Τρίτη 18 Ιουνίου 2024

ΤΣΙΠΟΥΡΟ - ΡΑΚΗ(ΤΣΙΚΟΥΔΙΑ) - ΟΥΖΟ - Παρασκευή - Διαφορές




Το 1989 ψηφίστηκε ο με αρ. 1576/89 κανονισμός της ΕΟΚ για τα οινοπνευματώδη ποτά στον οποίο οι Τούρκοι κατοχύρωσαν το όνομα «raki» και οι Έλληνες τα ονόματα ‘τσίπουρο Τυρνάβου, τσίπουρο Μακεδονίας, τσίπουρο Θεσσαλίας και τσικουδιά Κρήτης.  
  

Συνεπώς από το 1989 η ρακή στην Ελλάδα λέγεται πια επίσημα τσικουδιά, αν και η ονομασία ρακή είναι ελληνική λέξη. ( Του ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΥ (ΜΑΚΗ) ΚΡΑΣΑΝΑΚΗ Προέδρου Κρητων Α. Παρασκευής Αττικής, Δ/ντη Υπ. Πολιτισμού)
 
 
 ΡΑΚΗ Ή ΤΣΙΚΟΥΔΙΑ - ΟΝΟΜΑΣΙΑ
 
Η ρακή ή τσικουδιά ονομάζεται ρακή, επειδή είναι απόσταγμα που παράγεται από στέμφυλα ή κρητικά στράφυλα από ρώγες ή αρχαία ελληνικά ραξ ή ιωνικά ρωξ  - ρώγες σταφυλιών, από το ραξ  > ρακή,  πρβ και λατινικά racemus (ιταλικά racimolo ) = o βότρυς σταφυλής, το τσαμπί, Racemite Bacchus = ο βοτρυοφόρος Βάκχος (= ο Διόνυσος) κ.α. 
Η ρακή λέγεται και τσικουδιά, επειδή τα στέμφυλα στην Κρήτη λέγονται και τσίκουδα. 
Η λέξη τσίκουδα, ενικός τσίκουδο, είναι παραλλαγή της λέξης κόκκοι  ή    κούκουδα ή κουκούτσια κ.α. 
Σε άλλα μέρη της Ελλάδος τα στέμφυλα ονομάζονται και τσίπουρα οπότε εκεί η ρακή λέγεται και τσίπουρο. 
Οι λέξεις τσαμπί > τσάμπουρα > τσίπουρο… και κόκκος > κουκούτσια >  τσικ-ουδα … = ηχοποιητικές. Η κρητική τσικουδιά ή ρακή (με η, η ρακή) είναι διαφορετικό ποτό από το τούρκικο ρακί (με ι, το ρακί), αφού αυτό είναι όπως το ούζο, δηλ. έχει γλυκάνισο και διπλή απόσταξη, ενώ η τσικουδιά όχι.
Το τσίπουρο, ήταν και είναι, το ποτό των φτωχών και των λαϊκών τάξεων.


Το πότε ακριβώς άρχισε η παραγωγή του τσίπουρου στην Ελλάδα δεν είναι γνωστό. Υπάρχουν αναφορές για παραγωγή τσίπουρου στο Αγιο Όρος από το 1590, όπως φαίνεται από διάφορα τούρκικα φιρμάνια της εποχής.  
Με τα χρόνια εξαπλώθηκε σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, κυρίως στη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Κρήτη.

Το τσίπουρο δεν πρέπει να συγχέεται με το ούζο, αφού πρόκειται για ποτό με διαφορετικό τρόπο παρασκευής.
Η Τσικουδιά ή Ρακή στην Κρήτη είναι κάτι ανάλογο, ωστόσο η κυριότερη διαφορά του είναι ότι η τσικουδιά είναι προϊόν μονής απόσταξης. 
Το τσίπουρο έχει τις περισσότερες φορές 36 με 45 αλκοολικούς βαθμούς.


 

Από ποια πρώτη ύλη προέρχεται το τσίπουρο και πως παράγεται;
Το τσίπουρο προέρχεται από το σταφύλι και παράγεται με απόσταξη των στέμφυλων σταφυλιού (φλουδών), μετά τη διαδικασία οινοποίησης του σταφυλιού.


Ποια η διαφορά τσίπουρου, ρακής και τσικουδιάς;


Τσίπουρο, ρακή και τσικουδιά παράγονται όλα με απόσταξη των στέμφυλων του σταφυλιού. Παραδοσιακά  το τσίπουρο παράγονταν με διπλή απόσταξη ενώ η τσικουδιά και η ρακή με μονή απόσταξη.

Ποια η διαφορά τσίπουρου και ούζου;

Το τσίπουρο προέρχεται από το σταφύλι, ενώ το ούζο έχει σαν αλκοόλ βάσης, οινόπνευμα γεωργικής προέλευσης που προέρχεται συνήθως από μελάσσα.

Ποιο τσίπουρο είναι καλύτερο: Το με γλυκάνισο η χωρίς;

Είναι θέμα προσωπικού γούστου. Στο τσίπουρο με γλυκάνισο κυριαρχούν τα χαρακτηριστικά της ανηθόλης και το ιδιαίτερο γαλάκτωμα του με την προσθήκη νερού. 
Η ανηθόλη είναι διαλυτή στο αλκοόλ. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με το νερό.
Εξαιτίας, λοιπόν, της περιεκτικότητας του τσίπουρου σε αλκοόλ, η ουσία αυτή παραμένει σε διάλυση. 
Όταν όμως προστίθεται νερό, η διάλυτότητα της ανηθόλης μειώνεται , με αποτέλεσμα να δημιουργείται αυτό το θόλωμα.

Σε ποια θερμοκρασία απολαμβάνεται το τσίπουρο;


Το τσίπουρο απολαμβάνεται καλυτέρα δροσερό χωρίς νερό και πάγο στους 10 βαθμούς. 
Στο τσίπουρο με γλυκάνισο αν επιλέξουμε να προσθέσουμε πάγο είναι προτιμότερο να το αραιώσουμε πρώτα με λίγο νερό.


Πως παρασκευάζεται το τσίπουρο;



Το τσίπουρο παρασκευάζεται με την απόσταξη στέμφυλων, δηλαδή από τα υπολείμματα των σταφυλιών που μένουν μετά το πάτημα και την εξαγωγή του μούστου.
Η προετοιμασία είναι ο κρισιμότερος παράγοντας που επηρεάζει την ποιότητα του τελικού προϊόντος. 
Αν θέλουμε το τσίπουρό μας να είναι «καθαρό» πρέπει η πρώτη ύλη που θα χρησιμοποιήσουμε (σταφύλια, φρούτα κλπ.) να μην είναι ψεκασμένη με φυτοφάρμακα, να μην περιέχει στο μέτρο του δυνατού κοτσάνια, κουκούτσια, φύλλα και λοιπά ξένα σώματα, να είναι ώριμη, αλλά να μην έχει σάπια.

 Στη συνέχεια «πατάμε» τα σταφύλια (δηλ. τις ρώγες, μιας και τα κοτσάνια απομακρύνθηκαν πριν) είτε με τα 'πόδια', είτε τα περνάμε μια φορά από τη μηχανή σύνθλιψης. Το υγρό μίγμα που προκύπτει είναι αυτό που θα αποσταχθεί αργότερα. 
Προς το παρόν το βάζουμε σε βαρέλια ανοιχτά στον αέρα και το φυλάσσουμε σε δροσερό και σκοτεινό μέρος. 
Καλό είναι τα βαρέλια να είναι πλαστικά και με μεγάλο άνοιγμα για να πλένονται και να δουλεύονται εύκολα. 
Εννοείται ότι το άνοιγμα το καλύπτουμε με τούλι, για να μην πέφτουν μέσα στο βαρέλι σκόνες και σκουπίδια. Μια δυο φορές την ημέρα, αναδεύουμε αργά.
Η αλκοολική ζύμωση, μπορεί να διαρκέσει δεκαπέντε με σαράντα μέρες, ανάλογα με τον καιρό, δηλ. τη θερμοκρασία και την υγρασία (μέτρηση με μουστόμετρο συνιστάται).

 
 Απόσταξη. Η κορυφαία στιγμή για το τσίπουρο

Kρίσιμος παράγοντας είναι η προσθήκη μικρής ποσότητας καθαρού νερού στο καζάνι πριν ξεκινήσει η διαδικασία, διότι έτσι εμποδίζει το κάψιμο του τσίπουρου.
Το τσίπουρο καίγεται όταν εξατμιστεί όλη η ποσότητα οινοπνεύματος και νερού που υπάρχουν στο καζάνι, οπότε το συσσωρευμένο στο κάτω μέρος του καζανιού στεγνό κατακάθι, καίγεται με αποτέλεσμα μια δυσάρεστη μυρωδιά καμένου στο απόσταγμα. 
Αν μας τύχει από απροσεξία, κούραση ή ελλιπή προετοιμασία και το τσίπουρο μας καεί, πρέπει να το αποστάξουμε ξανά, οπότε η μυρωδιά εξαλείφεται. 
Αφού ανάψει και ζεσταθεί το καζάνι, φτάνει κάποια στιγμή στη θερμοκρασία βρασμού της αιθυλικής αλκοόλης (η οποία τυπικά είναι 80 οC), οπότε αρχίζει μετά από λίγη ώρα και ρέει το απόσταγμα.
 
Ορισμένες φορές το τσίπουρο αποστάζεται και δεύτερη φορά καθώς έτσι βελτιώνεται η ποιότητα του.

Σχετικά με την ποσότητα τσίπουρου που θα πάρουμε, μόνο ενδεικτικές τιμές υπάρχουν. 
Το καζάνι των 120 κιλών  δίνει 35 λίτρα αλκοόλ ανά 100 περίπου λίτρα γλεύκους (ότι απομένει μετά το τέλος της απόσταξης μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν πολύ καλή κοπριά!).


Περιγραφικά:
  • Ο μούστος είναι σε βαρέλια έξω από τον χώρο των καζανιών και αντλείται με μια δυνατή αντλία και στη συνέχεια ρίχνεται στα καζάνια..
  • Κάθε τόσο ο "ψήστης" βουτάει σ'ένα κυπελάκι με τσίπουρο το "γραδόμετρο" που μετράει τους αλκοολικούς βαθμούς του τσίπουρου. Όταν έχουν φτάσει σε ικανοποιητικό βαθμό, έχει τελειώσει η απόσταξη..
  • Τότε βγάζει από το καζάνι το σωλήνα απόσταξης και αρχίζει να ρίχνει νερό μέσα στο καζάνι προκειμένου να κρυώσει για να το καθαρίσει από τα απομεινάρια του μούστου..
  • ανοίγει το καζάνι που ακόμα βράζει και του ρίχνει πάλι νερό για να αρχίσει το καθάρισμα..

 Αφού τελειώσει η απόσταξη, βάζουμε το τσίπουρο σε γυάλινες νταμιτζάνες και μπουκάλια.


 Η παραγωγή και η διάθεση τσίπουρου επιτρέπεται σε όλη την Ελλάδα μόνο με ειδική άδεια. 
Το τσίπουρο αυτό φορολογείται, ενώ η διάθεση του μη εμφιαλωμένου αποστάγματος απαγορεύεται.





  • μουστόμετρο
μια συσκευή η οποία δείχνει το ποσοστό ζάχαρης που περιέχεται στο γλεύκος ή -ακριβέστερα- τα κιλά ζάχαρης που περιέχονται σε 100 κιλά γλεύκους. 
Η περιεκτικότητα αυτή είναι στην πραγματικότητα ο βαθμός ωρίμανσης του γλεύκους. Γενικά, μια τιμή κοντά στο 20 μας λέει ότι ήρθε η ώρα να πάμε για απόσταξη.







  

Παρασκευή ρακής
 
 Στην Κρήτη η ρακή αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα παραδοσιακά ποτά της χώρας και το σημαντικότερο της Μεγαλονήσου. 
Παλαιότερα αποτελούσε το ποτό του εργάτη και γενικά των ανθρώπων που δεν μπορούσαν να αγοράσουν κάποιο άλλο από τα ακριβότερα ποτά της εποχής.

Αλλά και σήμερα, μέσα από το πέρασμα του χρόνου, συνεχίζει να είναι το πιο διαχρονικό και αγνό ποτό, γεγονός που οφείλεται στην ποιότητά της η οποία έχει βελτιωθεί ακόμα περισσότερο. 

Αποτελεί μάλιστα ένα από τα αγνότερα και καλύτερα παραδοσιακά ποτά στον κόσμο, καθώς κατά την ανάλυσή της από ειδικούς οινολόγους αποδεικνύεται ότι δεν περιέχει αρωματικά ή χρωστικά στοιχεία. Αξίζει επιπλέον να σημειωθεί ότι σήμερα παρασκευάζεται και η λεγόμενη βιολογική ρακή.

Ιστορική αναδρομή της ρακής

Ο τρόπος παραγωγής της ρακής συνιστά μία παράδοση ετών. 

Οι ρίζες αυτής της παράδοσης εντοπίζονται στην Αρχαία Ελλάδα, όπου η τέχνη της ρακής ήταν πάνω απ’ όλα, μεράκι. 

Αναζητώντας τις χρήσεις της ρακής στο διάβα του χρόνου θα δούμε ότι οι φυσιοδίφες τη χρησιμοποιούσαν ως φαρμακευτικό σκεύασμα, ενώ οι Αλχημιστές του Μεσαίωνα έκαναν με αυτή πειράματα για να ανακαλύψουν το ελιξίριο της ζωής.

Ακόμα και ο Αριστοτέλης την πρότεινε για τη μετατροπή του θαλασσινού νερού σε πόσιμο. Έτσι με τον τρόπο αυτό, η τέχνη της ρακής μεταδόθηκε από γενιά σε γενιά.

Στη δεκαετία του 1920, ο τότε Kρητικός πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος ψήφισε νόμο στη Βουλή για την από­σταξη της ρακής, με τον οποίο δόθηκαν οι πρώτες άδειες για ρακοκάζανα σε αγρότες και αμπελουργούς της Κρήτης, έτσι ώστε να αρχίσουν να παράγουν νόμιμα την ρακή. 

Το 1929, τη χρονιά που λόγω ισχυρών βροχοπτώσεων υπήρξαν προβλήματα με τη σταφίδα, οι παρα­γωγοί έσωσαν τη σοδειά τους μέσα από τη ρακή, με αποτέλεσμα να αυξηθούν κατακόρυφα οι άδειες για ρακοκάζανα. 

Σήμερα, υπάρχουν αρκετοί που κατέχουν τη νόμιμη άδεια και παράγουν ρακή, ενώ δε δίνονται πλέον άδειες λόγω της αυστηρής νομοθεσίας που αφορά τα οινοπνευματώδη. Τις περισσότερες άδειες στην Κρήτη τις συναντάμε στο Νομό Ηρακλεί­ου, καθότι εκεί υπάρχουν τα περισσότερα στρέμματα αμπελιών στην Κρήτη αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα. 

Πολλές όμως άδειες χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου γιατί δε μεταβιβάστηκαν ή δεν πωλήθηκαν σε άλλους αμπελουργούς, με αποτέλεσμα από τα 1.400 καζάνια που λειτουργούσαν παλαιότερα, σήμερα να είναι ενεργά μόνο τα 550. 

Με τον τρόπο αυτό, σήμερα, μόνο όσοι διαθέτουν τη σχετική άδεια ανάβουν τα ρακοκάζανά τους και δουλεύουν πυρετωδώς για ένα δίμηνο.



Τρόπος παρασκευής της ρακής εν συντομία
Η απόσταξη της ρακής λαμβάνει χώρα μέσα από ένα ιδιαίτερα τελετουργικό χαρακτήρα. 


Τα υπολείμματα του μούστου κατά την παραγωγή του κρασιού που απομένουν από το πάτημα των σταφυλιών (τα τσάμπουρα, οι φλούδες και τα κουκούτσια), σφραγίζονται μέσα σε βαρέλια.

Εκεί παραμένουν μέχρι την ολοκλήρωση της ζύμωσης, οπότε πλέον είναι έτοιμα για την απόσταξη.

Το προϊόν που προκύπτει μετά την ολοκλήρωση της ζύμωσης ονομά­ζεται στέμφυλα ή τσίκουδα και από εδώ προκύπτει και η πασίγνωστη ονομασία της ρακής «τσικουδιά» που αποτελεί ουσια­στι­κά το δεύτερο ταυτόσημο όνομά της. 

Έπειτα τα στέμφυλα ή τσίκουδα μαζί με τα υγρά τους μεταφέρονται από τα βαρέλια σε καζάνια, τα οποία ονομά­ζονται ρακοκάζανα ή άμβυκες, όπου αφού σφραγιστούν όσο γίνεται πιο καλά και ερμητικά, αρχίζουν να βράζουν και όταν πλέον φτάσουν στην απαιτούμενη θερμοκρα­σία ξεκινά η διεργασία της απόσταξης. 

Όπως γνωρίζουν καλά οι αποσταγματοποιοί απαιτείται πολύ αργός ρυθμός στην όλη διαδικασία ώστε να υπάρχει το βέλτιστο αποτέλε­σμα και να στεφανωθεί με επιτυχία η όλη προσπάθεια. Κάθε καζανιά μπορεί να χρειαστεί περίπου τρεις ώρες. 

Από το καπάκι του καζανιού, μέσα από ένα σωληνάκι του που είναι τοποθετημένο σε αυτό και ψύχεται εξωτερικά με νερό, ρέει το απόσταγμα και έπειτα υγροποιείται ο ατμός που βγαίνει ως τσικουδιά. 

Πιο δυνατό θεωρείται το πρώτο απόστα­γμα που θα κυλήσει και το οποίο ονομάζεται  «πρωτοράκι». 

Βλέπουμε έτσι ότι η ρακή, σε αντίθεση με το γνωστό σε όλους τσίπουρο, είναι αποτέλεσμα μονής απόσταξης, κατά την οποία δεν προστίθεται άλλο αρωματικό φυτό και αποτελεί απόσταγμα αποκλειστικά και μόνο από τα τσίκουδα τα οποία είναι τα στυμμένα με πολύ μεγάλη επιμέλεια όπως ορίζει ο νόμος.

Εδώ εντοπίζεται και η βασική διαφορά της ρακής από το τσίπουρο.




Παρασκευή ούζου

 Το ούζο είναι ένα απόσταγμα, που οφείλει τους οργανοληπτικούς χαρακτήρες του, στις ουσίες που χρησιμοποιούνται για τον αρωματισμό του.

Ο μεσογειακός χώρος είναι πλούσιος σε φυτά και αρώματα. Στη διάρκεια της εξερεύνησής τους κερδισμένος βγήκε ο ουρανίσκος και η απόλαυση. 

Κάπως έτσι, ο γλυκάνισος “Pimpinella anisum”, ο μάραθος “Foeniculum vulgare miller”, ο αστεροειδής άνισος, η μαστίχα, η κανέλα, το γαρύφαλλο, ο κορίανδρος, η ρίζα αγγελικής, η μαστίχα, το φλαμούρι, το κάρδαμο (κακουλές), η μέντα κ.ά., μπήκαν στον άμβυκα για να εξευγενίσουν το απόσταγμα.

Η ειδοποιός διάφορα του ούζου από τα αλλά αλκοολούχα ποτά με άρωμα γλυκάνισου, είναι ο τρόπος αρωματισμού.


Στα περισσότερα anis, προηγείται συνήθως η παραλαβή των αρωματικών συστατικών των σπορών με νερό. Κατόπιν, αυτά προστίθενται στο διάλυμα της αλκοόλης.

Στο ούζο, παραδοσιακά, η παραλαβή των αρωματικών ουσιών γίνεται φυσικά, με συναπόσταξη των σπορών σε διάλυμα νερού και αλκοόλης. 
Γι’ αυτό και εντάσσεται στην κατηγορία των αποσταγμένων anis.


Η γοητεία της παρασκευής του ούζου.

 


Σε παραδοσιακούς χειροποίητους χάλκινους άμβυκες (καζάνια) παραμένουν για ώρες η αλκοόλη, οι σπόροι και οι αρωματικές πρώτες ύλες. 

Έπειτα, το μείγμα αποστάζεται χωρίς απότομες μεταβολές τόσο στη θέρμανσή του όσο και στην ψύξη του.




Από την πρώτη απόσταξη, διαχωρίζεται και επιλέγεται η “καρδιά”, το πιο εύγευστο μέρος του αποστάγματος, το οποίο περνάει στη δεύτερη μπορεί και τρίτη φάση της διαδικασίας (επαναπόσταξη), αργά, με συνεχείς ελέγχους και δοκιμές.

Το “αδόλωτο”, όπως ονομάζεται το κεντρικό κλάσμα που αποτελεί το τέλειο απόσταγμα της τελευταίας διαδικασίας, αποθηκεύεται για να καταλαγιάσει, να “ζευγαρώσουν” τα υλικά της συνταγής και να γίνουν ένα ομοιογενές μίγμα.

Πριν το απόσταγμα καταλήξει στις φιάλες, αραιώνεται με μαλακό νερό ώστε το τελικό προϊόν να αποκτήσει τον επιθυμητό αλκοολικό τίτλο. Ο υψηλός αλκοολικός τίτλος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ενσωμάτωση του πλούσιου αρώματος του ούζου.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία πρέπει να είναι μεγαλύτερος του 37,5 % vol.

Για να φτάσει σε εμάς το τελικό διάφανο απόσταγμα με την ελκυστική συσκευασία, ακολουθείται πολύπλοκη και λεπτομερής διαδικασία, η οποία πολλές φορές παραδίδεται ως διαθήκη από γενιά σε γενιά και κρατά μέσα της τα μυστικά της οικογένειας. 


Η επιτυχία της εξαρτάται κατ’ αρχήν από το μέγεθος, το είδος και το υλικό κατασκευής του άμβυκα. Η αλκοόλη καθώς και τα διάφορα είδη από την εκπληκτική ποικιλία των αρωματικών φυτών που θα προστεθούν, καθορίζουν εντέλει το απόσταγμα, το άρωμα και τη γεύση του.

Κάθε αποσταγματοποιός έχει το δικό του μυστικό. Δηλαδή το είδος και την αναλογία των αρωματικών σπορών που χρησιμοποιεί.


Ακόμη, διαφοροποιείται ως προς τα κλάσματα της απόσταξης που θα χρησιμοποιήσει, την εκχύλιση πριν την απόσταξη, την ταχύτητα απόσταξης, το μέγεθος του καζανιού (άμβυκα). Όλα αυτά διαφοροποιούν τους οργανοληπτικούς χαρακτήρες που θα έχει το τελικό απόσταγμα. Διαφοροποίηση υπάρχει και στην ολική ποσότητα σπόρων που θα προστεθούν.

Σήμερα, παράγεται ούζο σε όλη την Ελλάδα. Οι παραγωγοί ούζου είναι περίπου 300. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να παρουσιάζεται μια σημαντική διαφοροποίηση προϊόντων.
Το ούζο έχει ευχάριστο άρωμα, ασπρίζει, δροσίζει και ευφραίνει


Το ούζο με το νερό θολώνει και μας αποκαλύπτει έναν άλλο χαρακτήρα. 

Τα αιθέρια έλαια του γλυκάνισου, και του μάραθου, στα οποία οφείλει το ούζο το άρωμά του, είναι ευδιάλυτα στο υψηλόβαθμο σκέτο ούζο. 

Όμως, με το νερό ή το παγάκι ο βαθμός ελαττώνεται, τα αιθέρια έλαια γίνονται αδιάλυτα και δίνουν, το γνωστό λευκό θόλωμα που κάνει το ούζο να μοιάζει με γάλα. 


Η αραίωση εκτός από το χρώμα, μεταβάλλει και το άρωμα που ελευθερώνεται και πλημμυρίζει τις αισθήσεις.

Το ούζο, χάρη στα αιθέρια έλαια των σπόρων του γλυκάνισου, του άνισου και του μάραθου που περιέχει, χαρίζει στον ουρανίσκο γεύση από ανοιξιάτικη αύρα και ηλιόλουστη θάλασσα, ενώ δημιουργεί ένα ευχάριστο αίσθημα δροσιάς ικανό να απαλύνει και το πιο θερμό ελληνικό καλοκαίρι



 Τσίπουρο - Κίνδυνοι που μπορούν να παρουσιαστούν στην παρασκευή του τσίπουρου, από την παραλαβή των πρώτων υλών μέχρι και την κατανάλωση



ΠΗΓΗ. 1. epilogiko
            2. creteplus  
            3. back-to-nature
            4. reporter-media
            5. seaop 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου