζεται να στηρίζονται υλικοτεχνικά, με προσωπικό, βιβλία και υποδομές. Αλλά η μειονοτική Εκπαίδευση δεν μπορεί να είναι ένα ξεχωριστό σύστημα μόρφωσης εκτός του ενιαίου σχολείου. Μόνη προϋπόθεση για την πρόσληψη εκπαιδευτικού προσωπικού για τα μαθήματα στη γλώσσα καταγωγής να είναι το πτυχίο των παιδαγωγικών σχολών και η γνώση της γλώσσας (αυτό χρειάζεται να το αντιμετωπίσουν με κατάλληλες προσαρμογές εντός σπουδών οι παιδαγωγικές σχολές).
Το ΚΚΕ καταψήφισε τον νόμο του υπουργείου Εσωτερικών για τα βακούφια πριν από μερικά χρόνια. Διαφωνήσαμε γιατί παρέμεναν επί της ουσίας οι διακρίσεις για τη μειονότητα και επιπλέον: Παρέμεναν ασαφή τα όρια των κληροδοτημάτων μεταξύ των τεμενών με πιθανές προστριβές στο μέλλον. Υπήρχε διαφοροποίηση στην αντιμετώπιση παλιών και νέων βακουφιών και δεν καθοριζόταν ενιαία η αποζημίωση της διαχειριστικής επιτροπής. Επιπλέον, παρέμενε επί της ουσίας η αρχή της αμοιβαιότητας στο ζήτημα των περιουσιών της μειονότητας με την Τουρκία.
Το Κόμμα μας είναι ενάντια στη λογική της αμοιβαιότητας και είμαστε υπέρ της εκλογής μιας διαχειριστικής επιτροπής στα όρια των πόλεων Κομοτηνής, Ξάνθης και Διδυμότειχου. Στα χωριά ούτως ή άλλως υπάρχει μια επιτροπή.
Το ΚΚΕ θεωρεί πως θέλει μεγάλη προσοχή και επαγρύπνηση η χρησιμοποίηση συλλογικού αυτοπροσδιορισμού, που χρησιμοποιείται σε αντίθεση και αμφισβήτηση των διεθνών Συνθηκών που έχουν να κάνουν με τον καθορισμό συνόρων και κυριαρχικών δικαιωμάτων. Οι ιμπεριαλιστές αξιοποιούν μειονοτικά ζητήματα για να προωθήσουν τις επεμβάσεις και μεταβολές συνόρων. Εχουμε την πείρα στη Γιουγκοσλαβία με το Κόσοβο που τις τελευταίες μέρες ανακινείται και πάλι, ενώ πρόσφατη είναι η ανακίνηση του ζητήματος της «Τσαμουριάς» από κύκλους της Αλβανίας.
Στη βάση αυτή, η αναφορά σε μουσουλμανικές μειονότητες στη Δυτική Θράκη από τη Συνθήκη της Λοζάνης, με την εθνοτική και φυλετική ως προς την καταγωγή διαφοροποίηση σε τουρκογενείς, Πομάκους και Αθίγγανους, δίνει την πραγματική εικόνα στη μειονότητα.
Από τα παραπάνω προβλήματα σε Εκπαίδευση, κληρονομικό δίκαιο, ζητήματα ιδιοκτησίας σίγουρα υπάρχουν αυτά που άπτονται του αστικού τους χαρακτήρα και έχουν να κάνουν με τη Συνθήκη της Λοζάνης. Τα σύνθετα αυτά προβλήματα θα αντιμετωπιστούν ολοκληρωμένα με τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Η εργατική εξουσία θα εξαλείψει την πηγή της βαρβαρότητας και της φτώχειας του λαού, την καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Θα δώσει μια νέου τύπου εξουσία και οργάνωση, το δίκαιο θα εκφράζει τα εργατικά, λαϊκά συμφέροντα.
*Ο Ζήσης Λυμπερίδης είναι μέλος της Γραμματείας της ΚΕ του ΚΚΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου