Προσπαθώντας να διαχειριστούν τη λαϊκή αγανάκτηση που μεγαλώνει, αστοί πολιτικοί και αναλυτές ασκούν μια ψευδεπίγραφη κριτική στην υποτιθέμενη «ανικανότητα της γραφειοκρατικής ΕΕ, η οποία αργεί να πάρει δύσκολες αποφάσεις» για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Αρκετοί κατηγορούν τη Γερμανία και τους συμμάχους της για έλλειψη πνεύματος κοινοτικής αλληλεγγύης.
Είναι γεγονός ότι οι συνεχείς επαναλαμβανόμενες Σύνοδοι των κρατών - μελών οι οποίες δεν καταλήγουν σε ουσιαστικές αποφάσεις θυμίζουν τη γνωστή κωμωδία «Η μέρα της μαρμότας». Στην πραγματικότητα, όμως, πίσω από τις αντιθέσεις των κρατών - μελών και τις δυσκολίες συμβιβασμού τους βρίσκονται οι αξεπέραστες αντιφάσεις του συστήματος και η ίδια η στρατηγική της ΕΕ, που όπως θα δούμε αποτελεί βασικό παράγοντα δημιουργίας του προβλήματος.
Η αλήθεια είναι ότι καμία από τις προτάσεις που έχουν κατατεθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ουσιαστικά τον εφιάλτη της ενεργειακής φτώχειας και της ακρίβειας. Γι' αυτό, ακόμα κι αν υπάρξει κάποιος προσωρινός συμβιβασμός στο νέο έκτακτο συμβούλιο των υπουργών Ενέργειας της ΕΕ, στις 24 Νοέμβρη, η μεγάλη αφαίμαξη των λαϊκών νοικοκυριών δεν πρόκειται να σταματήσει.
Χωρίς να χαθούμε στις πολλές τεχνικές λεπτομέρειες, ας δούμε την ουσία των δύο βασικών προτάσεων που έχουν κατατεθεί σχετικά με την επιβολή πλαφόν - ανώτατου ορίου στην τιμή του φυσικού αερίου στην ΕΕ.
Η πρώτη αφορά την επιβολή πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου που προορίζεται μόνο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και έγινε γνωστή ως το «ιβηρικό μοντέλο». Πού οδηγεί η εφαρμογή αυτής της πρότασης; Στις μεγάλες κρατικές επιδοτήσεις, για να καλυφθεί η διαφορά ανάμεσα στις πολύ υψηλές τιμές αγοράς του εισαγόμενου φυσικού αερίου και στις τιμές πώλησής του για την εγχώρια κατανάλωση.
Και ποιος καλείται να πληρώσει τελικά αυτές τις μεγάλες κρατικές επιδοτήσεις προς τους ομίλους;
Ο φορολογούμενος εργαζόμενος, με τους έμμεσους και άμεσους φόρους. Δηλαδή ό,τι γλιτώνει ο λαός ως καταναλωτής, το πληρώνει ως φορολογούμενος. Η εφαρμογή αυτής της πρότασης στην Ισπανία και στην Πορτογαλία απέδειξε ότι δεν μειώθηκε το μεγάλο κόστος του εισαγόμενου φυσικού αερίου και οι κυβερνήσεις επιδότησαν με αρκετά δισ. ευρώ τους ομίλους, ώστε αυτοί να πουλήσουν στη συνέχεια σε χαμηλότερη τιμή στην εσωτερική αγορά.
Μια παραλλαγή αυτής της πρότασης είναι η επιδότηση στους ομίλους να γίνεται από τα κοινοτικά ταμεία και όχι από τους προϋπολογισμούς των κρατών - μελών (π.χ. με την έκδοση ενός ευρωομόλογου / κοινού χρέους των κρατών - μελών, που η αποπληρωμή του θα πέσει ξανά με πολλούς τρόπους στις πλάτες των φορολογούμενων).
Η δεύτερη πρόταση, που την προτείνει μια συμμαχία 15 κρατών (στην οποία πρωτοστατούν η Ιταλία, το Βέλγιο, η Πολωνία και η Ελλάδα), αφορά την επιβολή συνολικού πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου στα Χρηματιστήρια Ενέργειας, δηλαδή στη χονδρική τιμή και όχι στη λιανική, που αγοράζει ο καταναλωτής.
Ομως, οι ίδιες οι κυβερνήσεις που προτείνουν αυτήν τη λύση γνωρίζουν την αδυναμία τους να την επιβάλουν στους ομίλους των κρατών που εξάγουν φυσικό αέριο στην ΕΕ. Οι αμερικανικοί όμιλοι και οι υπόλοιποι, όπως του Κατάρ, που πωλούν υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), μπορούν να προτιμήσουν τις αγορές της Ασίας αν διασφαλίζουν εκεί υψηλότερες τιμές.
Η Ρωσία μπορεί να διακόψει πλήρως τις εξαγωγές, που ήδη έχουν μειωθεί δραματικά. Αυτόν τον βασικό κίνδυνο, της έλλειψης αναγκαίων ποσοτήτων φυσικού αερίου, επισημαίνουν ήδη η Γερμανία, η Ολλανδία, η Σουηδία και η Δανία.
Πού καταλήγει τελικά αυτή η πρόταση για να μην κινδυνεύσει η ασφάλεια εφοδιασμού της ΕΕ;
Προτείνει ένα πολύ υψηλό όριο - ταβάνι στις τιμές, για να μην εγκαταλείψουν οι προμηθευτές την ευρωπαϊκή αγορά, και επιπλέον προβλέπει εξαιρέσεις για περιορισμένες συναλλαγές πάνω και απ' αυτό το υψηλό πλαφόν, ώστε να υπάρξει συμφωνία στην ΕΕ.
Συμπέρασμα; Ακόμα κι αν υπάρξει μια μικρή μεταβολή των τιμών, αυτές δεν πρόκειται να επιστρέψουν στα πολύ χαμηλότερα επίπεδα της προηγούμενης δεκαετίας. Αυτό το πλαφόν είναι «δώρον άδωρον». Το φυσικό αέριο θα παραμείνει ακριβό την επόμενη μέρα. Οι προτάσεις τους διαφέρουν τελικά μόνο στον τρόπο σφαγής των εργαζομένων, αν θα υποστούν περισσότερα πλήγματα ως καταναλωτές ή ως φορολογούμενοι.
Στην πραγματικότητα η ΕΕ εστιάζει τώρα στην υποχρεωτική μείωση της κατανάλωσης τουλάχιστον κατά 15%, με την επιβολή σχετικού κανονισμού στα κράτη - μέλη. Ομως η ενεργειακή πείνα δεν αποτελεί απάντηση στην ενεργειακή φτώχεια, αλλά την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Για παράδειγμα, η μείωση της παραγωγής και το κλείσιμο ενεργοβόρων βιομηχανιών, λόγω του ακριβού φυσικού αερίου, οδηγούν σε νέα αύξηση των ανέργων και της φτώχειας στην Ευρώπη.
Οι κυβερνήσεις των κρατών - μελών της ΕΕ προβάλλουν ως βασική αιτία της κατάστασης τον πόλεμο στο έδαφος της Ουκρανίας. Δεν μπορούν όμως να κρύψουν δύο μεγάλες αλήθειες.
Αφενός ότι η έκρηξη των τιμών στο φυσικό αέριο και στο ηλεκτρικό ρεύμα ξεκίνησε μια διετία πριν από τον συγκεκριμένο πόλεμο. Αφετέρου ότι ο στόχος της ΕΕ για απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, και ο ενεργειακός πόλεμος της ΕΕ με τη Ρωσία, είχε επίσης ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν το 2022.
Τα γεγονότα βοηθούν να καταλάβουμε σήμερα πιο εύκολα τις πραγματικές αιτίες και τους μεγάλους ενόχους για τη σημερινή κατάσταση. Το ΚΚΕ πολύ έγκαιρα είχε προειδοποιήσει για τους πραγματικούς στόχους και τις ολέθριες συνέπειες που θα φέρει στον λαό η «απελευθέρωση» του τομέα Ενέργειας και στη συνέχεια η «πράσινη μετάβαση» της ΕΕ. Είχε αναδείξει τη βαρβαρότητα του καπιταλιστικού συστήματος, όπου η Ενέργεια αποτελεί εμπόρευμα και όχι κοινωνικό δικαίωμα.
Τώρα μπορούμε πολύ πιο εύκολα να διαπιστώσουμε ποιοι και γιατί προωθούν τη στρατηγική της ΕΕ, ποιος κερδίζει και ποιος χάνει. Γιατί οι «δύσκολοι χειμώνες» για τους οποίους μιλούν οι κυβερνήσεις δεν είναι για όλους. Ενεργειακοί και εφοπλιστικοί όμιλοι βλέπουν τα κέρδη τους να εκτοξεύονται.
Σήμερα φαίνεται ακόμα πιο καθαρά ότι ο πραγματικός στόχος της «πράσινης μετάβασης» ήταν να διαμορφωθεί κερδοφόρα διέξοδος για τα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια που λιμνάζουν.
Πριν τον πόλεμο η υλοποίηση της «πράσινης μετάβασης» οδήγησε στην ελεγχόμενη απαξίωση ενός μέρους του υπάρχοντος κεφαλαίου (π.χ. κλείσιμο λιγνιτικών σταθμών και σταθμών άνθρακα, αλλαγή των δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας). Με την επιβολή των μέτρων των κλιματικών νόμων άνοιξε η αγορά ηλεκτρικών αυτοκινήτων, «πράσινου» οικιακού εξοπλισμού, ενεργειακής αναβάθμισης κτιρίων κ.λπ. Δημιουργήθηκαν νέες ευκαιρίες για μεγάλες καπιταλιστικές επενδύσεις (π.χ. μεγάλα αιολικά πάρκα).
Τώρα, με την κλιμάκωση της σύγκρουσης ΝΑΤΟ - Ρωσίας στο έδαφος της Ουκρανίας, τα κέρδη για τα «πράσινα γεράκια» πολλαπλασιάζονται. Δεν αφορούν μόνο την αύξηση των κερδών των ενεργειακών ομίλων από την αύξηση των τιμών. Αφορούν επίσης τους πακτωλούς κρατικής και κοινοτικής χρηματοδότησης. Ηδη η ΕΕ αποφάσισε να διαθέσει ένα μεγάλο πακέτο, 300 δισ. ευρώ, για το νέο σχέδιο απεξάρτησης από τα ρωσικά καύσιμα, που αφορά επενδύσεις στις ΑΠΕ, στις υποδομές υδρογόνου κ.λπ.
Πάνω από 400 δισ. ευρώ υπολογίζεται το νέο «σχέδιο Μάρσαλ» για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας. Μεγάλη αύξηση σημειώνεται στα κέρδη των εφοπλιστών, ιδιαίτερα των Ελλήνων, που μεταφέρουν το αμερικανικό LNG στην Ευρώπη.
Ασφαλώς, από τις εξελίξεις δεν κερδίζουν όλοι οι μονοπωλιακοί όμιλοι. Οι ευρωπαϊκοί όμιλοι των ενεργοβόρων τομέων του μετάλλου και της χημικής βιομηχανίας βλέπουν να επιδεινώνεται η θέση τους.
Συνολικά η ευρωπαϊκή μεταποίηση (π.χ. αυτοκινητοβιομηχανία) χάνει τη μάχη της ανταγωνιστικότητας απέναντι σ' αυτή των ΗΠΑ, που διαθέτει πολύ φτηνότερη Ενέργεια. Η ύφεση χτυπά την πόρτα της Ευρωζώνης. Το ευρώ εξασθενεί συνεχώς ως προς την ισοτιμία του απέναντι στο δολάριο, καθιστώντας τις εισαγωγές, ιδιαίτερα της Ενέργειας, ακόμα πιο ακριβές.
Πάνω σ' αυτό το έδαφος οξύνονται οι αντιθέσεις μεταξύ των κρατών - μελών και αυξάνεται η δυσκολία να διαμορφωθεί ένας στέρεος συμβιβασμός. Η δυσκολία δεν αφορά μόνο τη διαχείριση της προσωρινής ήττας της ΕΕ στον ενεργειακό πόλεμο με τη Ρωσία, δηλαδή την αδυναμία της να αναπληρώσει με επαρκή και φτηνό τρόπο την απώλεια του ρωσικού φυσικού αερίου.
Αφορά τις μεγάλες διαφορές των κρατών - μελών στο ενεργειακό τους μείγμα, στον βαθμό εξάρτησης από το φυσικό αέριο, στο μέγεθος της ενεργοβόρας βιομηχανίας, στις δυνατότητες του κάθε κράτους να στηρίξει την ανταγωνιστικότητα των εγχώριων ομίλων του.
Η Γερμανία, για παράδειγμα, έχει μεγαλύτερη εξάρτηση από τις εισαγωγές φυσικού αερίου σε σχέση με τη Γαλλία, που διαθέτει αρκετές μονάδες πυρηνικής ενέργειας. Από την άλλη, η Γερμανία μπορεί να δανειστεί φτηνότερα και να στηρίξει πιο αποτελεσματικά τους ενεργοβόρους βιομηχανικούς ομίλους της, με ένα μεγάλο πακέτο 500 δισ. ευρώ. Μπορεί επίσης να συνάψει διμερή μακρόχρονα συμβόλαια προμήθειας φυσικού αερίου με καλύτερους όρους σε σχέση με άλλα κράτη. Ιεραρχεί λοιπόν ως πρώτη προτεραιότητα τη διασφάλιση της επάρκειας των εισαγωγών φυσικού αερίου σε σχέση με τη μείωση των τιμών, σε αντίθεση με τη Γαλλία και την Ιταλία.
Η Γαλλία με τη σειρά της κατηγορεί τις ΗΠΑ για τις πανάκριβες τιμές πώλησης του αμερικανικού LNG στην Ευρώπη. Συνολικά, τα αντικειμενικά συμφέροντα της Ευρωζώνης στο ζήτημα των εμπορικών συναλλαγών με την Κίνα και τη Ρωσία αποκλίνουν σε σχέση με αυτά των ΗΠΑ.
Οι αντιθέσεις στο εσωτερικό της ΕΕ έχουν αντικειμενική βάση και θα οξυνθούν το επόμενο διάστημα, καθώς βαθαίνει η ανισομετρία στην ανάπτυξη, τόσο μεταξύ των κρατών - μελών της ΕΕ όσο και μεταξύ ΕΕ - ΗΠΑ.
Δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει κανείς ποιος είναι ο μεγάλος χαμένος από την υλοποίηση της στρατηγικής του κεφαλαίου και της ΕΕ. Ο λαός πληρώνει με πολλαπλές θυσίες για να διασφαλιστούν τα κέρδη των «πράσινων» ομίλων και για τις κυρώσεις της ΕΕ στον ενεργειακό πόλεμο με τη Ρωσία.
Πληρώνει για το πανάκριβο «πράσινο» ρεύμα και την εισαγωγή του πανάκριβου αμερικανικού LNG. Πληρώνει τις αυξημένες τιμές στα τρόφιμα και στα βασικά είδη κατανάλωσης. Πληρώνει με τη βαριά και ασήκωτη έμμεση φορολογία και τις περικοπές κοινωνικών δαπανών. Θα πληρώσει για την αποπληρωμή των νέων δανείων των κρατών - μελών, για να υλοποιηθεί το ενεργειακό πακέτο της ΕΕ, για την «πράσινη μετάβαση».
Τα κέρδη των «πράσινων επενδυτών» διασφαλίζονται με την επέκταση των «μαύρων» - ελαστικών εργασιακών σχέσεων, με τη μείωση των πραγματικών μισθών από την εκτίναξη του πληθωρισμού, με το ξεζούμισμα των εργαζομένων, με την εντατικοποίηση και τη «διευθέτηση» του χρόνου εργασίας και με την αλυσίδα των αντεργατικών ρυθμίσεων που κορυφώθηκαν με τον νόμο Χατζηδάκη.
Μέσα στη ζούγκλα της «απελευθερωμένης» αγοράς της ΕΕ, όπου βασιλεύουν το καπιταλιστικό κέρδος και ο ανταγωνισμός των ομίλων, δεν μπορούν επίσης να αξιοποιηθούν οι ενεργειακές πηγές κάθε χώρας προς όφελος της λαϊκής ευημερίας.
Το παράδειγμα της Βρετανίας είναι χαρακτηριστικό: Ενώ η Βρετανία διαθέτει ενεργειακή επάρκεια και δεν εξαρτάται πολύ από τις εισαγωγές, το ακριβό ρεύμα γονατίζει τα λαϊκά νοικοκυριά.
Η εφαρμογή αυτής της εγκληματικής για τον λαό πολιτικής, της «απελευθέρωσης» της Ενέργειας και της «πράσινης μετάβασης», στην Ελλάδα, που φέρνει σήμερα σε απόγνωση τη λαϊκή οικογένεια, έγινε με τη συνενοχή όλων των κυβερνήσεων, με την ενεργό στήριξη της ΝΔ, του ΣΥΡΙΖΑ, του ΠΑΣΟΚ και του Βαρουφάκη (ΜέΡΑ25).
Για την προώθηση αυτών των αντιλαϊκών κατευθύνσεων ο ΣΥΡΙΖΑ διαμόρφωσε ως κυβέρνηση το 2018 το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), το οποίο με δευτερεύουσες αλλαγές υλοποιεί η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ.
Με τις επιβαρύνεις του κοινοτικού εμπορίου ρύπων, ο εγχώριος λιγνίτης μετατράπηκε τεχνητά σε ακριβό καύσιμο και άνοιξε ο δρόμος για την ανάδειξη του εισαγόμενου φυσικού αερίου σε αναγκαίο στρατηγικό καύσιμο για την ηλεκτροπαραγωγή.
Σήμερα ο Τσίπρας καταγγέλλει με θράσος την πολιτική της «βίαιης» απολιγνιτοποίησης.
Η αλήθεια είναι ότι την τετραετία διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ η παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος από εγχώριο λιγνίτη μειώθηκε κατά 50%, έκλεισαν οι λιγνιτικές μονάδες του ΑΗΣ Καρδιάς και δεν προχώρησε η κατασκευή νέων μονάδων. Η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ ολοκλήρωσε το έγκλημα της απολιγνιτοποίησης, κρατώντας προσωρινά κάποιες μονάδες στη ζωή, μπροστά στον φόβο της ενεργειακής ανεπάρκειας την επόμενη διετία.
Την περίοδο της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ επιταχύνθηκε και η προώθηση της «απελευθέρωσης» της αγοράς Ενέργειας. Ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία με νόμο η λειτουργία του Χρηματιστηρίου Ενέργειας, μιας βασικής μορφής της «απελευθέρωσης», που αποτελεί από τη φύση του το βασίλειο της κερδοσκοπίας. Συνεχίστηκε η προκλητική στήριξη των «πράσινων επενδυτών» με το «σύστημα των εγγυημένων τιμών» για τους ομίλους από το κράτος, που διαμόρφωσε στην πράξη το καρτέλ των παραγωγών ΑΠΕ.
ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ είναι επίσης συνένοχοι για τη βαριά έμμεση φορολογία στα καύσιμα και για τα «πράσινα ειδικά τέλη» στο ηλεκτρικό ρεύμα. Ετσι, φτάσαμε το 50% της τιμής που πληρώνουμε για τα καύσιμα να είναι κρατικοί φόροι, που καταλήγουν και πάλι στην ενίσχυση των μονοπωλιακών ομίλων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, που μιλούν για τις υψηλότερες τιμές που εμφανίζονται συχνά στην Ελλάδα, αποκρύπτουν τη συνενοχή τους για τις αποκλίσεις που υπάρχουν στην Ελλάδα, σε σχέση με τον κοινοτικό μέσο όρο, στο ύψος των έμμεσων φόρων και στον βαθμό αξιοποίησης του εισαγόμενου φυσικού αερίου για ηλεκτροπαραγωγή.
Καθώς η λαϊκή δυσαρέσκεια για την ακρίβεια φουντώνει, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ επιχειρούν να περιορίσουν το ζήτημα στην ανεπάρκεια και στην αναλγησία της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Ο ΣΥΡΙΖΑ καταγγέλλει την ολιγοπωλιακή δομή της αγοράς και υπόσχεται να ελέγξει την αισχροκέρδεια των ομίλων.
Εστιάζει στην απόφαση της ΝΔ για μείωση της συμμετοχής του κράτους στο μετοχικό κεφάλαιο της ΔΕΗ. Γι' αυτό, σύμφωνα με τον ΣΥΡΙΖΑ, η ΔΕΗ έπαψε πλέον να λειτουργεί ως «πραγματική εταιρεία κοινής ωφέλειας» και λειτουργεί πλέον με επιχειρηματική κερδοσκοπική λογική. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπόσχεται ότι θα επαναφέρει το ποσοστό του κράτους στο 51% και υπενθυμίζει τις σχετικές κρατικοποιήσεις που έγιναν πρόσφατα σε ενεργειακούς ομίλους στη Γαλλία και στη Γερμανία.
Ασφαλώς οι κρατικές επιδοτήσεις από τη σημερινή κυβέρνηση δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Στην ουσία επιδοτούν τη διατήρηση των υψηλών τιμών, την ακρίβεια και τα κέρδη των ομίλων. Η όποια μικρή προσωρινή φορολόγηση των «υπερκερδών των ενεργειακών ομίλων» μεταφράζεται σε νέες κρατικές επιδοτήσεις, που καταλήγουν πάλι στους ομίλους.
Ομως οι υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα κι αν τις υλοποιήσει, δεν προσφέρουν καμία φιλολαϊκή διέξοδο. Μέσα στη ζούγκλα της «απελευθερωμένης» αγοράς, κάθε όμιλος είναι υποχρεωμένος να λειτουργήσει με γνώμονα το κέρδος των μετόχων του και να ανταγωνιστεί τους άλλους ομίλους. Αυτό δεν αλλάζει, είτε αυξηθεί είτε μειωθεί το ποσοστό συμμετοχής του κράτους.
Γι' αυτό η ΔΕΗ προχωρούσε σε αυξήσεις και όταν το κράτος κατείχε το 51%, και συνεχίζει και τώρα, που ελέγχει ακόμα το μάνατζμεντ της ΔΕΗ. Ακόμα και στην εποχή πριν την «απελευθέρωση», που υπήρχε αποκλειστικά κρατικός τομέας ηλεκτρικής ενέργειας, υπήρχε μεγάλη διαφορά στην επιβάρυνση των τιμολογίων οικιακής κατανάλωσης σε σχέση με βιομηχανικούς ενεργοβόρους ομίλους, όπως η ΠΕΣΙΝΕ.
Οι όποιες επανακρατικοποιήσεις γίνονται τώρα στην Ευρώπη δεν συνιστούν φιλολαϊκή πολιτική, αλλά μεταφορά των ζημιών πολλών δισ. των μετόχων στις πλάτες των φορολογούμενων - εργαζομένων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επισημαίνει ότι δεν έγιναν αυξήσεις τιμολογίων της ΔΕΗ επί των ημερών της δικής του κυβέρνησης. Τι έγινε όμως;
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μείωσε κατά 17% την κρατική συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο της ΔΕΗ και προώθησε το 3ο μνημόνιο, που προβλέπει τη μείωση του μεριδίου της ΔΕΗ στο 50% του συνόλου της αγοράς, για να προχωρήσει η «απελευθέρωση». Εφάρμοσε το σύστημα ΝΟΜΕ, με το οποίο η ΔΕΗ υποχρεώθηκε να πουλά το παραγόμενο ρεύμα κάτω του κόστους στους ανταγωνιστές. Ετσι εμφανίστηκε η ζημιογόνος πορεία την οποία επικαλέστηκε η κυβέρνηση της ΝΔ για να προχωρήσει στις αυξήσεις στην τιμή του ρεύματος τον Σεπτέμβρη του 2019.
Το παράδειγμα της ΔΕΗ διδάσκει ότι το κράτος του κεφαλαίου δεν μπορεί να αποτελέσει φιλολαϊκό αντίβαρο στα συμφέροντα των ιδιωτικών ομίλων. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε την κατάληξη που είχαν προεκλογικές διακηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ για τη διασφάλιση του δημόσιου ελέγχου στα ναυπηγεία, στα περιφερειακά αεροδρόμια κ.λπ.
Ας σκεφτούμε πόσο καλύτερη, πόσο ριζικά διαφορετική θα ήταν η κατάσταση για τον λαό, αν το ηλεκτρικό ρεύμα και τα καύσιμα δεν ήταν εμπορεύματα. Αν η τιμή τους και η αξιοποίηση των εγχώριων πηγών Ενέργειας δεν καθορίζονταν με γνώμονα το κέρδος και τον ανταγωνισμό των ομίλων, ούτε με βάση τις δεσμεύσεις της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.
Αυτή η διέξοδος υπάρχει. Είναι ο σοσιαλισμός. Είναι η κοινωνική ιδιοκτησία που μπορεί να διασφαλίσει την ευημερία του λαού. Είναι η εργατική εξουσία που μπορεί να σχεδιάσει κεντρικά, επιστημονικά την παραγωγή, με κριτήριο το σύνολο των αναγκών της κοινωνίας. Είναι ο ενεργός, καθημερινός ρόλος των εργαζομένων στη λήψη, στην εφαρμογή και στον έλεγχο των αποφάσεων. Είναι ο ενεργειακός σχεδιασμός του σοσιαλισμού που μπορεί να αξιοποιήσει το σύνολο των εγχώριων ενεργειακών πηγών, για να εξαλειφθούν η ενεργειακή φτώχεια και η ανεργία, να μειωθεί η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας από τις εισαγωγές, να προστατευτούν η ασφάλεια των εργαζομένων, το περιβάλλον και η υγεία των κατοίκων.
Ο σοσιαλισμός μπορεί να διασφαλίσει την ενιαία διεύθυνση της παραγωγής, της μεταφοράς και της διανομής της Ενέργειας, την ενιαία πανεθνική κατανομή μέσων παραγωγής και επιστημονικού - τεχνικού δυναμικού, με γνώμονα τη λαϊκή ευημερία. Ας κάνουμε μια σύγκριση με τη σημερινή κατάσταση, όπου κυριαρχούν τα ανταγωνιστικά συμφέροντα των διαφόρων ομίλων που παράγουν, μεταφέρουν και εμπορεύονται το ηλεκτρικό ρεύμα και τα καύσιμα, με γνώμονα το κέρδος τους.
Ας δούμε πιο συγκεκριμένα και χειροπιαστά τι μπορεί να διασφαλίσει ο σοσιαλισμός σήμερα στην Ελλάδα:
1) Θα αξιοποιηθούν οι νέες τεχνολογίες, αφού θα απαλλαγούμε από τις δεσμεύσεις του εμπορίου ρύπων και γενικότερα της «πράσινης μετάβασης» της ΕΕ, τα εγχώρια αποθέματα λιγνίτη θα μπορούν να αξιοποιηθούν ξανά για την ηλεκτροπαραγωγή, με σύγχρονες μονάδες υψηλής απόδοσης. Θα αξιοποιούν τις νέες τεχνολογίες δέσμευσης και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα. Θα μπορούν επίσης να αξιοποιηθούν για την παραγωγή υδρογόνου, με μικρότερο κόστος από το αντίστοιχο της παραγωγής του από ΑΠΕ.
2) Θα προχωρήσει η κατασκευή νέων μεγάλων υδροηλεκτρικών έργων και θα αυξηθεί η σχετική ηλεκτροπαραγωγή, συμβάλλοντας και στις ανάγκες άρδευσης στον τομέα της αγροτικής παραγωγής.
Δεν θα εξαρτάται πλέον ο βαθμός συμμετοχής των υδροηλεκτρικών έργων από τον ανταγωνισμό των ομίλων και τα κερδοσκοπικά παιχνίδια του Χρηματιστηρίου Ενέργειας.
3) Απαλλαγμένη από τα δεσμά του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, η εργατική εξουσία θα συνάψει αμοιβαία επωφελείς διεθνείς συμφωνίες για την έρευνα και αξιοποίηση των εγχώριων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, με προτεραιότητα στα εντοπισμένα κοιτάσματα του Ιονίου, του Βόρειου Αιγαίου και νότια της Κρήτης.
4) Θα δοθεί έμφαση στην εξοικονόμηση Ενέργειας και στην αναβάθμιση της εγχώριας παραγωγής υποδομών για την αξιοποίηση των ΑΠΕ, από την κατασκευή ηλιοθερμικών σταθμών μέχρι τον οικιακό εξοπλισμό, με προτεραιότητα τους μεγάλους ηλιακούς θερμοσίφωνες. Σε αυτό το πλαίσιο θα μειωθεί δραστικά η αξιοποίηση του φυσικού αερίου για ηλεκτροπαραγωγή.
5) Θα στηριχτεί και θα δοθεί ώθηση στην παραγωγή σημαντικών ενεργοβόρων κλάδων της μεταποιητικής βιομηχανίας.
6) Με γνώμονα το σύνολο των λαϊκών αναγκών, θα προσδιοριστούν το μέγεθος, η ορθή κατανομή και η χωροθέτηση των αιολικών πάρκων, για να αποφευχθεί ο κορεσμός συγκεκριμένων περιοχών, με τις γνωστές αρνητικές συνέπειες στα δάση και στον υδροφόρο ορίζοντα. Αντίστοιχα θα προσδιορίζεται ο βαθμός αξιοποίησης της ηλιακής ενέργειας και της εγχώριας γεωθερμίας, που έχει υψηλό συντελεστή απόδοσης.
Πάνω απ' όλα, ο σοσιαλισμός θα κατοχυρώσει ότι όχι μόνο τα καύσιμα, αλλά και το ηλεκτρικό ρεύμα, το νερό, τα τρόφιμα, η Υγεία και η ίδια η εργατική δύναμη δεν θα αποτελούν πλέον εμπορεύματα.
Οσοι αμφιβάλλουν ότι αυτά μπορούν να υλοποιηθούν, ας ρίξουν μια ματιά στην Ιστορία της Σοβιετικής Ενωσης για να δουν πώς ο σοσιαλισμός, σε εξαιρετικά δύσκολες καιρικές συνθήκες, εξάλειψε πριν από πολλές δεκαετίες το φαινόμενο της ενεργειακής φτώχειας και της ανεργίας.
Ακόμα κι αν είναι έτσι, μας απαντούν οι εκπρόσωποι της σοσιαλδημοκρατίας, υπάρχουν σήμερα ορισμένες βασικές κοινές προτάσεις που, αν τις εφαρμόσει μια προοδευτική κυβέρνηση, η κατάσταση θα βελτιωθεί ριζικά για τον λαό στο έδαφος του καπιταλισμού. Πρόσφατα άρθρα και σχόλια αναφέρουν μάλιστα πόσο «εξωφρενικά παρόμοιες» είναι τάχα οι προτάσεις του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ για την αξιοποίηση των εγχώριων ενεργειακών πηγών, για τη μείωση των έμμεσων φόρων στα καύσιμα κ.λπ., και πόσο ακατανόητη είναι η άρνηση του ΚΚΕ για τη συμπόρευση των «προοδευτικών δυνάμεων», για να υπάρξει άμεσα μια φιλολαϊκή λύση.
Πρόκειται για μία ακόμα προσπάθεια πολιτικής εξαπάτησης του λαού, η οποία έχει στόχο να συσκοτίσει τη ριζική διαφορά του δρόμου της σύγκρουσης με τις κατευθύνσεις της άρχουσας τάξης και τις δεσμεύσεις της ΕΕ, στον οποίο πρωταγωνιστούν οι δυνάμεις του ΚΚΕ, με τον δρόμο της ενσωμάτωσης και της υποταγής του λαού.
Η αναζήτηση φιλολαϊκών κυβερνητικών λύσεων μέσα στα όρια που επιτρέπουν η ΕΕ και οι «αντοχές της οικονομίας», δηλαδή η κερδοφορία του κεφαλαίου, είναι αδιέξοδη και οδηγεί σε αφοπλισμό το εργατικό - λαϊκό κίνημα.
Αυτή είναι η ουσιαστική διαφορά, για παράδειγμα, ανάμεσα στην πρόταση πάλης του ΚΚΕ για κατάργηση των έμμεσων φόρων στα καύσιμα και στα είδη βασικής ανάγκης, και στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για μείωση των έμμεσων φόρων στα κατώτερα όρια που επιτρέπει η ΕΕ, ώστε να συνεχίσουν να διασφαλίζονται τα «ματωμένα πλεονάσματα».
Αυτή είναι η ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στην πρόταση πάλης του ΚΚΕ, για αξιοποίηση του εγχώριου λιγνίτη χωρίς επιβαρύνσεις του εμπορίου ρύπων της ΕΕ και του Χρηματιστηρίου Ενέργειας, και στη σοσιαλδημοκρατική πρόταση για πιο αργό ρυθμό απολιγνιτοποίησης.
Το ΚΚΕ απαιτεί την αποχώρηση από τις κυρώσεις της ΕΕ κατά της Ρωσίας, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ στηρίζουν τις κυρώσεις, που στην ουσία επιβαρύνουν τον λαό μας.
Η ζωή απέδειξε ότι η μάταιη αναζήτηση του δήθεν μικρότερου κακού μάς οδήγησε απ' το κακό στο χειρότερο. Απέδειξε πόσο βαρύ τίμημα πληρώνει πάντοτε ο λαός όταν εναποθέτει τις ελπίδες του στο στημένο παιχνίδι της κυβερνητικής εναλλαγής ανάμεσα σε όλους αυτούς που είναι συνένοχοι για τη σημερινή κατάσταση, αλλά και για τα δύσκολα που είναι μπροστά μας.
Οι δυνάμεις του ΚΚΕ μπαίνουμε μπροστά για να ξεδιπλωθεί μια μεγάλη αγωνιστική πρωτοβουλία προκειμένου να μην πληρώσει ξανά ο λαός τους ανταγωνισμούς των ομίλων και τα αδιέξοδα του συστήματος της εκμετάλλευσης.
Τα δίνουμε όλα για την επιτυχία της πανελλαδικής απεργίας στις 9 Νοέμβρη και την κλιμάκωση του αγώνα.
Μπαίνουμε μπροστά για να φωτίσουμε τη μεγάλη δύναμη που έχει ο λαός όταν αποφασίσει να πάρει την τύχη στα χέρια του. Μπαίνουμε καθημερινά μπροστά για να ανοίξει ο δρόμος της ανατροπής, για τη μόνη ελπιδοφόρα διέξοδο, να πάρει ο λαός στα χέρια του το τιμόνι της εξουσίας και τα κλειδιά της οικονομίας.
Καλούμε τους εργαζόμενους να βγάλουν συμπεράσματα από την ίδια τους την πείρα και να ενισχύσουν παντού το ΚΚΕ, τη δύναμη που πρωταγωνιστεί στην πάλη για τα προβλήματα του λαού, τη δύναμη που σημαδεύει και αγωνίζεται ενάντια στον πραγματικό τους αντίπαλο, την εξουσία του κεφαλαίου.
μέλους του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου