Η προώθηση των Οθωμανών στη Βαλκανική Χερσόνησο προηγήθηκε χρονικά της κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης (1453). Από το 1352 έως το 1402, οι περιοχές της Θράκης, της Βουλγαρίας, της Μακεδονίας, της Ηπείρου (περιοχή Ιωαννίνων) και της Θεσσαλίας ενσωματώθηκαν στο οθωμανικό κράτος.
Η οθωμανική κατάκτηση ανέτρεψε την υφιστάμενη τάση τυπικής φεουδαρχικοποίησης που προωθούνταν κυρίως από τα λατινικά κρατίδια, αλλά και από την ύστερη Βυζαντινή Αυτοκρατορία (1261 - 1453).
Ωστόσο, αν και γενικά οι Βυζαντινοί και Λατίνοι άρχοντες αντικαταστάθηκαν από τους Οθωμανούς τιμαριούχους, σε πολλές περιπτώσεις διατήρησαν το δικαίωμα νομής και επικαρπίας μέρους ή όλης της πρώην ιδιοκτησίας τους, συχνά γινόμενοι εξωμότες (ασπαζόμενοι το Iσλάμ).
Εξάλλου, σε μια πορεία χρόνου, όσοι δεν ασπάστηκαν το Ισλάμ, κατέρρευσαν οικονομικά και αντικαταστάθηκαν από Οθωμανούς.
Μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, με διαδοχικές εκστρατείες, η Οθωμανική Αυτοκρατορία προσάρτησε τη Σερβία και την Πελοπόννησο το 1459, τη Βοσνία - Ερζεγοβίνη το 1463 - 1464, την Εύβοια και την Αλβανία το 1470.
Αυτός ο τρόπος επέκτασης συνεχίστηκε και το 16ο αιώνα. Μόνο ειδικές περιπτώσεις επέτρεψαν σε κάποιες περιοχές να διατηρηθούν αυτόνομες μετά το 16ο αιώνα, όπως η Βλαχία και η Μολδαβία. Στα μέσα του 17ου αιώνα, τα κατακτημένα εδάφη του μετέπειτα ελλαδικού χώρου είχαν χωριστεί σε 227 ζιαμέτια (περιοχές) και σε 1.510 τιμάρια2.
Το 1669 η πλειοψηφία των εδαφών της Κρήτης (με εξαίρεση ορισμένα οχυρά) πέρασε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ομως, λίγο αργότερα, με τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699), η οποία τερμάτισε τον αυστρο-οθωμανικό πόλεμο (1683 - 1697), η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την κυριαρχία των Ενετών στην Κρήτη, όπως και στις δαλματικές ακτές, στη Λευκάδα, στην Αίγινα και την Πελοπόννησο. Ωστόσο, στα 1715 επανακατακτήθηκαν όλη η Πελοπόννησος και η Αίγινα, καθώς και το σύνολο των εδαφών της Κρήτης.
Με την ολοκλήρωση αυτών των κατακτήσεων, τα ζιαμέτια ανέρχονταν πλέον σε 2673. Επρόκειτο όμως και για τον επίλογο της οθωμανικής γεωγραφικής επέκτασης σε ευρωπαϊκά εδάφη.
Οι τιμαριούχοι δεν μπορούσαν να κατέχουν ή να χρησιμοποιήσουν τη γη του τιμαρίου για δικό τους όφελος, αλλά ήταν εκπρόσωποι του κράτους που επόπτευαν την κτήση και τη χρήση της γης. Μπορούσαν μόνο να χρησιμοποιούν περιορισμένη αρόσιμη γη, ένα αμπέλι, ένα βόδι για τις δικές τους ανάγκες.
Μάλιστα, από το 16ο αιώνα και έπειτα επικράτησε η απαγόρευση της κληρονομικής μεταβίβασης του τιμαρίου. Επιπλέον, οι τιμαριούχοι έχαναν το αξίωμά τους αν δεν ανταποκρίνονταν στις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις.
Επομένως, τιμαριούχοι δεν μπορούν να εξομοιωθούν με τους φεουδάρχες της Δυτικής Ευρώπης και της βυζαντινής περιόδου, όσον αφορά τον έλεγχο της γης και των χωρικών. Βέβαια, πρέπει να επισημανθεί ότι και στη δυτική ύστερη φεουδαρχία η εξουσία των τοπικών φεουδαρχών υποχώρησε έναντι της συγκεντρωτικής κρατικής εξουσίας.
Η πλειοψηφία του ελλαδικού χώρου, όπως η Θεσσαλία, η Ηπειρος, τμήματα της Πελοποννήσου, η Αττική, η Στερεά κ.ά., παραδόθηκε θεληματικά στους Οθωμανούς, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν τόσο τη λαϊκή δυσαρέσκεια από την καταπίεση και εκμετάλλευση της βυζαντινής και λατινικής φεουδαρχίας όσο και το μίσος που καλλιεργούσε ο ορθόδοξος κλήρος προς τους καθολικούς.
Αντίθετα, οι κάτοικοι των περιοχών που πρόβαλαν ένοπλη αντίσταση εκδιώχθηκαν και η γη τους αποδόθηκε ως λάφυρο πολέμου. Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση αποτελούσε η Εύβοια.
Ιδιαίτερη μορφή της κρατικής γης, που προερχόταν από κατάκτηση, αλλά και σημαντικό τμήμα της, αποτελούσαν οι «γαίες του στέμματος». Επρόκειτο για «τιμάρια», των οποίων η διοίκηση δινόταν από τον σουλτάνο σε πρόσωπα του παλατιού και συγγενείς του. Σε αυτές, οι φόροι βάραιναν τους καλλιεργητές και αποτελούσαν πόρους λειτουργίας του παλατιού. Ομως, από την άποψη των σχέσεων παραγωγής και οργάνωσης της καλλιέργειας, τιμάρια και γαίες του σουλτάνου δεν είχαν διαφορές.
Στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εμφανίζονταν ακόμα τα βακούφια.
Ηταν εκτάσεις που κατείχαν εκκλησίες, μοναστήρια και ευαγή ιδρύματα (σχολεία, βιβλιοθήκες κ.ά.). Στην κατηγορία των βακουφιών περιλαμβάνονταν και οι γαίες της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας και των μοναστηριών, όπως και οι γαίες που ανήκαν σε εβραϊκά και άλλα θρησκευτικά ιδρύματα.
Τα βακούφια, αν και κάτω από την επίβλεψη του κράτους, βάσει καταστατικού ήταν αυτοδιαχειριζόμενα μέσω εντολοδόχου. Μετά το θάνατο του ιδρυτή τους, ρόλο εντολοδόχου αναλάμβανε συνήθως απόγονος του ιδρυτή.
Ακριβώς επειδή στα βακούφια οι καλλιεργητές υποχρεώνονταν να πληρώνουν τους φόρους στα θρησκευτικά ιδρύματα, η Ορθόδοξη Εκκλησία απέκτησε σημαντική περιουσία υπό την αιγίδα του οθωμανικού κράτους.
Ακόμη υπήρχαν και περιπτώσεις παραχώρησης γαιών (είτε της κατοχής είτε της επικαρπίας) από τέως ιδιοκτήτες στα θρησκευτικά ιδρύματα, που συνήθως υπέκρυπταν προσπάθειες αποφυγής της καταβολής φόρου στο οθωμανικό κράτος.
Τέλος, υπήρχαν τα μούλκια, δηλαδή γαίες, στις οποίες ο σουλτάνος διατηρούσε την ψιλή κυριότητα. Αυτές διακρίνονταν σε όσες αποκτήθηκαν από αξιοποίηση χέρσας γης, σε όσες αποκτήθηκαν από πωλητήριο συμβόλαιο σύμφωνα με το ισλαμικό Δίκαιο και σε όσες η ιδιοκτησία των χωρικών πριν από την κατάκτηση είχε αναγνωρισθεί με σουλτανικό διάταγμα. Οι κάτοχοι είχαν ουσιαστικά τη δυνατότητα μεταβίβασης, πώλησης και μίσθωσής τους, παρόλο που τυπικά αυτό μπορούσε να ανακληθεί από τον σουλτάνο.
Οι κρατικές (μιρί) γαίες χωρίζονταν στις «ταπουλού», που δίνονταν στους χωρικούς από τον τιμαριούχο με ρυθμίσεις «ταπού» και τις «μουκαταλού», που εκμισθώνονταν έναντι χρηματικού ποσού από την κεντρική διοίκηση5.Οι ταπουλού γαίες αποτέλεσαν τον κυρίαρχο τρόπο εκμετάλλευσης της γης.
Ο χωρικός με «ταπού» ήταν σε ένα βαθμό εξαρτημένος αγρότης, που καλλιεργούσε σε αρόσιμες γαίες κυρίως σιτηρά.
Στο ίδιο πλαίσιο, τα αμπέλια και τα δενδροπερίβολα απολάμβαναν καθεστώς ελεύθερης χρήσης και γίνονταν αυτομάτως «ταπουλού» μόνο όταν οργώνονταν. Το ίδιο συνέβαινε με τις ακατάγραφες χέρσες γαίες. Παράλληλα, οι κάτοικοι των κοινοτήτων μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα δάση της περιφέρειάς τους για την ικανοποίηση των αναγκών τους (βοσκή, υλοτομία κ.λπ.), αν και η κυριότητά τους παρέμενε στον σουλτάνο.
Θεμέλιο της αγροτικής παραγωγής μέχρι το 19ο αιώνα αποτελούσε η παραχώρηση με «ταπού» ενός οικογενειακού χωραφιού (χανέ), το μέγεθος του οποίου καθοριζόταν από τη γη που μπορούσε να οργώσει ένα ζευγάρι βόδια (τσιφτ)6.
Οι Οθωμανοί, ανάλογα με τη γονιμότητα των χωραφιών, έθεσαν στους κανονισμούς τους όρια στην έκταση του χανέ - τσιφλίκι από 50 έως 150 στρέμματα.
Στην πραγματικότητα, παρά τις προσπάθειες της οθωμανικής εξουσίας ώστε ένα κανονικό χανέ - τσιφλίκι να αντιστοιχεί σε κάθε οικογένεια, υπήρχαν και οικογένειες με ένα βόδι και μισό χανέ - τσιφλίκι ή και λιγότερο, όπως και οικογένειες με περισσότερα από ένα. Οι διαφορές στη σύνθεση των αγροτικών οικογενειών εξηγούν σε μεγάλο βαθμό αυτές τις διακυμάνσεις.
Η ψιλή κυριότητα του κράτους στη γη επέτρεπε τη συντήρηση του συστήματος και την αποτροπή αλλαγών και καταπατήσεων, ώστε να διατηρείται σταθερό το ποσό της φορολογίας που προϋπολόγιζε το κράτος, ενώ ο χωρικός από τη μεριά του εξασφάλιζε ισόβια νομή - ενοικίαση και αντίστοιχα κληρονομικά δικαιώματα.
Το «ταπού» επέφερε στον χωρικό την υποχρέωση της δεκάτης ως κύριου φόρου, αλλά και άλλων φόρων, όπως και ορισμένες προσωπικές υποχρεώσεις (αγγαρείες) προς όφελος του οθωμανικού κράτους ή του ντόπιου τιμαριούχου. Οι μη μουσουλμάνοι υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επιβαρύνονταν επιπλέον με το χαράτσι (κεφαλικό φόρο).
Από την άλλη πλευρά, η συστηματική αγγαρεία ως αναγκαστική υποχρέωση του χωρικού προς τον άρχοντα - ευγενή, που χαρακτήριζε τόσο την εποχή του Βυζαντίου και των διαδόχων κρατών όσο και τη δυτική φεουδαρχική Ευρώπη, καταργήθηκε.
Οσον αφορά τα μούλκια και τα βακούφια, η οργάνωση της εργασίας γινόταν με τη χρησιμοποίηση μισθωτής εργασίας ή επίμορτης καλλιέργειας. Στη συνέχεια, οι κανονισμοί που ρύθμιζαν το γενικότερο καθεστώς των χωρικών και της χρήσης γης εφαρμόζονταν και εκεί όπως στις κρατικές γαίες, στη βάση του συστήματος χανέ - τσιφλίκι.
Οι κατακτήσεις μέχρι και το 17ο αιώνα έδιναν τη δυνατότητα στο κράτος να διανέμει νέα τιμάρια γης, αλλά και να χωρίζει τα παλαιά σε μικρότερα, ώστε να ικανοποιεί την ανάγκη ζήτησης τιμαρίων.
Ομως, το τέλος των κατακτήσεων έκανε τους Οθωμανούς αξιωματούχους, τιμαριώτες - σπαχήδες, να εκδηλώνουν περιορισμένο ενδιαφέρον για τις στρατιωτικές υποχρεώσεις τους προς το κεντρικό κράτος, αφού αυτές δεν εξασφάλιζαν πλέον ούτε νέα εδάφη ούτε και λάφυρα. Ως αποτέλεσμα, ενδιαφέρονταν για μόνιμο προσωπικό πλουτισμό με την ανάπτυξη σταθερής οικονομικής δραστηριότητας.
Στην πορεία, οι επαρχιακοί σπαχήδες κρίθηκαν ανεπαρκείς για τις νέες μορφές του πολέμου και εκτοπίσθηκαν από το στρατό, τόσο από το διογκωμένο γενιτσαρικό σώμα όσο και από μισθοφορικά σώματα.
Ο εξεπαγγελματισμός του στρατού, που «απομάκρυνε» τους σπαχήδες από τη διοίκηση των τιμαρίων, έδωσε ακόμα περισσότερη ανεξαρτησία στον χωρικό στη διαδικασία της παραγωγής. Η δε γη που δικαιούνταν κάθε σπαχής με διαταγή του σουλτάνου ή «πουλήθηκε» ή «νοικιάστηκε». Παράλληλα, πολλοί νέοι τιμαριούχοι αναδείχθηκαν από το σώμα των γενίτσαρων.
Ωστόσο, αυτές οι αλλαγές δεν μπόρεσαν να ανακόψουν την παρακμή του τιμαριωτικού συστήματος και την ανάπτυξη μεγάλων εκμεταλλεύσεων γης.
Σε αυτό σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν οι εξής παράγοντες:
Αυτήν την περίοδο συντελέστηκε μια σημαντική κλιμάκωση των μουλκίων. Παράλληλα, από τα μέσα του 17ου αιώνα, το τμήμα των βακουφικών γαιών αυξήθηκε, με αποτέλεσμα στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα να αποτελεί ένα μεγάλο τμήμα της συνολικής γης. Αυτό είχε ως συνέπεια το κράτος, σε συνδυασμό με την αυτονόμηση των πασάδων, να χάνει μεγάλο τμήμα των φόρων.
Ιδιαίτερη μορφή περιορισμού της κρατικής γης αποτέλεσε και η κλιμάκωση της αναγνώρισης των δικαιωμάτων κατοχής, νομής και επικαρπίας σε μεγάλες γαιοκτησίες των περιοχών που εθελοντικά υποτάσσονταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως στην Πελοπόννησο.
Χαρακτηριστικά, οι μεγαλογαιοκτήμονες της Πελοποννήσου έχασαν μετά τη δεύτερη οθωμανική κατάκτηση (1715) την ψιλή κυριότητα, αλλά διατήρησαν στο ακέραιο τα συμφέροντά τους, αφού μπορούσαν να συνεχίσουν να εκμεταλλεύονται μεγάλες εκτάσεις γης.
Από το 17ο αιώνα και στη συνέχεια, οι συμπληρωματικές (των δημητριακών) καλλιέργειες (αμπελουργία κ.ά.) σταμάτησαν να στοχεύουν στην αυτοσυντήρηση των χωρικών και όλο και περισσότερο αποσκοπούσαν στην ενίσχυση του εξαγωγικού εμπορίου.
Η εμπορευματοποίηση και ο εκχρηματισμός περισσότερων προϊόντων της αγροτικής παραγωγής τόνωσαν το εξαγωγικό εμπόριο και αύξησαν την οικονομική και πολιτική δύναμη της γαιοκτητικής αριστοκρατίας, οδηγώντας στη βαθμιαία αστοποίησή της και φέρνοντάς την σε επαφή με το δυτικό εμπορικό και εφοπλιστικό κεφάλαιο.
Το ίδιο διάστημα, θεσμοθετήθηκε η φορολόγηση των συμπληρωματικών αγροτικών καλλιεργειών, αφού το οθωμανικό κράτος αντιμετώπιζε την κλιμάκωσή τους όχι ως διάβρωση του τιμαριωτικού συστήματος, όπως ήταν, αλλά ως μια νέα πηγή φορολογικών εσόδων.
Ταυτόχρονα, οι δανειστές χωρικών που καλλιεργούσαν με «ταπού» εκμεταλλεύονταν ορισμένα «παράθυρα» του ισλαμικού Δικαίου και αγόραζαν τα χτήματα των χωρικών. Η αγοραπωλησία λόγω χρεών επικυρωνόταν με δικαστικές αποφάσεις, ενώ οι χωρικοί μετατρέπονταν σε δουλοπάροικους ή σε εργάτες γης για λογαριασμό των σφετεριστών της γης. Ετσι, σταδιακά η γη συγκεντρώθηκε σε σπαχήδες, πασάδες κ.λπ.
Επιπλέον, με τη βαθμιαία παρακμή του τιμαριωτικού συστήματος η αρχική τιμαριωτική κατάτμηση υποκαταστάθηκε από τα τσιφλίκια ως μεγάλες εκμεταλλεύσεις γης. Ενδεικτικά στη Θεσσαλία, ιδιαίτερα στις πεδινές περιοχές, πολλά κεφαλοχώρια μετατράπηκαν σε τσιφλίκια λόγω οικονομικών δυσκολιών των χωρικών. Υπήρχαν μάλιστα και περιπτώσεις κεφαλοχωριών που έγιναν τσιφλίκια με την επιδίωξη των ίδιων των χωρικών.
Στην πράξη, οι αγρότες με «ταπού» παραχωρούσαν ή αναγκάζονταν να παραχωρήσουν τα δικαιώματά τους στην κατοχή, νομή και επικαρπία της γης προκειμένου να γλιτώσουν από τα χρέη τους. Οι τσιφλικούχοι αναλάμβαναν τα τελευταία και σε αντάλλαγμα εισέπρατταν μέρος της παραγωγής, μετατρέποντας τους χωρικούς σε επίμορτους καλλιεργητές.
Ως αποτέλεσμα, στη Δυτική Θεσσαλία, αλλά και Ηπειρο και Δυτική Μακεδονία στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, μεγάλες περιοχές προσαρτήθηκαν ως τσιφλίκια από τον Αλή πασά των Ιωαννίνων.
Σε αυτές τις συνθήκες αναπτύχθηκε ο κολιγικός τρόπος καλλιέργειας ως πιο συμφέρουσα μορφή. Η κολιγική καλλιέργεια σχεδόν εκμηδένιζε για τον τσιφλικούχο τις αναγκαίες προκαταβολές, έξοδα και κινδύνους που απαιτούσε η καλλιέργεια με εξαρτημένη (μισθωτή) αγροτική εργασία.
Μετά το 1650 έως το 1850, παρατηρείται μετακίνηση πληθυσμών από τις ελληνικές πεδινές εκτάσεις στα ορεινά χωριά, αλλά και προς περιοχές της Αυστροουγγαρίας, της Γερμανίας, της Ρουμανίας και της Ρωσίας, που υπολογίζονται σε 1,5 εκατομμύριο άτομα, προερχόμενα κυρίως από περιοχές της Μακεδονίας. Στην Πελοπόννησο, επίσης, μετά τα Ορλωφικά, τα αντίποινα των αλβανικών μισθοφορικών σωμάτων ανάγκασαν τη δεκαετία του 1770 «μεγάλο μέρος των Ελλήνων κατοίκων να μεταναστεύσουν όσο πιο μακριά γινόταν (...) Επίσης πολλοί Πελοποννήσιοι πουλήθηκαν ως σκλάβοι κατά τη διάρκεια της εννιάχρονης αλβανικής κυριαρχίας»7.
Η βιβλιογραφία για την όψιμη οθωμανική περίοδο αναφέρει συχνά τα τσιφλίκια. Ο όρος όμως δεν έχει πάντα την ίδια σημασία. Πολλές φορές αναφέρεται στη γενική έννοια «κτήμα», ενώ αρχικά, όπως είδαμε, είχε την έννοια οικογενειακού χωραφιού - φορολογικής μονάδας.
Στη συγκεκριμένη περίοδο αναφέρεται ως μονάδα γης αδιευκρίνιστου μεγέθους και με μεγάλες διαφορές ως προς τις σχέσεις που επικρατούσαν σ' αυτή, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες που υπήρχαν στις διάφορες οθωμανικές επαρχίες.
Τα τσιφλίκια ως εκμετάλλευση επί μεγάλων εκτάσεων γης, σε συνδυασμό με δομή εξουσίας, εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα.
Από εκείνη την εποχή, η μορφή αυτή εκμετάλλευσης - εξουσίας αναπτύχθηκε προς δύο κατευθύνσεις:
α) Ως προς την έκταση των γαιών και τον αριθμό των χωρικών που απασχολούνταν σε αυτές και β) ως προς τα κυριαρχικά δικαιώματα των τσιφλικούχων στα εδάφη και τους χωρικούς.
Τότε, περιορίστηκε η τυπική ελευθερία του καλλιεργητή, ισχυροποιήθηκαν οι τοπικοί άρχοντες, όπου παρά την ιδιοκτησία - κυριότητα του σουλτάνου σ' όλη τη γη, απόκτησαν de facto ιδιοκτησία γης και μέσων παραγωγής, με αποτέλεσμα να μετατρέπουν τους καλλιεργητές σε κολίγους ή σε εργάτες γης. Αντίστοιχα, τα τιμάρια μετατράπηκαν σταδιακά από κρατικές γαίες σε ιδιωτικές κληρονομητέες εκτάσεις.
Στα τσιφλίκια, κατά κανόνα οι χωρικοί δούλευαν σε καθεστώς επίμορτης εργασίας. Στην ουσία ο τιμαριούχος εισέφερε τη γη, τις εγκαταστάσεις, σε κάποιες περιπτώσεις και κάποια μέσα παραγωγής και οι καλλιεργητές την εργασία τους, ή και κάποια μέσα παραγωγής. Μετά από την αφαίρεση των φόρων και των εξόδων της παραγωγής, το καθαρό προϊόν διαιρούνταν σε μερίδια και αποδιδόταν στον τσιφλικά από το 1/3 μέχρι και το 1/2, ανάλογα με τη συμμετοχή του σε μέσα παραγωγής.
Στην Πελοπόννησο, τα τσιφλίκια ως μεγάλα κυρίως χριστιανικά αγροκτήματα αποτέλεσαν ένα υπολειπόμενο γεγονός, σε σχέση με τους ελεύθερους αγρότες.
Η πλειοψηφία των τσιφλικιών στην Παλαιά Ελλάδα βρίσκονταν στις περιοχές της Αττικής, της Εύβοιας και της Φθιώτιδας, όπου διατηρήθηκαν και μετεπαναστατικά λόγω του Δικαίου της προσάρτησης και του δικαιώματος πώλησης ή διατήρησής τους από τους Οθωμανούς υπηκόους.
Συνεπώς, στην ύστερη περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εξαιτίας της ανάσχεσης της επέκτασης των εδαφών της, αλλά και της επέκτασης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής οξύνθηκαν οι αντιθέσεις μεταξύ των διαφόρων τμημάτων της κυρίαρχης τάξης, κυρίως μεταξύ της κεντρικής εξουσίας, που πυρήνας της ήταν ο σουλτάνος, και των τοπικών αρχόντων (Οθωμανών και Χριστιανών).
Οι τελευταίοι από στρατιωτικός και φοροεισπρακτικός μηχανισμός μετατράπηκαν σε τάξη γαιοκτημόνων.
Αυτή η τάξη εκμεταλλευόταν τους άμεσους παραγωγούς είτε με σχέσεις που πλησίαζαν τις φεουδαρχικές σχέσεις είτε με μεταβατικές - προς τις πρώιμες καπιταλιστικές εμπορευματοχρηματικές - σχέσεις είτε και άμεσα με σχέσεις μισθωτής εργασίας.
Ταυτόχρονα, η αγροτική παραγωγή των τσιφλικιών στρεφόταν όλο και περισσότερο στην κάλυψη των αυξημένων αναγκών των καπιταλιστικά αναπτυγμένων χωρών σε τρόφιμα και πρώτες ύλες.
Με αυτόν τον τρόπο ενσωματωνόταν όλο και περισσότερο στη λειτουργία της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς και συνεισέφερε στην αστοποίηση των μεγαλογαιοκτημόνων, προετοιμάζοντας την ενίσχυση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και τη συνειδητοποίηση της ανάγκης ανατροπής της οθωμανικής φεουδαρχικής εξουσίας.
Παραπομπές
1. Halil Inalcik - Donald Quataert, Οικονομική και Κοινωνική Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τόμ. Α' (1300 - 1600), εκδ. «Αλεξάνδρεια», Αθήνα, 2008, σελ. 14 - 15.
2. Κώστας Βεργόπουλος, «Το Αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας», εκδ. «Εξάντας», Αθήνα, 1975, σελ. 60.
3. Γιάννης Κορδάτος, «Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821», εκδ. «Επικαιρότητα», Αθήνα 2005, σελ. 67.
4. Οθωμανικό νόμισμα μεταβαλλόμενης περιεκτικότητας σε άργυρο «Ακτσε» - άσπρο, που χρησιμοποιούνταν στις μικρές καθημερινές ανάγκες.
5. Halil Inalcik - Donald Quataert, ό.π., σελ. 120.
6. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918 -1949, τόμ. Α1, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2018, σελ. 116.
7. Halil Inalcik - Donald Quataert, ό.π., σελ. 267.
* Ο Δ. Αρβανιτάκης είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνος του Τμήματος Αγροτικής Πολιτικής της ΚΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου