* Γράφει η Διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Καλλιόπη Κεραμιδά
Η καρδιακή ανεπάρκεια είναι ένα σύνθετο κλινικό σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από αδυναμία της καρδιάς να παρέχει αίμα στο σώμα ανάλογα με τις ανάγκες του, αρχικά στην κόπωση και σε πιο όψιμα στάδια και στην ηρεμία.
Περίπου 40 εκατομμύρια άνθρωποι νοσούν με καρδιακή ανεπάρκεια παγκοσμίως. Στην Ευρώπη, ο πληθυσμός των ασθενών φτάνει τα 6 εκατομμύρια με 550.000 νέες περιπτώσεις κάθε χρόνο.
Η επίπτωση του συνδρόμου αυξάνεται με την ηλικία, προσβάλλοντας το 1% των ατόμων <65 ετών και το 15% >85ετών. Σε μία μέση ηλικία, παραδείγματος χάριν στα 55 έτη, ο ισόβιος κίνδυνος ενός άνδρα να εμφανίσει καρδιακή ανεπάρκεια είναι 33% και μιας γυναίκας 28,5%.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η καρδιακή ανεπάρκεια αποτελεί την πρώτη αιτία νοσηλείας των ασθενών >65ετών και συνοδεύεται από σημαντική νοσηρότητα, επιδείνωση της ποιότητας ζωής και αυξημένη θνητότητα, συγκρίσιμη μάλιστα με αυτή του καρκίνου.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι δαπάνες για το σύνδρομο αυτό αγγίζουν το 3% των συνολικών εξόδων για την Υγεία. Το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών αφορά τα έξοδα νοσηλείας και ακολουθούν οι δαπάνες για εργαστηριακές εξετάσεις, φάρμακα και συσκευές.
Τα πιο συχνά συμπτώματα των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια είναι η δύσπνοια, το αίσθημα της κόπωσης και τα οιδήματα κάτω άκρων. Τα αίτια της καρδιακής ανεπάρκειας είναι πολυάριθμα και περιλαμβάνουν δομικές και λειτουργικές διαταραχές της καρδιάς.
Το συχνότερο αίτιο μακράν είναι το έμφραγμα του μυοκαρδίου και η στεφανιαία νόσος γενικότερα, αλλά πρακτικά τα περισσότερα νοσήματα του καρδιαγγειακού συστήματος, όπως είναι οι συγγενείς καρδιοπάθειες, η υπέρταση και οι βαλβιδοπάθειες, οι μυοκαρδιοπάθειες και οι αρρυθμίες, μπορεί να καταλήξουν σε καρδιακή ανεπάρκεια.
Ακόμη και μη-καρδιακές παθήσεις (π.χ. λοιμώξεις, μεταβολικά αίτια, όπως είναι η θυρεοειδοπάθεια, κατάχρηση οινοπνεύματος κ.λπ.) μπορεί να οδηγήσουν σε αυτό το κλινικό σύνδρομο. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια με την πανδημία από την COVID-19, δεν είναι αμελητέες οι περιπτώσεις προσβολής της καρδιάς από τον ιό και εμφάνισης δυσλειτουργίας αυτής και καρδιακής ανεπάρκειας.
Ένα από τα πιο σημαντικά, αλλά υποαναγνωρισμένα αίτια καρδιακής ανεπάρκειας είναι οι νεοπλασίες και, κυρίως, οι θεραπείες που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση του καρκίνου. Αρκετές κατηγορίες αντινεοπλασματικών φαρμάκων, αλλά και η ακτινοθεραπεία που περιλαμβάνει την περιοχή της καρδιάς, ενοχοποιούνται για εμφάνιση καρδιακής ανεπάρκειας, που είναι η πιο συχνή και καλύτερα μελετημένη καρδιοτοξικότητα.
Εδώ το σύνδρομο μπορεί να εμφανιστεί σε σύντομο χρονικό διάστημα – μέρες ή μήνες, από την έναρξη της χημειοθεραπείας ή πολλά χρόνια μετά, όπως συμβαίνει σε ενήλικες που έχουν επιβιώσει από καρκίνο στην παιδική ή την εφηβική ηλικία και έχουν σημαντικό κίνδυνο εμφάνισης καρδιακής ανεπάρκειας, ακόμα και 20 χρόνια μετά το πέρας της θεραπείας.
Η συνύπαρξη της καρδιακής ανεπάρκειας με τον καρκίνο, αλλά και με καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου, όπως ο διαβήτης και η παχυσαρκία ή με άλλες παθήσεις, όπως η νεφρική ανεπάρκεια, η υπνική άπνοια, η κατάθλιψη ή η λοίμωξη από COVID-19, καθιστά την αντιμετώπισή της αρκετά πιο περίπλοκη και τη συνολική πρόγνωση πιο επιβαρυμένη.
Η πρόληψη ανάπτυξης καρδιακής ανεπάρκειας βασίζεται στον τακτικό, καρδιολογικό έλεγχο, στην αποτελεσματική ρύθμιση των καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου (ιδιαίτερα της αρτηριακής πίεσης, της γλυκόζης και των λιπιδίων) και στον υγιεινό τρόπο ζωής (διακοπή του καπνίσματος, περιορισμός της κατανάλωσης άλατος και οινοπνεύματος και τακτική αερόβια άσκηση).
Τόσο σε επίπεδο πρόληψης, όσο και σε επίπεδο θεραπείας, ο ρόλος της άσκησης είναι κρίσιμος και παρά τις συστάσεις που υπήρχαν παλιότερα για αποχή των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια από την άσκηση, σήμερα έχει πλέον αναγνωριστεί η ευεργετική της επίδραση, με αποτέλεσμα να υπάρχουν ακόμα και ειδικά προγράμματα άσκησης για τους ασθενείς αυτούς.
Για την αντιμετώπιση του συνδρόμου στη θεραπευτική μας φαρέτρα διαθέτουμε φάρμακα, συσκευές και χειρουργικές παρεμβάσεις. Οι φαρμακευτικές επιλογές για την αντιμετώπιση του συνδρόμου και τη βελτίωση όχι μόνο της ποιότητας ζωής, αλλά και της θνητότητας, είναι πολλές και ιδιαίτερα αποτελεσματικές, όταν χορηγούνται έγκαιρα, στις κατάλληλες δόσεις και από εξειδικευμένους ιατρούς.
Πέραν των φαρμάκων, οι εμφυτευόμενες συσκευές επί ειδικών ενδείξεων, βελτιώνουν τη λειτουργική κατάσταση, αλλά και την πρόγνωση των ασθενών αυτών. Σε πολύ προχωρημένα στάδια, η τελική και μόνη θεραπεία είναι η μεταμόσχευση καρδιάς, με σημαντικό περιορισμό τον ιδιαίτερα μικρό αριθμό των διαθέσιμων μοσχευμάτων.
Συνολικά, η πρόγνωση των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια είναι η καλύτερη δυνατή, όταν η παρακολούθησή τους γίνεται σε ειδικά ιατρεία.
Το δίκτυο Ιατρείων Καρδιακής Ανεπάρκειας της Ελλάδας υπό την Αιγίδα της Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης και Έρευνας της Καρδιακής Ανεπάρκειας (ΕΜΕΚΑ), απαριθμεί 68 ειδικά ιατρεία κατανεμημένα σε όλη τη χώρα με εξειδικευμένο ιατρικό και παραϊατρικό προσωπικό που είναι σε θέση να βοηθήσει αυτόν τον ιδιαίτερο πληθυσμό ασθενών με τον πιο αποτελεσματικό και ασφαλή τρόπο.
*H Καλλιόπη Κεραμιδά, MD, MSc, PhD, FESC, FHFA, F-ICOS, είναι Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Καρδιολόγος, Επιμελήτρια στο Καρδιολογικό Τμήμα, Γενικό Αντι-Καρκινικό, Ογκολογικό Νοσοκομείο, Άγιος Σάββας, εξειδικευμένη στην Καρδιακή Ανεπάρκεια, στην Καρδιο-Ογκολογία και στις σύγχρονες Υπερηχοκαρδιογραφικές τεχνικές.
ΠΗΓΗ. athensvoice
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου