Κυριακή 14 Ιουλίου 2024

Ινγκμαρ Μπέργκμαν ( 14 Ιουλίου 1918 - 30 Ιουλίου 2007)


«Το να κάνω ταινίες είναι για μένα ένστικτο, μια ανάγκη, όπως η πείνα, η δίψα, ο έρωτας», έλεγε, αν και, μετά την αυτοβιογραφική ταινία «Φάνι και Αλέξανδρος» (1983) και παρά τα τέσσερα «Οσκαρ» που αυτή απέσπασε, δήλωσε ότι εγκαταλείπει τον κινηματογράφο. 

«Υπόσχεση» που κράτησε, με μια «παρένθεση» το 2003, οπότε γυρίζει το «Saraband», για τη σουηδική τηλεόραση, ως «ελεύθερη συνέχεια» της μίνι σειράς «Σκηνές από ένα γάμο» (1973). 

Ωστόσο, συνέχιζε να συμμετέχει στη συγγραφή κινηματογραφικών σεναρίων άλλων σκηνοθετών, να γυρίζει ταινίες για την τηλεόραση και να σκηνοθετεί στην άλλη μεγάλη του αγάπη, το θέατρο.


Ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν γεννήθηκε στις 14 Ιουλίου 1918 στην Ουψάλα της Σουηδίας. 

Στα τέσσερά του χρόνια ο πατέρας του, ιερέας της σουηδικής βασιλικής οικογένειας, τον κλείδωσε για πρώτη φορά στην ντουλάπα του διαδρόμου για να του διδάξει την έννοια της υπακοής σύμφωνα με τις θεωρίες του λουθηρανισμού. 

Η σχέση του με τη μητέρα του υπήρξε επίσης ταραγμένη, μια σχέση την οποία αποτύπωσε αργότερα στις ταινίες του «Περσόνα» (1966) και «Κραυγές και ψίθυροι» (1972). Οταν το καλοκαίρι του 1934 η προσκόλλησή του στη μητέρα του κατέληξε αποπνικτική, οι γονείς του αποφάσισαν να τον στείλουν στη Γερμανία μέσω ενός προγράμματος ανταλλαγής μαθητών. 

Οι έξι εβδομάδες που πέρασε κοντά σε μια γερμανική οικογένεια τον μετέτρεψαν σε φανατικό οπαδό του Αδόλφου Χίτλερ. 

Το 1945 αντικρίζοντας τις συγκλονιστικές εικόνες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης συνειδητοποίησε το τραγικό του λάθος. Δεν ασχολήθηκε ποτέ ξανά με την πολιτική.


Ξεκίνησε να γράφει τα πρώτα του επαγγελματικά θεατρικά το 1941. 

Το θεατρικό του έργο με τίτλο «Ο θάνατος του Κάσπερ» του έδωσε το εισιτήριο για τον κόσμο του θεάματος, όταν ο συνεπώνυμός του Σίτνα Μπέργκμαν, μέλος της Σουηδικής Βιομηχανίας Κινηματογράφου, παρακολούθησε την παράσταση και διέκρινε το ταλέντο του. 

Το 1944, υπό την αιγίδα της Σουηδικής Βιομηχανίας Κινηματογράφου, ο Μπέργκμαν έγραψε το σενάριο για την πρώτη του κινηματογραφική ταινία με τίτλο «Κρίση». Χρωστάει δε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο στον κινηματογράφο στον σκηνοθέτη Αλφ Σέμπεργκ, ο οποίος δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τη σκηνοθεσία της ταινίας λόγω άλλων υποχρεώσεων.

Ανέβασε στα σημαντικότερα θέατρα της Σουηδίας έργα μεγάλων θεατρικών συγγραφέων (Στρίντμπεργκ, Σαίξπηρ, Πιραντέλο, Καμύ, Ουίλιαμς, Ανούιγ, Μπρεχτ, Τσέχοφ, και δικά του).

Επηρεασμένος από τον υπαρξισμό και την ψυχανάλυση, επικεντρώθηκε περισσότερο στο άτομο και όχι στην κοινωνία ή στην ιστορία, αλλά έθεσε ηθικά και φιλοσοφικά προβλήματα, με φόντο την κρίση και παρακμή της αστικής κοινωνίας.

Το 1955 γίνεται γνωστός στην Ευρώπη με την ταινία «Χαμόγελα καλοκαιρινής νύχτας». Η ταινία που τον καταξίωσε ως δημιουργό παγκόσμιας κλίμακας είναι «Η έβδομη σφραγίδα» (1957). Ακολουθούν αριστουργηματικές ταινίες: «Αγριες φράουλες», «Περσόνα», «Κραυγές και ψίθυροι» και δεκάδες άλλες. Το 1976 γύρισε στη Γερμανία «Το αυγό του φιδιού», μια ταινία για την άνοδο του ναζισμού.

Μετά το θάνατο της τελευταίας του συζύγου, Ινγκριντ (1995), έμενε μόνος στο νησί Φουρέ στη Βαλτική, που χρησίμευσε ως ντεκόρ πολλών ταινιών του. Παντρεύτηκε πέντε φορές και απέκτησε εννέα παιδιά. 

Τιμήθηκε με πολλές διεθνείς διακρίσεις, ενώ το 1978 το Σουηδικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου θεσμοθέτησε βραβείο στο όνομά του.

Ο δημιουργός, που από τη 10ετία του ’50 «έστρωσε» το «έδαφος» στο σύγχρονο κινηματογράφο και έκανε σκηνοθέτες όπως ο Γκοντάρ να «υποκλιθούν» στην ιδιοφυΐα του, δήλωνε πριν λίγα χρόνια, αποκαλύπτοντας τη σεμνότητα των μεγάλων δημιουργών: «Υστερα από 60 χρόνια στον κινηματογράφο δεν μπορώ να εγκαταλείψω τον τρόπο με τον οποίο έχω μάθει να εργάζομαι. Μπορώ όμως να τον βελτιώσω»..!



ΠΗΓΗ. atexnos.gr

«Το να κάνω ταινίες είναι για μένα ένστικτο, μια ανάγκη, όπως η πείνα, η δίψα, ο έρωτας», έλεγε, αν και, μετά την αυτοβιογραφική ταινία «Φάνι και Αλέξανδρος» (1983) και παρά τα τέσσερα «Οσκαρ» που αυτή απέσπασε, δήλωσε ότι εγκαταλείπει τον κινηματογράφο. «Υπόσχεση» που κράτησε, με μια «παρένθεση» το 2003, οπότε γυρίζει το «Saraband», για τη σουηδική τηλεόραση, ως «ελεύθερη συνέχεια» της μίνι σειράς «Σκηνές από ένα γάμο» (1973). Ωστόσο, συνέχιζε να συμμετέχει στη συγγραφή κινηματογραφικών σεναρίων άλλων σκηνοθετών, να γυρίζει ταινίες για την τηλεόραση και να σκηνοθετεί στην άλλη μεγάλη του αγάπη, το θέατρο.
Ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν γεννήθηκε στις 14 Ιουλίου 1918 στην Ουψάλα της Σουηδίας. Στα τέσσερά του χρόνια ο πατέρας του, ιερέας της σουηδικής βασιλικής οικογένειας, τον κλείδωσε για πρώτη φορά στην ντουλάπα του διαδρόμου για να του διδάξει την έννοια της υπακοής σύμφωνα με τις θεωρίες του λουθηρανισμού. Η σχέση του με τη μητέρα του υπήρξε επίσης ταραγμένη, μια σχέση την οποία αποτύπωσε αργότερα στις ταινίες του «Περσόνα» (1966) και «Κραυγές και ψίθυροι» (1972). Οταν το καλοκαίρι του 1934 η προσκόλλησή του στη μητέρα του κατέληξε αποπνικτική, οι γονείς του αποφάσισαν να τον στείλουν στη Γερμανία μέσω ενός προγράμματος ανταλλαγής μαθητών. Οι έξι εβδομάδες που πέρασε κοντά σε μια γερμανική οικογένεια τον μετέτρεψαν σε φανατικό οπαδό του Αδόλφου Χίτλερ. Το 1945 αντικρίζοντας τις συγκλονιστικές εικόνες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης συνειδητοποίησε το τραγικό του λάθος. Δεν ασχολήθηκε ποτέ ξανά με την πολιτική.
Ξεκίνησε να γράφει τα πρώτα του επαγγελματικά θεατρικά το 1941. Το θεατρικό του έργο με τίτλο «Ο θάνατος του Κάσπερ» του έδωσε το εισιτήριο για τον κόσμο του θεάματος, όταν ο συνεπώνυμός του Σίτνα Μπέργκμαν, μέλος της Σουηδικής Βιομηχανίας Κινηματογράφου, παρακολούθησε την παράσταση και διέκρινε το ταλέντο του. Το 1944, υπό την αιγίδα της Σουηδικής Βιομηχανίας Κινηματογράφου, ο Μπέργκμαν έγραψε το σενάριο για την πρώτη του κινηματογραφική ταινία με τίτλο «Κρίση». Χρωστάει δε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο στον κινηματογράφο στον σκηνοθέτη Αλφ Σέμπεργκ, ο οποίος δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τη σκηνοθεσία της ταινίας λόγω άλλων υποχρεώσεων.
Ανέβασε στα σημαντικότερα θέατρα της Σουηδίας έργα μεγάλων θεατρικών συγγραφέων (Στρίντμπεργκ, Σαίξπηρ, Πιραντέλο, Καμύ, Ουίλιαμς, Ανούιγ, Μπρεχτ, Τσέχοφ, και δικά του).
Επηρεασμένος από τον υπαρξισμό και την ψυχανάλυση, επικεντρώθηκε περισσότερο στο άτομο και όχι στην κοινωνία ή στην ιστορία, αλλά έθεσε ηθικά και φιλοσοφικά προβλήματα, με φόντο την κρίση και παρακμή της αστικής κοινωνίας.
Το 1955 γίνεται γνωστός στην Ευρώπη με την ταινία «Χαμόγελα καλοκαιρινής νύχτας». Η ταινία που τον καταξίωσε ως δημιουργό παγκόσμιας κλίμακας είναι «Η έβδομη σφραγίδα» (1957). Ακολουθούν αριστουργηματικές ταινίες: «Αγριες φράουλες», «Περσόνα», «Κραυγές και ψίθυροι» και δεκάδες άλλες. Το 1976 γύρισε στη Γερμανία «Το αυγό του φιδιού», μια ταινία για την άνοδο του ναζισμού.
Μετά το θάνατο της τελευταίας του συζύγου, Ινγκριντ (1995), έμενε μόνος στο νησί Φουρέ στη Βαλτική, που χρησίμευσε ως ντεκόρ πολλών ταινιών του. Παντρεύτηκε πέντε φορές και απέκτησε εννέα παιδιά. Τιμήθηκε με πολλές διεθνείς διακρίσεις, ενώ το 1978 το Σουηδικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου θεσμοθέτησε βραβείο στο όνομά του.
Ο δημιουργός, που από τη 10ετία του ’50 «έστρωσε» το «έδαφος» στο σύγχρονο κινηματογράφο και έκανε σκηνοθέτες όπως ο Γκοντάρ να «υποκλιθούν» στην ιδιοφυΐα του, δήλωνε πριν λίγα χρόνια, αποκαλύπτοντας τη σεμνότητα των μεγάλων δημιουργών: «Υστερα από 60 χρόνια στον κινηματογράφο δεν μπορώ να εγκαταλείψω τον τρόπο με τον οποίο έχω μάθει να εργάζομαι. Μπορώ όμως να τον βελτιώσω»..!

«Το να κάνω ταινίες είναι για μένα ένστικτο, μια ανάγκη, όπως η πείνα, η δίψα, ο έρωτας», έλεγε, αν και, μετά την αυτοβιογραφική ταινία «Φάνι και Αλέξανδρος» (1983) και παρά τα τέσσερα «Οσκαρ» που αυτή απέσπασε, δήλωσε ότι εγκαταλείπει τον κινηματογράφο. «Υπόσχεση» που κράτησε, με μια «παρένθεση» το 2003, οπότε γυρίζει το «Saraband», για τη σουηδική τηλεόραση, ως «ελεύθερη συνέχεια» της μίνι σειράς «Σκηνές από ένα γάμο» (1973). Ωστόσο, συνέχιζε να συμμετέχει στη συγγραφή κινηματογραφικών σεναρίων άλλων σκηνοθετών, να γυρίζει ταινίες για την τηλεόραση και να σκηνοθετεί στην άλλη μεγάλη του αγάπη, το θέατρο.

Ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν γεννήθηκε στις 14 Ιουλίου 1918 στην Ουψάλα της Σουηδίας. Στα τέσσερά του χρόνια ο πατέρας του, ιερέας της σουηδικής βασιλικής οικογένειας, τον κλείδωσε για πρώτη φορά στην ντουλάπα του διαδρόμου για να του διδάξει την έννοια της υπακοής σύμφωνα με τις θεωρίες του λουθηρανισμού. Η σχέση του με τη μητέρα του υπήρξε επίσης ταραγμένη, μια σχέση την οποία αποτύπωσε αργότερα στις ταινίες του «Περσόνα» (1966) και «Κραυγές και ψίθυροι» (1972). Οταν το καλοκαίρι του 1934 η προσκόλλησή του στη μητέρα του κατέληξε αποπνικτική, οι γονείς του αποφάσισαν να τον στείλουν στη Γερμανία μέσω ενός προγράμματος ανταλλαγής μαθητών. Οι έξι εβδομάδες που πέρασε κοντά σε μια γερμανική οικογένεια τον μετέτρεψαν σε φανατικό οπαδό του Αδόλφου Χίτλερ. Το 1945 αντικρίζοντας τις συγκλονιστικές εικόνες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης συνειδητοποίησε το τραγικό του λάθος. Δεν ασχολήθηκε ποτέ ξανά με την πολιτική.

Ξεκίνησε να γράφει τα πρώτα του επαγγελματικά θεατρικά το 1941. Το θεατρικό του έργο με τίτλο «Ο θάνατος του Κάσπερ» του έδωσε το εισιτήριο για τον κόσμο του θεάματος, όταν ο συνεπώνυμός του Σίτνα Μπέργκμαν, μέλος της Σουηδικής Βιομηχανίας Κινηματογράφου, παρακολούθησε την παράσταση και διέκρινε το ταλέντο του. Το 1944, υπό την αιγίδα της Σουηδικής Βιομηχανίας Κινηματογράφου, ο Μπέργκμαν έγραψε το σενάριο για την πρώτη του κινηματογραφική ταινία με τίτλο «Κρίση». Χρωστάει δε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο στον κινηματογράφο στον σκηνοθέτη Αλφ Σέμπεργκ, ο οποίος δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τη σκηνοθεσία της ταινίας λόγω άλλων υποχρεώσεων.

Ανέβασε στα σημαντικότερα θέατρα της Σουηδίας έργα μεγάλων θεατρικών συγγραφέων (Στρίντμπεργκ, Σαίξπηρ, Πιραντέλο, Καμύ, Ουίλιαμς, Ανούιγ, Μπρεχτ, Τσέχοφ, και δικά του).

Επηρεασμένος από τον υπαρξισμό και την ψυχανάλυση, επικεντρώθηκε περισσότερο στο άτομο και όχι στην κοινωνία ή στην ιστορία, αλλά έθεσε ηθικά και φιλοσοφικά προβλήματα, με φόντο την κρίση και παρακμή της αστικής κοινωνίας.

Το 1955 γίνεται γνωστός στην Ευρώπη με την ταινία «Χαμόγελα καλοκαιρινής νύχτας». Η ταινία που τον καταξίωσε ως δημιουργό παγκόσμιας κλίμακας είναι «Η έβδομη σφραγίδα» (1957). Ακολουθούν αριστουργηματικές ταινίες: «Αγριες φράουλες», «Περσόνα», «Κραυγές και ψίθυροι» και δεκάδες άλλες. Το 1976 γύρισε στη Γερμανία «Το αυγό του φιδιού», μια ταινία για την άνοδο του ναζισμού.

Μετά το θάνατο της τελευταίας του συζύγου, Ινγκριντ (1995), έμενε μόνος στο νησί Φουρέ στη Βαλτική, που χρησίμευσε ως ντεκόρ πολλών ταινιών του. Παντρεύτηκε πέντε φορές και απέκτησε εννέα παιδιά. Τιμήθηκε με πολλές διεθνείς διακρίσεις, ενώ το 1978 το Σουηδικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου θεσμοθέτησε βραβείο στο όνομά του.

Ο δημιουργός, που από τη 10ετία του ’50 «έστρωσε» το «έδαφος» στο σύγχρονο κινηματογράφο και έκανε σκηνοθέτες όπως ο Γκοντάρ να «υποκλιθούν» στην ιδιοφυΐα του, δήλωνε πριν λίγα χρόνια, αποκαλύπτοντας τη σεμνότητα των μεγάλων δημιουργών: «Υστερα από 60 χρόνια στον κινηματογράφο δεν μπορώ να εγκαταλείψω τον τρόπο με τον οποίο έχω μάθει να εργάζομαι. Μπορώ όμως να τον βελτιώσω»..!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου