Του Γιώργου Καραγιάννη
Με τις επικρατούσες, εκείνη την εποχή, αντιλήψεις, η εκκλησιαστική ηγεσία, φυσικό ήταν, να ταχθεί ανεπιφύλακτα στο πλευρό του δικτάτορα στρατηγού Πάγκαλου, στις οπερετικές εκστρατείες του για τη σωτηρία της ηθικής των Ελλήνων και κυρίως των Ελληνίδων.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η απόφασή του να επιβάλει την κοσμιότητα στις Αθηναίες, κυνηγώντας τις κοντές φούστες.
Σύμφωνα με μαρτυρία του αστυνομικού διευθυντή Αθηνών, Ι. Καλοβίτη, στο κυνηγητό της φούστας έπαιξε ρόλο η γυναίκα του δικτάτορα, Αριάδνη Σκλιά-Σαχτούρη, η οποία τον ρώτησε, μια μέρα που βρισκόταν στο γραφείο του, γιατί επιτρέπει στις γυναίκες να κυκλοφορούν με φούστες μέχρι το γόνατο.
Ο Πάγκαλος συμφώνησε και αμέσως έδωσε εντολή στους αστυνομικούς να βγουν με τις μεζούρες στους δρόμους και όσες γυναίκες βρουν να φοράνε φούστες που απέχουν από το έδαφος περισσότερους από 30 πόντους να τις συλλαμβάνουν και να τις οδηγούν αρχικά στα Αστυνομικά Τμήματα και από εκεί στο εδώλιο του Πταισματοδικείου, όπου συγκεντρώνονται εκατοντάδες αργόσχολοι τύποι της πρωτεύουσας για να κάνουν καζούρα.
Εκείνες τις μέρες ο μεγάλος μας κωμικός Βασίλης Λογοθετίδης έγραψε ιστορία στο θεατρικό σανίδι με το σατιρικό τραγουδάκι που κατέληγε με το ρεφρέν:
« Μ’ αρέσουνε του Πάγκαλου τα γούστα που μας μάκρυνε τη φούστα…».
Η εκκλησιαστική ηγεσία σπεύδει αμέσως να σταθεί στο πλευρό του ανεκδιήγητου δικτάτορα. Με κύριο άρθρο στην «Εκκλησία» με τίτλο «Αντίδρασις- Ήτο καιρός» επικροτεί τα κυβερνητικά μέτρα κατά της «ηθικής εκλύσεως» και «προϊούσης ανηθικότητος». (« Εκκλησία», 5.2.1926).
Όμως για τους μητροπολίτες δεν φτάνουν αυτά τα μέτρα.
Και γι αυτό, η «Εκκλησία» ζητά κι άλλα.
Ασφυκτικό έλεγχο στις θεατρικές παραστάσεις και στις ταινίες που προβάλλονται στους κινηματογράφους, «ίνα μη δια των ανηθίκων έργων των παριστανομένων εν τοις ως είρηται θεάτροις διδάσκεται η ανηθικότης εις τας νεαζούσας της κοινωνίας τάξεις». (« Εκκλησία» 24.3.1926).
Η Εκκλησία έχει την ισχύ να ακυρώσει ακόμη και κάποιες θετικές προτάσεις υπουργών του Πάγκαλου .
Ο υπουργός Δικαιοσύνης Ιωσήφ Κούνδουρος εξέφρασε την άποψη ότι πρέπει να καθιερωθεί ο πολιτικός γάμος. Αμέσως αντέδρασε ο αρχιεπίσκοπος.
Με δηλώσεις του στις εφημερίδες «Εσπερινή» και «Καθημερινή» δήλωσε την κατηγορηματική αντίθεση της Εκκλησίας.
Στη συζήτηση παρενέβη ο Πάγκαλος βάζοντας τα πράγματα στη θέση τους. Δήλωσε πως ο υπουργός του εξέφρασε προσωπική γνώμη και πρόσθεσε πως η κυβέρνηση δεν είναι διατεθειμένη να υιοθετήσει τη θέση αυτή, «ως αντιβαίνουσαν εις το πρόγραμμα αυτής» («Εκκλησία» 19.3, και 24.3.1926).
Η αντίδραση της Εκκλησίας στον πολιτικό γάμο εκφράστηκε και το 1938 επί δικτατορίας Μεταξά. Στο σχέδιο του Αστικού Κώδικα προβλεπόταν η καθιέρωση του πολιτικού γάμου.
Η Εκκλησία αντέδρασε έντονα και τελικά, με παρέμβαση του Μεταξά, η διάταξη αυτή παραλείφθηκε και ο αρχιεπίσκοπος, Χρύσανθος, έσπευσε να εγκωμιάσει τον δικτάτορα « ως γνήσιον τέκνον της Ορθοδόξου Εκκλησίας» (Θεόκλητου Στράγκα, οπ.π., τ. Γ, σ.2076).
Η Εκκλησία είχε ταχθεί και κατά του διαζυγίου, όταν λίγους μήνες πριν από τη δικτατορία του Πάγκαλου, ψηφίσθηκε ο σχετικός νόμος:
«Ολεθριώτατος αποδεικνύεται ο τελευταίος προ τετραετίας ψηφισθείς νόμος περί διαζυγίου.
Κατά την εβδομάδα ταύτην υπήρχον προς εκδίκασιν εν τω Πρωτοδικείω Αθηνών περί τας 100 αιτήσεις διαζυγίων. Ο νόμος διευκολύνει την διάζευξιν και σαλεύει τα θεμέλια της Ελληνικής οικογενείας.
Η Εκκλησία διεμαρτυρήθη κατά την ψήφισιν του νόμου εκείνου, αλλά δυστυχώς, δεν εισηκούσθη» («Εκκλησία», 17.1.1925).
Kλείνοντας το κεφάλαιο «Παγκαλική δικτατορία ήθη και Εκκλησία», αξίζει να σημειώσουμε ότι λίγο πριν από την πτώση του Πάγκαλου τον Αύγουστο του 1926 η «Εκκλησία» χαιρέτισε την ίδρυση από το δικτατορικό καθεστώς της «Εθνικής Ενώσεως Κοινωνικής Αναπλάσεως»:
« Συναγερμός λοιπόν πάντων των σπουδαιοτέρων κοινωνικών παραγόντων, τελείται, συνεταιριζομένων περί μίαν και την αυτήν υψηλήν ιδέαν, προς πραγμάτωσιν του αυτού μεγάλου και ευγενεστάτου σκοπού: της ηθικής αναπλάσεως της ελληνικής κοινωνίας, και, μερικώτερον της ελληνικής νεολαίας…». («Εκκλησία», 28.5.1926, τ.22).
Σύμφωνα με το διάταγμα της δικτατορίας, η Εθνική Ένωσις Κοινωνικής Αναπλάσεως ήταν ΝΠΔΔ, υπό την εποπτεία του Κράτους, η δράση της περνούσε κυρίως μέσα από την νεοϊδρυμένη Υπηρεσία Γενικής Ασφαλείας και σ’ αυτήν συμμετείχαν διάφοροι φορείς (Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός, Ερυθρός Σταυρός, Λύκειο των Ελληνίδων, Σώμα Ελλήνων Προσκόπων, η Ένωση Συντακτών κ.α) και η… Ιερά Σύνοδος!
Και ο αθλητισμός τους ενοχλούσε
Εκείνα τα πρώτα χρόνια, μετά τη μικρασιατική καταστροφή και την κατάρρευση των εθνικών μύθων, ο απλός λαός έβρισκε στα πρόσωπα των μεγάλων αθλητών (και τις επιτυχίες τους) τους νέους πρωταγωνιστές στη ζωή του.
Ο παλαιστής Τζιμ Λόντος με τη διεθνή καριέρα γεμίζει το καλλιμάρμαρο στάδιο της Αθήνας, όχι μόνο στους αγώνες που δίνει, αλλά και στις προπονήσεις.
Χιλιάδες Αθηναίοι παρακολουθούν τον Στέλιο Κυριακίδη να καταρρίπτει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο στους δρόμους μεγάλων αποστάσεων. Και οι πρόσφυγες των συνοικιών γύρω από τον Πειραιά κατακλύζουν το ποδηλατοδρόμιο (το σημερινό Καραϊσκάκη) για να δουν τον Ολυμπιακό.
Κι όμως και αυτά δεν αρέσουν στην Ιεραρχία.
Ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος διαμαρτύρεται, γιατί οι εκπαιδευτικοί στρέφουν τους νέους στον αθλητισμό, με αποτέλεσμα τα στάδια «να υπερπληρούνται ενώ οι ναοί του Θεού ερημούνται» και «ούτω παρασκευάζεται νεολαία ψυχρά και τελείως αδιάφορος προς την Θρησκείαν και την Εκκλησίαν» («Εκκλησία» 6.1.1930).
Το 1937 επί μεταξικού καθεστώτος, η Ιερά Σύνοδος επανέρχεται και καλεί το υπουργείο Παιδείας «ίνα ενεργήση τα δέοντα όπως οι μαθηταί της μέσης και κατωτάτης εκπαιδεύσεως μη απασχολούνται εις τα γυμναστήρια και αλλαχού κατά τας ώρας της εν ταις Ι. Ναοίς τελέσεως των ιερών ακολουθιών, αλλά τουναντίον συνιστάται αυτοίς η τακτική κατά τας ώρας ταύτας εις ιεροίς ναοίς φοίτησις» («Εκκλησία» 27/3/1937).
Ο «εχθρός» Τύπος
Τα «άσεμνα δημοσιεύματα» επικαλείται η Εκκλησία για να ζητήσει και τον περιορισμό της ελευθερίας του Τύπου.
Στις 3 Απριλίου 1931 η κυβέρνηση Βενιζέλου, για να αντιμετωπίσει τις καταγγελίες της αντιπολίτευσης, για σκάνδαλα υπουργών οικονομικής και ηθικής φύσης, φέρνει στη Βουλή ένα Δρακόντειο νόμο περί Τύπου.
Εισηγητής του είναι ο υπουργός Δικαιοσύνης Ν. Αβραάμ, ο πολιτικός που όπως ο «Ριζοσπάστης» καταγγέλλει στις 11 Αυγούστου της ίδια χρονιάς, σε ρεπορτάζ που υπογράφει ο Θανάσης Κλάρας, o μετέπειτα καπετάνιος του ΕΛΑΣ, «αποκαλύφθηκε συλληφθείς επ’ αυτοφώρω με το βουλευτή Αίγινας Χατζή και με δυο ναύτες στην Αγία Παρασκευή, πως είναι κύναιδος».
Στη συζήτηση που γίνεται στη Βουλή, ο Αβραάμ επικαλείται και την ασφυκτική πίεση της Εκκλησίας για την λήψη μέτρων: «Η Εκκλησία μας κρούει από μακρού, εις μάτην, τον κώδωνα του κινδύνου, ζητούσα από μέρους της Πολιτείας την εφαρμογήν των σχετικών κατασταλτικών μέτρων.
Και είναι μεν προφανές ότι το φαινόμενον της τοιαύτης εκτροπής, αποτελεί και μίαν εκδήλωσιν ηθικής και πνευματικής αδυναμίας του αναγνωστικού κοινού, η οποία προβάλλεται πολλάκις ως επιχείρημα καλύπτον δήθεν την ευθύνην αυτών, υπό των συστηματικωτέρων ασκούντων το είδος αυτό της απρεπούς αναγνωσματογραφίας» («Η Ιστορία της Ελλάδος — Αι αγορεύσεις του Ελληνικού Κοινοβουλίου 1909-1956, εκδόσεις «Εθνικού Κήρυκος», Αθήνα 1960).
«Αν ψηφισθή ο νόμος αυτός ολόκληρος η Κεφαλληνία θα συρθή εις τα δικαστήρια».
Οι πιέσεις της Εκκλησίας στο ζήτημα αυτό, αλλά και για άλλα ζητήματα όπως η αντιμετώπιση του « εγκλήματος» της βλασφημίας είναι συνεχείς. Στις 16 Νοεμβρίου 1933 συζητείται και πάλι στη Βουλή η περαιτέρω αυστηροποίηση του νόμου περί Τύπου.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης Σ. Ταλιαδούρος επικαλείται και πάλι τις πιέσεις από την Εκκλησία: «Δι ετέρας διατάξεως του παρόντος νομοσχεδίου ηθέλησα να προλάβω, και επεστήθη προς τούτο, ιδιαιτέρως, η προσοχή εκ μέρους της Εκκλησίας, την εξάπλωσιν της βλασφημίας η οποία αποτελεί πράγματι στίγμα δια τον πολιτισμόν.
Κατήντησε να υβρίζωμεν όλοι τα θεία. Και ενθυμούμαι ότι όταν εψηφίζετο ο νόμος (σ.σ. επί κυβέρνησης Βενιζέλου ), ο κολάζων τους βλασφήμους, είς βουλευτής τότε της Κεφαλληνίας είπεν ότι δεν είναι δυνατόν να ψηφισθή ο νόμος αυτός διότι εν τοιαύτη περιπτώσει ολόκληρος η Κεφαλληνία θα συρθή εις τα δικαστήρια». (« Η Ιστορία της Ελλάδος – Αι αγορεύσεις του Ελληνικού Κοινοβουλίου 1909-1936», εκδόσεις «Εθνικού Κήρυκος», Αθήνα 1960).
Τελικά, λύση στο πρόβλημα της «ασυδοσίας του Τύπου» έδωσε μια και καλή η δικτατορία του Μεταξά, δεχόμενη τα συγχαρητήρια της ηγεσίας της Εκκλησίας για τον περιορισμό της «κακώς νοουμένης ελευθερίας του τύπου υπό την προστασίαν της οποίας το ελληνικόν κοινόν ιδίως δε η ελληνική νεολαία διεφθείρετο δια των ανηθίκων αναγνωσμάτων και της ληστογραφίας…» («Εκκλησία», 3.10.1936).
Τα «ανήθικα αναγνώσματα» και η «ληστογραφία»
Στόχος στην πολεμική κατά των «ασέμνων θεαμάτων», «απρεπών ακροαμάτων», ασέμνων εικόνων, περιγραφών και δημοσιευμάτων καθώς και και «ανηθίκων αναγνωσμάτων» είναι και τα διάφορα περιοδικά που κυκλοφορούσαν την εποχή του Μεσοπολέμου. Από τα λογοτεχνικά μέχρι και τα δημοφιλή εκείνη την εποχή αναγνώσματα για τους ληστές που δρούσαν κυρίως στην Θεσσαλία και την Ήπειρο.
Το καλοκαίρι του 1923 η Ιερά Σύνοδος έστειλε στην εισαγγελία αντίτυπα των περιοδικών «Σφαίρα» και «Πειρασμός» ζητώντας την παρέμβασή της. Ο «Πειρασμός» ήταν εβδομαδιαία εικονογραφημένη επιθεώρηση ενώ στη «Σφαίρα» δημοσιεύονταν ποιήματα νέων ποιητών όπως του Νικηφόρου Βρεττάκου, του Τεύκρου Ανθία και του Γιώργου Βαφόπουλου («Εκκλησία» 16.6.1923).
Τον Μάρτιο του 1925 η αρχιεπισκοπή Αθηνών εφιστά την προσοχή των ιεροκηρύκων στην αντιμετώπιση των «ανατρεπτικών ιδεών αίτινες επ’ εσχάτων τοσούτον ολεθρίως δια τα τε κοινωνικά και εθνικά συμφέροντα τήδε κακείσε της Ελλάδος εξεδηλώθησαν…». Και δίπλα στις υλιστικές ιδέες μπαίνουν βεβαίως και τα γνωστά περί «ασέμνων θεαμάτων», «απρεπών ακροαμάτων» κ.λπ. («Εκκλησία» 14.3.1925).
Τον ίδιο μήνα η «Εκκλησία» επανέρχεται στο θέμα και με άρθρο του αρχιεπισκόπου, στην πρώτη της σελίδα, ζητά να απαγορευθούν «απολύτως δημοσιεύματα διαφθείροντα την νεότητα, υβρίζοντα την Ελληνικήν τιμήν και ασχημίζοντα την ζωήν της Ελληνικής κοινωνίας…». Σ’ αυτά περιελάμβανε δίπλα στα «άσεμνα» και τα επιβλαβή πολιτικά («Εκκλησία», 28.3.1925, τ.13).
Ληστές χορηγοί εκκλησιών
Ιδιαίτερα επιβλαβή για τη νεολαία θεωρεί η Εκκλησία τα λαϊκά αναγνώσματα που έκαναν θραύση τότε για τους ληστές της εποχής (η ληστοκρατία συμπλήρωνε την πρώτη εκατονταετία από την εμφάνισή της στο ελεύθερο ελληνικό κράτος), τους «βασιλείς των ορέων» Φώτη Γιαγκούλα, Πάντο Μπαμπάνη, Κουμπαίους, Θωμά Γκαντάρα κ.α.
Λεπτομέρεια: Μπορεί η Εκκλησία να εξόρκιζε τη «ληστογραφία» αλλά υπήρχαν μητροπολίτες και κληρικοί που δεν έλεγαν όχι στις προσφορές των ληστών.
Ο Φώτης Γιαγκούλας που σκοτώθηκε το 1925 σε συμπλοκή με απόσπασμα Χωροφυλακής στον Όλυμπο, ήταν γνωστός ευεργέτης πολλών εκκλησιών. Αναφέρεται μάλιστα από ιστορικούς της εποχής ότι την ώρα που ο μητροπολίτης Βεροίας Σωφρόνιος τελούσε τα εγκαίνια της εκκλησίας του Προφήτη Ηλία στα Καταλώνια Βέροιας, που είχε κτισθεί με χρήματα του Γιαγκούλα, ο ληστής ήταν κρυμμένος στο ταβάνι της και το μεσημέρι της ίδιας μέρας έφαγε μαζί με τον δεσπότη.
Οι γυναίκες να εργάζονται αλλά σε… ξεχωριστό χώρο από τους άνδρες!
Για τους εκκλησιαστικούς ταγούς του Μεσοπολέμου ο ρόλος της γυναίκας περιοριζόταν στο να κάνει παιδιά και να τα ανατρέφει , να ασχολείται με την κουζίνα και να πηγαίνει στην εκκλησία. Κάτι ανάλογο με τα χιτλερικά «τρία Κ»
(παιδιά – kinder, εκκλησία- kirshe, κουζίνα- kuche).
Kαι όταν οι ανάγκες του αναπτυσσόμενου ελληνικού καπιταλισμού απαιτούσαν πολλά και φτηνά εργατικά χέρια, η ηγεσία της Εκκλησίας συγκατένευσε με τον όρο οι γυναίκες να εργάζονται σε… ξεχωριστό χώρο από τους άνδρες!
Στην εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου, της 10ης Απριλίου 1925, με τίτλο «Παραίνεσις προς τους Έλληνας εργάτας κατά των ανατρεπτικών ιδεών», αναφέρονται και τα εξής:
«…Άς δοθή και εις την γυναίκαν ελευθερία να πορίζεται δια των χειρών της τον άρτον της. Αρκεί μόνον να υπάρχουν εργαστήρια ειδικά, εις τα οποία να ασχολώνται αι γυναίκες εις επαγγέλματα περισσότερον προς τον χαρακτήρα της γυναικός προσαρμοζόμενα, και να προλαμβάνεται ο μετά των ανδρών κοινός της γυναικός συγχρωτισμός.
Διότι ο συγχρωτισμός ούτος, ο οποίος, δυστυχώς αποτελεί στοιχείον του νεωτέρου πολιτισμού, είναι προωρισμένος να οδηγή εις την χαλάρωσιν των ηθών και να δημιουργή ποικίλα κοινωνικά σκάνδαλα…» («Αι Συνοδικαί εγκύκλιοι 1901-1933» , τ. Α’, σ. 433-437, εκ του Τυπογραφείου της Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 1955).
Όχι στην ψήφο των γυναικών
Η γυναίκα δεν είχε μόνο υποχρέωση να μένει στο σπίτι της αλλά δεν έπρεπε να της παραχωρηθεί και δικαίωμα ψήφου.
Και όταν τα γυναικεία σωματεία άρχισαν να ζητούν την παραχώρηση του δικαιώματος να εκλέγουν και να εκλέγονται δέχθηκαν την επίθεση της ηγεσίας της Εκκλησίας.
Τόλμησε η μεγάλη παιδαγωγός Ρόζα Ιμβριώτη να γράψει στο περιοδικό «Ο αγώνας της γυναίκας», μηνιαίο Δελτίο του Συνδέσμου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, ότι «είτε μέσα στο σπίτι της λοιπόν μείνει η γυναίκα, είτε έξω απ’ το σπίτι, είναι δικαίωμά της η ψήφος αφού μοιράζεται τη δουλειά στην πολιτεία με τον άντρα», κι αμέσως δέχθηκε την επίθεση της «Εκκλησίας («Εκκλησία» τ.19 , 29.9.1923).
Το 1925 η αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή για το εκλογικό σύστημα των δημοτικών και κοινοτικών εκλογών πρότεινε την παροχή δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες.
Και πάλι η Εκκλησία αντέδρασε χαρακτηρίζοντας την παροχή ψήφου στις γυναίκες «σημείον εξαρθρώσεως» της κοινωνίας: «… Σημείον και τούτο της κατά τους τελευταίους χρόνους επιτάσεως και εξαρθρώσεως κατά τοσούτον μάλλον επικίνδυνον, καθ’ όσον ωρισμένη τάξις γυναικών φαίνεται προάγουσα πάσαν διαλυτικήν κίνησιν και πρωτοστατούσα εις αυτήν…» («Εκκλησία» 6.6.1925).
Για τους υπεύθυνους του περιοδικού «Ανάπλασις» που ήταν όργανο του ομώνυμου συνδέσμου θεολόγων οι γυναίκες έπρεπε να κάτσουν σπίτι τους αφού άλλωστε από εκεί θα κρατούσαν και τα ηνία της… οικονομίας: « Η Εθνική οικονομία είναι εμπεπιστευμένη εις τας χείρας των Ελληνίδων μας, διατί τάχα να περιμένουν την πολιτικήν ψήφον δια να την εξασκήσουν;». («Ανάπλασις», 15.6.1925 και 15.8. 1925)
Έξι χρόνια μετά ο μητροπολίτης Γόρτυνος Πολύκαρπος σε άρθρο του με τίτλο «Η γυνή και αι εκλογαί» τάχθηκε και πάλι κατά της εγγραφής γυναικών στους εκλογικούς καταλόγους. («Εκκλησία» 26.9. 1931) ενώ το 1933, με αφορμή σχέδιο νόμου για παροχή δικαιώματος του εκλέγεσθαι στις γυναίκες στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές, που απορρίφθηκε τελικά. η «Εκκλησία» δημοσιεύει απόψεις ενός ακραίου Αμερικανού γερουσιαστή.
Σύμφωνα με αυτές, η παροχή δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες έχει καταστρεπτικά αποτελέσματα στην ηθική κατάσταση της κοινωνίας και αποτελεί «στοιχείον αταξίας». Ανάλογη αναφορά γίνεται και για την Γαλλία και την Αγγλία.
Και η «Εκκλησία» σχολιάζει: «Δεν νομίζουν αι καλαί Ελληνίδες ότι πρέπει εγκαίρως ο ελληνικός λαός να επωφεληθή της τόσον ακριβά πληρωθείσης παγκοσμίου ταύτης πείρας;» («Εκκλησία» 21.10.1933).
Απαγορεύεται και το βάψιμο των χειλιών
Ούτε ψήφος επιτρεπόταν στις γυναίκες ούτε όμως και το βάψιμο των χειλιών. Ιδιαίτερα αν αυτές που έβαφαν τα χείλη τους ήταν δασκάλες και μαθήτριες.
Με τίτλο «Ήτο καιρός» διαβάζουμε στην «Εκκλησία» του 1930 επαινετικό άρθρο για την σχετική απόφαση του υπουργείου Παιδείας με το οποίο ζητείται να τιμωρούνται και οι μητέρες των κοριτσιών, που θα τολμούσαν να βάλουν λίγο κραγιόν στα χείλη τους:
«Ανεγράφη εν τω Τύπω ότι το Υπουργείον της Παιδείας δι’ εγκυκλίου προς τας διευθύνσεις των σχολών απηγόρευσε το βάψιμο των χειλέων εις τας διδασκαλίσσας και τας μαθητρίας επί ποινή αυστηρά εν περιπτώσει παραβάσεως της διαταγής (…)
Καλόν θα ήτο φρονούμεν να αναφέρεται ρητώς εν τη εγκυκλίω ότι προς τοις κορασίοις , θα τιμωρούνται και οι γονείς των, τους οποίους δεν συγκινεί το ανήθικον θράσος των τέκνων των» («Εκκλησία»» 29.3.1930).
Όμως η καλλιέργεια της ψύχωσης κατά όσων ξέφευγαν από την ηθική της Εκκλησίας είχε και ανεπιθύμητες παρενέργειες και δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που κάποιοι φανατικοί ανελάμβαναν να εφαρμόσουν οι ίδιοι τις εκκλησιαστικές επιταγές
Η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχο των αρχών πολιτικών και εκκλησιαστικών και οι «ζηλωτές» πήραν το νόμο στα χέρια . Έτσι η Εκκλησία, κατόπιν εορτής βέβαια υποχρεώθηκε να παρέμβει και να δηλώσει πως δεν υιοθετεί «επιθέσεις ζηλωτών» σε περιπτώσεις « μεθ’ υπερβολικού γυμνού δημοσίας εμφανίσεως των γυναικών» «Εκκλησία» 23.6.1923).
Ο Κομμουνισμός, ο άσεμνος κινηματογράφος και το θέατρο
και τα «υπεράγαν ρεαλιστικού περιεχομένου» βιβλία
Το Νοέμβριο του 1931 παρουσιάσθηκε στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος έκθεση της ειδικής επιτροπής αρχιερέων «επί της μελέτης των μέσων και τρόπων προς καταπολέμησιν των διαφόρων προπαγανδών των στρεφομένων εναντίον της αμωμήτου ημών πίστεως και του κρατούντος αστικού και κοινωνικού καθεστώτος».
Στην έκθεση παρατίθενται οι δέκα κύριοι κίνδυνοι που απειλούν το κοινωνικό καθεστώς και την ηθική του Έθνους.
Πρώτος κίνδυνος ο κομμουνισμός, δεύτερος ο χιλιασμός και από κοντά και πάλι ο άσεμνος κινηματογράφος και το θέατρο και τα «υπεράγαν ρεαλιστικού περιεχομένου» βιβλία:
«Οι κυριώτεροι το γε νυν έχον κατά σειράν της μείζονος εκάστου απειλής εχθροί είνε:
α) κομμουνισμός ήτοι αθεϊσμός και ο υπ’ αυτού υποκρυπτόμενος αναρχισμός
β) χιλιασμός,
γ) ουνιτισμός,
δ) αναβαπτισταί άλλως γνωστοί ως εκκλησία του Θεού ή Ζαζανισταί,
ε) Ευαγγελισταί,
στ) σαββατισταί,
ζ) άσεμνος κινηματογράφος, ,
η) άσεμνοι θεατρικαί παραστάσεις,
θ) ασεμνογραφήματα ήτοι βιβλία υπεράγαν ρεαλιστικού περιεχομένου (…) και τέλος
ι) πάσα άλλη τάσις ή προπαγάνδα υπό οιονδήποτε τίτλον και όνομα φερομένη τείνουσα εις την διάσπασιν της εκλησιαστικής και εθνικής ημών ενότητος…» (Θεόκλητος Στράγκας, οπ.π. Γ΄ σ. 1878).
Το κάψιμο των βιβλίων και η Εκκλησία
Ένα από τα πρώτα μέτρα που πήρε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου ήταν η εξαφάνιση κάθε προοδευτικού βιβλίου.
Έτσι οργάνωσε, στα πρότυπα των ανάλογων τελετών των Γερμανών ναζί, το κάψιμο βιβλίων που είχαν κατασχεθεί σε βιβλιοπωλεία, εκδοτικούς οίκους ακόμη και σε σπίτια συλληφθέντων από τις υπηρεσίες Ασφαλείας.
Στο «πανηγυρικό» κάψιμο των βιβλίων πήραν μέρος μέλη των διαφόρων φασιστικών οργανώσεων αλλά και λούμπεν στοιχεία των μεγαλουπόλεων.
Στις πυρές που στήθηκαν σε δημόσιους χώρους κάηκαν εκατοντάδες τόμοι με έργα Ελλήνων και ξένων συγγραφέων όπως του Μπέρναρ Σω, του Μαξίμ Γκόρκι, του Χάινε, του Φρόιντ, του Στέφαν Τσβάιχ, του Ανατόλ Φρανς, του Ντοστογιέφσκι, του Γκαίτε, του Φίχτε, του Δαρβίνου, του Τολστόι. Κάηκαν ακόμη έργα του Μαρξ, του Ένγκελς και του Λένιν.
Στην πυρά ρίχτηκαν και έργα Ελλήνων συγγραφέων κάθε άλλο παρά αντιπάλων της θρησκείας (όπως βιβλία του Καρκαβίτσα) ακόμη και έργα του Παπαδιαμάντη που μέσα στο σωρό και στη διάρκεια των συλλήψεων μάζεψαν οι «διανοούμενοι» της Ασφάλειας του καθεστώτος.
Η Εκκλησία όχι μόνο δεν αντέδρασε σ’ αυτές τις ιεροεξεταστικές πρακτικές που γύριζαν τη χώρα στο Μεσαίωνα αλλά βρέθηκαν και λαϊκά στελέχη της που ζητούσαν να ριφθούν στην πυρά και άλλα βιβλία «βλασφήμων» και «αθέων συγγραφέων».
Το Δεκέμβριο του 1936 ο διευθυντής του περιοδικού της μητρόπολης Θεσσαλονίκης, συνταγματάρχης ε.α. Γεώργιος Σ. Ανδρεάδης όχι μόνο επαίνεσε το κάψιμο των βιβλίων αλλά επέμενε πως μαζί με τα άλλα έπρεπε να καεί και το βιβλίο του πρύτανη του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Αβροτέλη Ελευθερόπουλου «Οικονομία και Φιλοσοφία. – Ανάλυσις του βίου των Ελλήνων και των γερμανορωμαϊκών εθνών»:
«… Έπρεπε να καεί το σύγγραμμα αυτό μαζί με τα επικίνδυνα αριστερά βιβλία, τα περισσότερα των οποίων θα περιείχον ολιγωτέρας διαστροφάς, ολιγωτέρας ψευδολογίας, ολιγωτέρους αριστερισμούς από το σύγγραμμα του Ελευθερόπουλου…» («Γρηγόριος ο Παλαμάς», Δεκέμβριος 1936).
Ο Αβροτέλης Ελευθερόπουλος, μια εξέχουσα μορφή προοδευτικού καθηγητή αποτελούσε μόνιμο στόχο του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γενναδίου που ήθελε να ελέγχει πλήρως την πνευματική ζωή της πόλης.
Τελικά οι κύκλοι γύρω από τον Γεννάδιο πέτυχαν την απομάκρυνση του Ελευθερόπουλου από το Πανεπιστήμιο τo 1938.
Kομμουνιστής δεν ήταν ούτε και ο Ιωάννης Συκουτρής, ένας από τους ξεχωριστούς φιλολόγους του Μεσοπολέμου. Κάθε άλλο μάλιστα.
Ήταν αντίπαλος και των κομμουνιστών αλλά και των οπαδών της δημοτικής.
Και όμως η μετάφραση που έκανε το 1937 με εντολή της Ακαδημίας Αθηνών στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα προκάλεσε τις επιθέσεις συντηρητικών κύκλων αλλά και τη διαμαρτυρία της Ιεράς Συνόδου στην Ακαδημία.
Μετά από αυτό η Ακαδημία με έγγραφό της στην Ιερά Σύνοδο βεβαιώνει ότι «θέλει προβή προσεχώς εις νέαν έκδοσιν του «Συμποσίου» απηλλαγμένην παντός χωρίου δυναμένου να προσκρούση εις το κοινόν αίσθημα το τε θρησκευτικόν και το κοινωνικόν και να προκαλέση θλιβεράς παρεξηγήσεις».
Ο Συκουτρής δεν μπόρεσε να αντέξει την πίεση και απογοητευμένος από την πολεμική που δέχθηκε αυτοκτόνησε …
Υ.Γ. Αυτά για τη στάση της Εκκλησίας και την προσπάθεια αστυνόμευσης της ζωής των Ελλήνων. Υπάρχει όμως και η στάση της απέναντι σε όλες τις προσπάθειες για προοδευτικές μεταρρυθμίσεις εκείνα τα χρόνια όπως τα Μαρασλειακά, ο πόλεμος στους δημοτικιστές κ.λπ που θα αποτελέσουν αντικείμενο άλλου σημειώματος.
ΠΗΓΗ. imerodromos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου