Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΒΕΑΚΗΣ (13 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1884 - 29 ΙΟΥΝΙΟΥ 1951) - Ο κορυφαίος ηθοποιός του 20ού αιώνα











Ο Αιμίλιος Βεάκης ως «Βασιλιάς Ληρ»









 Πηγαία μέγιστο το ταλέντο του και αδιαλείπτως εξελισσόμενο, τον κατέταξε πρώτον στη χορεία των «αθανάτων» του ελληνικού θεάτρου. Ως προπορευόμενο, μάλιστα, της εποχής του «νεωτεριστή» ηθοποιό του 20ού αιώνα.

Γιος του δικηγόρου, συγγραφέα και δραματουργού Ιωάννη Βεάκη, ο Αιμίλιος γεννήθηκε στον Πειραιά (13/12/1884) και πέθανε, αιφνίδια (29/6/1951), από εγκεφαλικό.

Η δόξα του μεγάλη, αλλά γεμάτη πίκρες η ζωή του. Μικρούλης έχασε μάνα και πατέρα. Κόντρα στους κηδεμόνες συγγενείς του, το 1900 εισάγεται στη νεοσυσταθείσα «Βασιλική Δραματική Σχολή», με δάσκαλο τον Θωμά Οικονόμου. Σύντομα η σχολή κλείνει. 

Ο Οικονόμου τον έβγαλε «στα παλιοσάνιδα της σκηνής» (από το «Ημερολόγιό» του). Παίζει στο θίασο της Ευαγγελίας Νίκα (1900 - 1901) σε γαλλικές κωμωδίες. 
Επί δέκα χρόνια, σε περιοδεύοντες θιάσους, «ασκείται» με πλήθος ποικίλων ρόλων. Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους οργανώνει παραστάσεις, επιστρατεύεται, πολεμά (1912 - 1913) και προάγεται «επ' ανδραγαθία» (από το βιβλίο του «Πολεμικαί εντυπώσεις», 1914).

Οι ερμηνείες του τη δεκαετία του 1910 «ακόνιζαν» ανοδικά την υποκριτική, πνευματική, ιδεολογική και κοινωνική εξέλιξή του. Εξέλιξη που - καθ' όλα - ποιούσε Ηθος.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, συνεργάζεται με το θίασο των Λεπενιώτη - Καλογερίκου (1914). Συμπρωταγωνιστεί με τις Μ. Κοτοπούλη (1915 - 1916) και Κυβέλη (1917 - 1918). 

Στο «Βασιλικό Θέατρο» (14/1/1918) παίζει τον Ιάσονα στη «Μήδεια» του Λεγκουβέ, σε καθαρευουσιάνικη μετάφραση του Αγγελου Βλάχου. 

Ο πρωτοπόρος, «φωτισμένος» ιδεολογο-αισθητικά Φώτος Πολίτης για την ερμηνεία του Βεάκη έγραφε ότι «αναγκάστηκε να παίζει στην καθαρεύουσα», αλλά «ήτανε τόσο γερό τάλαντο, δεν τον τσάκιζε καμιά καλλιτεχνική κακοτυχία! Η εποχή ακόμα είναι ακαταστάλαχτη. Ο πρώτος μεγάλος τραγωδός του δημοτικισμού μπορεί να παίζει ό,τι τύχει».
 


   
Ο Βεάκης, με σκληρή δουλειά, μεγάλη στέρηση (τότε - όπως σήμερα - στους ηθοποιούς δεν υπήρχαν Συλλογικές Συμβάσεις και ασφάλιση, παρά μόνο τα ψίχουλα που έριχναν από το τραπέζι τους οι θιασάρχες), «με το σπαθί» του κέρδισε τα πρωτεία του.

Πρώτος μεγάλος, «μυθικός» σταθμός στην πορεία του - και στην Ιστορία του ελληνικού θεάτρου - ήταν η ερμηνεία του στον «Οιδίποδα Τύραννο» (μετάφραση - σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη, με την «Εταιρία Ελληνικού Θεάτρου», πρεμιέρα 20/5/1919).

Παραθέτουμε σπάραγμα κειμένου του Φ. Πολίτη για την ερμηνεία του Βεάκη: «Ο ρόλος του Οιδίποδος είναι ασφαλώς η μεγαλυτέρα επιτυχία του κορυφαίου των Ελλήνων ηθοποιών. 

Ο Βεάκης συγκλονίζει το ακροατήριον, σκορπά την φρίκην, τον τρόμον, γεννά τον οίκτον, αποσπά δάκρυα. Μετρημένος, ήσυχος, υπερήφανος, μεταπίπτει απότομα, μετά την αποκάλυψιν του τραγικού μυστικού της γεννήσεώς του 
(...) Ακολουθεί η πτώσις η ολοσχερής. (...) Ο Οιδίπους ωρύεται, μουγκρίζει από φυσικόν και ηθικόν πόνον». Και ο Αλκης Θρύλος («Νουμάς», 25/5/1919) για την ερμηνεία του έγραφε: «...έπαιζε πολύ νεωτεριστικά. Τον έδειξε σαν έν' άνθρωπο (...) έπαιζε τέλεια».

Στις δεκαετίες 1920 και 1930 ενσαρκώνει δεκάδες «γιγάντιων» πρωταγωνιστικών ρόλων αρχαιοελληνικού, σαιξπηρικού, μολιερικού, κλασικού, νεότερου ευρωπαϊκού και αμερικανικού και νεοελληνικού θεάτρου. Και μόνον η καταγραφή των συγγραφέων και των έργων θα απαιτούσε πολλές σελίδες. 

Ο Βεάκης, με τη δύναμη, τη φυσικότητα των εύπλαστων υποκριτικών μέσων του, την πνευματικότητα, την αλήθεια και αμεσότητά του, αριστοτεχνούσε με τη δραματουργία όλων των εποχών. «Κεντούσε» ό,τι κι αν έπαιζε. Δράμα, κωμωδία, φάρσα.

Το 1930, συμπτύσσοντας θίασο με το ζεύγος Μινωτή - Παξινού, παρουσιάζει σπουδαία έργα. Από το 1931 το Εθνικό Θέατρο διευθύνει ο Φώτος Πολίτης και ο Βεάκης μεγαλουργεί, μπορώντας «να υποδυθεί τους κορυφαίους ρόλους της ειδικότητάς του και να τους πλουτίσει με το πολύχυμο ταλέντο του» (Μάριος Πλωρίτης). 

Το 1938 σημαδεύεται από έναν ακόμα μεγάλο ερμηνευτικό «σταθμό» του. Τη συναρπαστικού δραματικού «κάλλους» ερμηνεία του ως «Βασιλιάς Ληρ». Ερμηνεία «με ανεπανάληπτο μεγαλείο, συντριβή, οργή και απόγνωση» (Μάριος Πλωρίτης), στην οποία υποκλίθηκε ο Λόρενς Ολίβιε.

Κατοχή. Γνωστός - από τα νιάτα του - για τις αριστερές ιδέες του, ο Βεάκης παίζει τον «Οιδίποδα Τύραννο» (Ηρώδειο, 16-27/7). Στις 29/7 συλλαμβάνεται. «Χωρίς απολογία ή ανάκριση» φυλακίζεται στου Αβέρωφ «ως επικίνδυνος προπαγανδιστής». 
Στις 5 Αυγούστου ελευθερώνεται.

Αψηφώντας «προειδοποιητική» σύλληψη, μετά την ίδρυση του ΕΑΜ, εντάσσεται σ' αυτό (δραστηριοποιήθηκε στην «Εθνική Αλληλεγγύη»), όπως και η δεύτερη σύζυγός του, ηθοποιός Σμαράγδα (το γένος Μπόλλα) και τα παιδιά τους Γιάννης, Μαίρη, Δημήτρης, επίσης ηθοποιοί (ο Γιάννης, μετά τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, αναγκασμένος σε πολιτική προσφυγιά στη Ρουμανία, αναδείχθηκε σε επιφανή σκηνοθέτη του ρουμανικού Κρατικού Θεάτρου).

Ο Βεάκης διώκεται από το Εθνικό Θέατρο. Συνεργάζεται με ιδιωτικούς θιάσους. Το 1944, μεταξύ άλλων ΕΑΜιτών ηθοποιών, συλλαμβάνονται τα παιδιά του Γιάννης και Μαίρη. Με εντολή του πρωθυπουργού Ιωάννη Ράλλη, οι Γιάννης Βεάκης, Γιώργος Γληνός και Πέλλος Κατσέλης κλείνονται στα γερμανικά κρατητήρια της οδού Ελπίδος. Με αίτημα πολλών γνωστών καλλιτεχνών (μεταξύ τους και η Μαρίκα Κοτοπούλη) και οι τρεις αποφυλακίζονται στα τέλη του Μάη.

Μετά την απελευθέρωση, ο Βεάκης και τα παιδιά του συμμετέχουν ως ηθοποιοί στον ΕΑΜικό θίασο «Ελεύθεροι Καλλιτέχνες», στον οποίο, όπως και σε άλλους ΕΑΜικούς θιάσους - και πριν τον ηρωικό Δεκέμβρη του 1944 - επιτίθενται Χίτες. 
Ο Βεάκης τραυματίζεται. Ανακρινόμενος, δηλώνει ότι ως «δημοκράτης και ανθρωπιστής δεν μπορούσα να λείψω από την Αντίσταση στον κατακτητή».

Μετά το Δεκέμβρη του 1944, με πολλούς ΕΑΜίτες καλλιτέχνες, το ζεύγος Βεάκη, τα παιδιά του Γιάννης και Μαίρη και η οκτάχρονη κορούλα της Μαριάννα (ο Δημήτρης είχε επιστρατευτεί στην Εθνοφυλακή), ακολούθησαν την υποχώρηση του ΕΛΑΣ και έδιναν δωρεάν παραστάσεις στις περιοχές της ελεύθερης, ακόμη, Ελλάδας. 

 Λόγω του δολοφονικού οργίου και στην ύπαιθρο, η οικογένεια επιστρέφει στην Αθήνα.
Ακολουθούν χρόνια δεινά. Η Μαίρη εξόριστη από το 1947. Ο Γιάννης στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας και μετά στην πολιτική προσφυγιά. Κι ο πατέρας «έφυγε» χωρίς να τον ξαναδεί... Για την επιβίωση της οικογένειας παίζει σε δυο-τρεις παραστάσεις. Το 1947, πικραμένος, αποσύρεται με μια σύνταξη πείνας.

Το Μάη του 1951 ερμηνεύει ραδιοφωνικά την τελευταία σκηνή του «Οιδίποδα Τύραννου» και το «Κύκνειον Ασμα» του Τσέχοφ. Επίσης Μάη, το Εθνικό Θέατρο, ως «ελεημοσύνη», τον καλεί να παίξει δυο μικρούς ρόλους (ο ένας ήταν σχεδόν βουβός) στα έργα «Δάφνη Λωρεόλα» και «Τρεις κόσμοι». 

Ακόμη και βουβός, ο Βεάκης «κλέβει» την παράσταση. Συνταράσσει το κοινό, αποδεικνύοντας για έσχατη φορά, προπαραμονές του θανάτου του, ότι κατείχε την τέχνη να είναι μέγιστος στους μεγάλους ρόλους αλλά και να καθιστά μέγιστους και τους ελάχιστους ρόλους.


Αρ. Ελληνούδη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου