Σάββατο 24 Ιουλίου 2021

ΓΕΡΜΑΝΙΑ - Μεγαλώνουν συνεχώς οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες

 

 

H νέα καπιταλιστική κρίση του 2020, που επιταχύνθηκε από την πανδημία, ήρθε να υπογραμμίσει και να ενισχύσει όλα τα στοιχεία επιδείνωσης της ζωής του λαού στη Γερμανία, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες: 

                         Φτωχοί εργαζόμενοι, φτωχοί συνταξιούχοι, mini jobbers (υποαπασχολούμενοι) με εξευτελιστικούς μισθούς και χωρίς δικαιώματα που έμειναν εντελώς «ξεκρέμαστοι» κατά τη διάρκεια των lockdown, εργαζόμενοι που αναγκάζονται να κάνουν δυο ή και περισσότερες δουλειές, όλο και περισσότεροι ηλικιωμένοι που εργάζονται είτε επειδή δεν αρκεί η σύνταξη, είτε επειδή δεν έχουν καταφέρει να βγουν στη σύνταξη...

«Πρωταθλήτρια» στην καπιταλιστική ανάπτυξη και στις ταξικές ανισότητες

Τα παραπάνω αποτυπώνονται με χαρακτηριστικό τρόπο και στην τελευταία κυβερνητική έκθεση για τη φτώχεια και τον πλούτο στη Γερμανία. Τα δυο βασικά συμπεράσματα είναι πως οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες διευρύνονται συνεχώς, κατάσταση που επιδείνωσε ακόμα περισσότερο η πανδημία.

Η «πρωταθλήτρια» καπιταλιστική οικονομία της ΕΕ είναι ταυτόχρονα και «πρωταθλήτρια Ευρώπης» στο λεγόμενο «χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών». Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, βρίσκεται στη δεύτερη θέση μετά τη Λιθουανία, καθώς η μερίδα του λέοντος από τον τεράστιο, αυξανόμενο πλούτο που παράγουν οι εργαζόμενοι καταλήγει σε μια χούφτα κεφαλαιοκράτες, όπως άλλωστε γίνεται σε όλα τα καπιταλιστικά κράτη.

Χαρακτηριστικά: Το ένα δέκατο του πληθυσμού κατέχει πάνω από τα 2/3 όλων των περιουσιακών στοιχείων (ακίνητα, επιχειρήσεις, οχήματα, μετοχές, μετρητά κ.ά.). `Η αλλιώς - σύμφωνα με μελέτη του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικής Ερευνας (DIW) - το πλουσιότερο 1% της χώρας κατέχει περίπου το 35% του πλούτου και το πλουσιότερο 10% κατέχει το 67,3% του πλούτου!

Ετσι, τι απομένει για τον λαό; Το φτωχότερο 50% του γερμανικού πληθυσμού κατέχει μόνο το 1% του «καθαρού» συνολικού πλούτου.

Βέβαια, και το υπόλοιπο τμήμα του γερμανικού λαού που δεν υπολογίζεται στο «φτωχότερο 50%», δεν είναι απαλλαγμένο από τη «λιτότητα», τις δυσκολίες να τα βγάλουν πέρα, καθώς στο «πλουσιότερο 50%» του πληθυσμού η αστική στατιστική περιλαμβάνει όσους έχουν συνολικά περιουσιακά στοιχεία άνω των 22.800 ευρώ, όριο πολύ χαμηλό για το κόστος ζωής της Γερμανίας.

Οπως τονίζεται στην έρευνα και στον γερμανικό Τύπο, αρκετοί από όλους αυτούς «δεν ικανοποιούν ούτε τις βασικές τους ανάγκες, όπως να νοικιάσουν ένα σπίτι σε μεγάλη πόλη. Πολλοί άνθρωποι έχουν την αίσθηση ότι η σκληρή δουλειά τους δεν αξίζει τον κόπο ή αξίζει πολύ λίγο».

Φτωχοί αν και εργαζόμενοι

Αλλά τι σημαίνει «φτωχός» στη Γερμανία το 2021; 

Πέρα από τους άστεγους, τους άπορους και εξαθλιωμένους, είναι πολλοί άνθρωποι που έχουν ακόμη και πλήρη απασχόληση, ωστόσο δεν μπορούν να ζήσουν με τον μισθό τους.

Με βάση την αστική στατιστική, φτωχοί θεωρούνται όσοι κερδίζουν λιγότερο από το 60% του μέσου καθαρού μισθού, που είναι σήμερα 1.176 ευρώ. 

Οποιος λαμβάνει καθαρό μισθό άνω των 3.900 ευρώ τον μήνα θεωρείται «πλούσιος», παρά το υψηλό κόστος ζωής, ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις. Στο μεταξύ, το μέσο εισόδημα συρρικνώνεται, επομένως το «όριο της φτώχειας» πέφτει και λιγότεροι θεωρούνται επίσημα φτωχοί, παρότι ζουν σε συνθήκες φτώχειας.

Σε κάθε περίπτωση, η εργασία δεν προστατεύει από τη φτώχεια στη Γερμανία. Σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία, το 2020 περίπου 3,1 εκατ. εργαζόμενοι αμείβονταν με λιγότερο από το 60% του μέσου εισοδήματος, δηλαδή το 8% των εργαζομένων (δεν υπολογίζονται οι άνεργοι) κινδύνευε από φτώχεια. 

Οι μονογονεϊκές οικογένειες είναι αυτές που πλήττονται σταθερά περισσότερο (22,3%), ενώ το ποσοστό κινδύνου φτώχειας αυξήθηκε επίσης στο 15,4% για άτομα άνω των 65 ετών, που αναγκάζονται να δουλεύουν για να ζήσουν.

Οι «μεταρρυθμίσεις» της «Ατζέντας 2010», που επιβλήθηκαν από τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση Σρέντερ την περίοδο 2002-2005, με στόχο η Γερμανία έως το 2010 να έχει γίνει η «ατμομηχανή της Ευρώπης», συνέβαλαν σημαντικά στην αύξηση της ανισότητας: Το 1995 μόνο το 15% των ανέργων ζούσε σε φτώχεια, το 2005 ήταν ήδη πάνω από 35% και το 2015 έφτασε σχεδόν στα 2/3.  

Τα τελευταία δέκα χρόνια, δίπλα στους φτωχούς ανέργους, άρχισε για πρώτη φορά να καταγράφεται και επίσημα στη γερμανική στατιστική το φαινόμενο των «φτωχών εργαζομένων» και των «φτωχών συνταξιούχων»...

Εργαζόμενοι με δύο ή και περισσότερες δουλειές

Τα τελευταία χρόνια, ως αποτέλεσμα της πληθώρας «ελαστικών» και κακοπληρωμένων εργασιακών σχέσεων και της μείωσης των πραγματικών μισθών, εμφανίζεται η τάση της «πολυαπασχόλησης», δηλαδή εργαζόμενοι που αναγκάζονται να έχουν δυο ή περισσότερες δουλειές.

Ο αριθμός των εργαζομένων με δεύτερη δουλειά αυξήθηκε το 2019 κατά περίπου 700.000 σε 3,5 εκατομμύρια, σε σχέση με το 2013, σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου Γερμανικής Οικονομίας (IW) της Κολωνίας. Πολλές από τις θέσεις ημιαπασχόλησης που προβάλλονταν ως «σημαντικό στήριγμα για πολλούς εργαζόμενους», χάθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όπως στην εστίαση, στο εμπόριο και αλλού.

Οι περισσότεροι «πολυ-εργαζόμενοι» έχουν δύο ή και περισσότερες δουλειές για να συμπληρώσουν το χαμηλό εισόδημα από την κύρια εργασία τους, η οποία συχνά είναι μερικής απασχόλησης. Ετσι, μέσω της πολλαπλής απασχόλησης, καταφέρνουν να φτάσουν το εισόδημά τους κοντά στον μέσο όρο των εργαζομένων με μία δουλειά πλήρους απασχόλησης, αναφέρει η μελέτη του IW.

Αλλά και ο αριθμός των λεγόμενων «υβριδικών υπαλλήλων», που εκτός από την κύρια μισθωτή εργασία τους είναι και αυτοαπασχολούμενοι, έχει επίσης αυξηθεί κατά 13% από το 2013, σε 690.000 το 2019.

Πολλοί από τους «πολυ-εργαζόμενους» απασχολούνται στις εξευτελιστικές θέσεις υποαπασχόλησης, τις διαβόητες mini jobs, όπου αμείβονται με το πολύ έως 450 ευρώ το μήνα, δεν έχουν πλήρη ασφάλιση και οι εργοδότες απαλλάσσονται από ασφαλιστικές εισφορές.

Το 60% του συνόλου των περίπου 7 εκατ. εργαζομένων με «mini job» ζουν σε νοικοκυριά με μηνιαίο εισόδημα μικρότερο από 2.000 ευρώ, που ίσα - ίσα φτάνει για τα πάγια έξοδα του μήνα. Μάλιστα, στο προεκλογικό τους πρόγραμμα, οι Χριστιανοδημοκράτες/Xριστιανοκοινωνιστές (CDU/CSU) προτείνουν το όριο μηνιαίας αμοιβής να αυξηθεί από 450 ευρώ σε ...550 ευρώ.

Συνταξιούχοι που αναγκάζονται να δουλεύουν

Καθώς το ηλικιακό όριο συνταξιοδότησης στη Γερμανία «προτείνεται» να ανέβει στα 68 έτη έως το 2042, όλο και περισσότεροι ηλικιωμένοι εργάζονται, είτε επειδή αδυνατούν να συμπληρώσουν τις προϋποθέσεις για να βγουν στη σύνταξη, είτε επειδή η κρατική σύνταξη δεν αρκεί για να ζήσουν χωρίς ιδιωτική ασφάλιση.

Το ποσοστό των ηλικιωμένων στη Γερμανία που συνεχίζουν να εργάζονται μετά τη συνταξιοδότησή τους μέσα σε μια δεκαετία διπλασιάστηκε: Ενώ μόνο το 4% των άνω των 65 ετών εργάζονταν το 2009, το ποσοστό ανήλθε σε 8% το 2019, σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία.

Μάλιστα, για το 38% όσων εργάζονται μετά τα 65 το βασικό τους εισόδημα προέρχεται από εργασία και όχι από σύνταξη. Για τα υπόλοιπα 2/3 η δουλειά τους προσφέρει επιπλέον εισόδημα, καθώς με τη χαμηλή σύνταξη δεν μπορούν να ζήσουν.

Οι αυτοαπασχολούμενοι, ειδικότερα, ασκούν συχνά το επάγγελμά τους πέραν των 65 ετών, καθώς και στη Γερμανία είναι πιο δύσκολο για αυτούς να συγκεντρώσουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να λάβουν την κρατική σύνταξη.

Τα παιδιά ως «παράγοντας φτώχειας»...

Τα πρόσφατα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας αποτυπώνουν επίσης το υψηλό κόστος για την ανατροφή των παιδιών.

Οι γονείς ξοδεύουν κατά μέσο όρο 763 ευρώ το μήνα για ένα μόνο παιδί, τα δύο παιδιά «κοστίζουν» 1.276 ευρώ, τα τρία παιδιά τουλάχιστον 1.770 ευρώ. Οι οικογένειες με ένα παιδί δαπανούν το 21% των εξόδων τους στην ανατροφή του, για δυο παιδιά περίπου το 1/3, για τρία παιδιά ένα ζευγάρι δίνει σχεδόν το 41% των συνολικών μηνιαίων δαπανών.

Ετσι, σε επιστημονικές και στατιστικές μελέτες της Γερμανίας τα «τουλάχιστον τρία παιδιά» αναφέρονται ως πιθανή αιτία φτώχειας, μαζί με τις σοβαρές ασθένειες και τα μειωμένα επαγγελματικά προσόντα...

...και ανισότητες «από κούνια»

Παράλληλα, αίσθηση προκαλεί το χάσμα των δαπανών μεταξύ των «πλούσιων» και των «φτωχών» γονιών, αποτυπώνοντας τις κοινωνικές ανισότητες «από κούνια» που καθορίζουν τις συνθήκες και το μέλλον ενός παιδιού με βάση το «πορτοφόλι» της οικογένειας.

Σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία, οι γονείς στη Γερμανία χωρίστηκαν σε δέκα ομάδες με ίδιο αριθμό μελών. Το 10% με τα χαμηλότερα εισοδήματα ξόδεψε πέρσι 424 ευρώ το μήνα για ένα παιδί. Το 10% με το υψηλότερο εισόδημα δαπάνησε σχεδόν 3 φορές περισσότερα για ένα παιδί, δηλαδή 1.212 ευρώ.

Αντίστοιχα εμφανείς είναι οι διαφορές στην υγειονομική περίθαλψη: Στα φτωχά παιδιά «αναλογούν» από την οικογένεια 11 ευρώ τον μήνα, ενώ στα πλούσια αναλογούν περισσότερο από δέκα φορές παραπάνω (113 ευρώ).

Για βιβλία, τα παιδιά σε νοικοκυριά υψηλού εισοδήματος λαμβάνουν το τριπλάσιο ποσό (27 ευρώ έναντι 9), καθώς και για την «εκπαίδευση» γενικά (83 ευρώ έναντι 28).

Τα στοιχεία δεν αναφέρουν καν κάποιο ποσό για «ταξίδια» για τους φτωχούς γονείς - ο αριθμός των περιπτώσεων είναι πολύ μικρός και τα φτωχά παιδιά σπάνια ταξιδεύουν...


Ε. Μ.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου