Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2020

Τι είναι Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ)






Η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) αποτελεί έναν σχετικά νέο και πρόσφατο θεσμό στο Διεθνές Δίκαιο. 

Ξεκίνημα της αξίωσης των κρατών για μία οιωνεί αποκλειστική οικονομική ζώνη πέρα των χωρικών υδάτων τους αποτέλεσε η Διακήρυξη Τρούμαν το 1945. Μέσω αυτής της διακήρυξης, οι Η.Π.Α. διεκδίκησαν μια περιοχή που εκτεινόταν πέρα από τα ύδατα της κρατικής τους κυριαρχίας, δηλαδή σε διεθνή ύδατα, όπου Αμερικανοί πολίτες παραδοσιακά συνήθιζαν να αλιεύουν. 

Ωστόσο, η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη ως θεσμός που υφίσταται μέχρι και σήμερα, κατοχυρώθηκε νομικά μόλις τέσσερις δεκαετίες αργότερα, το 1982, στο σημαντικότερο νομικό κείμενο για το Δίκαιο της Θάλασσας, την Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (ή στην αγγλική, United Nations Convention on the Law of the Sea/UNCLOS), και τα δικαιώματα που απορρέαν από αυτήν δεν περιοριζόταν μόνον στην αλίευση.

    Πιο συγκεκριμένα, ο θεσμός της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, τα δικαιώματα, η δικαιοδοσία και το εύρος της ορίζονται ρητά στα άρθρα 55, 56 και 57 της αναφερθείσας συνθήκης. 

Έτσι, η ΑΟΖ είναι μια ζώνη κυριαρχικών δικαιωμάτων του παράκτιου κράτους, και όχι κυριαρχίας, η οποία είναι πέραν και παρακείμενη των χωρικών υδάτων του. To εύρος της ΑΟΖ δεν μπορεί να υπερβεί τα 200 ναυτικά μίλια από τις γραμμές βάσεις του παράκτιου κράτους (Άρθρο 57). 

H AOZ αποτελεί έναν θεσμό sui generis, δηλαδή μοναδικό, το καθεστώς του οποίου δεν είναι το ίδιο με αυτό των χωρικών υδάτων, αλλά ούτε υφίσταται το καθεστώς ελευθερίας της ανοικτής θάλασσας.

Προτού παρατεθούν τα δικαιώματα που το παράκτιο κράτος έχει επί της ΑΟΖ, μία επισήμανση είναι απαραίτητη. 

Η έννοια της κυριαρχίας (sovereignty) είναι βαρυσήμαντη στις Διεθνείς Σχέσεις και στο Διεθνές Δίκαιο, αν και ίσως είναι δύσκολη να αποσαφηνιστεί ακριβώς ή μπορεί να χρησιμοποιείται εσφαλμένα ή καταχρηστικά στον δημόσιο λόγο. 

Συνεισφορές στον ορισμό της κυριαρχίας έχουν κάνει, inter alia, οι Τ. Χόμπς και Ζαν Ζακ Ρουσσώ στα έργα τους Λεβιάθαν και Κοινωνικό Συμβόλαιο αντίστοιχα, ενώ η σύγχρονη έννοια του ορισμού πηγάζει από την Συνθήκη της Βεστφαλίας (1648). Με απλά λόγια, όπου ένα κράτος έχει κυριαρχία ασκεί τις εξουσίες του, δηλαδή την εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική, ενώ η κυριαρχία είναι πλήρης (σε όλο το εύρος μιας περιοχής και όχι μερικώς) και απόλυτη (δηλαδή ασκείται μόνο και αποκλειστικά από ένα κράτος για μια περιοχή και όχι από άλλο κράτος/η, αλλιώς θα ήταν συντρέχουσα).

    Έτσι, στην περίπτωση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, το κράτος δεν ασκεί κυριαρχία, η ΑΟΖ δεν αποτελεί μέρος της επικράτειας ενός κράτους, αλλά το παράκτιο κράτος ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα επί αυτής. 

Τουτέστιν αποτελεί μια ζώνη εκτός εθνικής επικράτειας όπου το παράκτιο κράτος έχει ορισμένα δικαιώματα (και υποχρεώσεις) αλλά δεν είναι εθνικός του χώρος όπως το έδαφος του ή η Αιγιαλίτιδα Ζώνη ή ο Εθνικός Εναέριος Χώρος. 

Σε αυτές τις δύο ζώνες το κράτος ασκεί πλήρη κυριαρχία, η οποία εξομοιώνεται με την κυριαρχία επί του εδάφους, και αυτές οι δύο ζώνες σαφώς και σημαντικά διαφέρουν από τις ζώνες της ΑΟΖ, της Υφαλοκρηπίδας και του FIR όπου το κράτος ασκεί μόνο κυριαρχικά δικαιώματα.

Τούτων λεχθέντων, τα κυριαρχικά δικαιώματα που ένα παράκτιο κράτος ασκεί στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη του περιλαμβάνουν την έρευνα και την αξιοποίηση των ζώντων και μη, φυσικών πόρων, την εγκατάσταση τεχνητών νησιών και λοιπών εγκαταστάσεων (λ.χ. εγκαταστάσεων για την αξιοποίηση της αιολικής και κυματικής ενέργειας), δικαίωμα για την θαλάσσια επιστημονική έρευνα και την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος.

Με τον όρο «ζώντες φυσικοί πόροι» νοούνται τα αλιεύματα ενώ με τον όρο «μη ζώντες φυσικοί πόροι» νοούνται το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο αλλά και οι υδρίτες, μεταξύ άλλων. 
Έτσι, η ΑΟΖ ενός κράτους εκτείνεται στην θάλασσα, στον βυθό της θάλασσας, αλλά και στο υπέδαφος κάτω από τον βυθό, όπου μέσω ερευνών και γεωτρήσεων μπορούν να ανακαλυφθούν και σταδιακά να αξιοποιηθούν οι υδρογονάνθρακες. 

Σε αυτό το σημείο να υπογραμμιστεί πως όλα τα παράκτια κράτη μπορούν να έχουν ΑΟΖ, ωστόσο αυτήν δεν υφίσταται από μόνη της (ipso facto) αλλά χρειάζεται να κηρυχθεί. Ως κήρυξη ΑΟΖ θεωρείται η ψήφιση νόμου από το παράκτιο κράτος (πράξη εσωτερικού δικαίου).

Επίσης, ΑΟΖ δικαιούνται και όλα τα νησιά, εκτός των βράχων που δεν μπορούν να συντηρήσουν οικονομική ζωή8. Φυσικά, αυτή η ρύθμιση είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή για την Ελλάδα, μια χώρα με περίπου 8.500 νησιά. 

Μάλιστα, η Ελλάδα με την κήρυξη ΑΟΖ σε όλον το θαλάσσιο χώρο που δικαιούται, θα επιτύγχανε την οικονομική και πολιτική ενοποίηση, υπό θεσμική έννοια, της ηπειρωτικής χώρας και του νησιωτικού μέρους της χώρας και θα αποκτούσε περαιτέρω δικαιοδοσίες και δικαιώματα (ζητήματα αλιείας και προστασίας αλιευτικών πεδίων, αξιοποίηση αιολικής-κυματικής ενέργειας, προστασία θαλάσσιου περιβάλλοντος κ.ά. που ήδη έχουν αναφερθεί).

Παρόλα αυτά, χρειάζεται να σημειωθεί ότι η κήρυξη της ΑΟΖ δεν είναι απαραίτητή προκειμένου ένα παράκτιο κράτος να έχει την δυνατότητα αξιοποίησης των ορυκτών πόρων του βυθού του, καθώς αυτοί δύνανται να αξιοποιηθούν μέσω του θεσμού της Υφαλοκρηπίδας που υφίσταται ούτως ή άλλως χωρίς να ανακηρυχθεί.

Η Ελλάδα μέχρι πολύ πρόσφατα δεν έχει κηρύξει ΑΟΖ, κάτι που άλλαξε όταν οι σχετικές διεθνείς συμφωνίες που η χώρα υπέγραψε με την Ιταλία και την Αίγυπτο ψηφίστηκαν από το ελληνικό κοινοβούλιο και απέκτησαν ισχύ εθνικού νόμου.

Ο λόγος που η Ελλάδα δεν είχε προχωρήσει σε κήρυξη ΑΟΖ όλα αυτά τα χρόνια που ο θεσμός υπάρχει και προβλέπεται από το Διεθνές Δίκαιο, μπορεί να αναζητηθεί στην ηθελημένη αποχή του κράτους από ενέργειες που δυνητικά θα δημιουργούσαν σοβαρές αντιπαραθέσεις με την Τουρκία. 

Τουτέστιν ο λόγος μπορεί να αναζητηθεί σε μία χρόνια πολιτική έμμεσου κατευνασμού, όπου η Ελλάδα απείχε από δικαιώματα που το Διεθνές Δίκαιο της χορηγεί (όπως συγκεκριμένα αυτά πηγάζουν από τα άρθρα 55-57 της UNCLOS). Αναμφισβήτητα, διαφορές μεταξύ κρατών ως προς την οριοθέτηση των ΑΟΖ των θα εξακολουθούν να υπάρχουν. 

Ακόμη και οι πρόνοιες που το Διεθνές Δίκαιο παρέχει ως προς την επίλυση αυτών των διαφορών μπορεί να καταδικάζουν μερικές φορές τις σχετικές διαπραγματεύσεις σε τέλμα, ακόμα και μεταξύ καλόπιστων συνομιλητών-κρατών.

Συγκεκριμένα, η σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) αναφέρει στο άρθρο 59 πως η διευθέτηση των διαφορών θα έπρεπε να λύνεται στην βάση της ισότητας (‘’equity’’) και εν όψει των σχετικών περιστάσεων. 

Η Ελλάδα είχε διαπραγματευτεί οριοθέτηση τόσο ΑΟΖ, όσο και Υφαλοκρηπίδας, που χωρικά ταυτίζεται με την πρώτη, με την Αλβανία, την Λιβύη, και την Αίγυπτο το χρονικό διάστημα 2004-200912. 

Οι διαπραγματεύσεις με την Λιβύη σταμάτησαν όταν η χώρα εισήλθε σε εμφύλιο πόλεμο το 2010, με την Αλβανία υπήρξε μια συμφωνία που ακυρώθηκε από ανώτατο δικαστήριο της χώρας, και με την Αίγυπτο οι διαπραγματεύσεις ευοδώθηκαν μόλις πρόσφατα. 

Σε όλες αυτές τις διαπραγματεύσεις, υπήρχαν πολλές διαφορετικές θέσεις από όλες τις μεριές, που ξέφευγαν από την «απλή» μέθοδο οριοθέτησης μέσω της μέσης γραμμής και που δεν είναι δυνατόν να παρατεθούν όλες εδώ. (π.χ. με την Λιβύη υπήρχε αδυναμία επίτευξης συμφωνίας λόγω των Λιβυκών επιχειρημάτων για τον κόλπο της Σύρτης). 

Σε κάθε περίπτωση, η μέθοδος της μέσης γραμμής μεταβάλλεται ανάλογα τις σχετικές περιστάσεις που επικρατούν σε κάθε περίπτωση.

Συνεπώς, συνυπολογίζονται πολλοί παράμετροι προκειμένου να οροθετηθεί η ΑΟΖ, είτε μέσω πολιτικής λύσης μεταξύ δύο κρατών, είτε με την συνδρομή κάποιου διεθνούς δικαιοδοτικού οργάνου, ενώ εάν τα κράτη μεταξύ τους δεν μπορούν να φτάσουν σε κάποια διμερή συμφωνία μέσω διαπραγματεύσεων και συγχρόνως αρνούνται να καταφύγουν και σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο, τότε η μεταξύ τους οριοθέτηση της ΑΟΖ βαλτώνει, όπως κατέδειξε και η σύγχρονη ελληνική διπλωματική ιστορία.



ΠΗΓΗ. huffingtonpost.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου