Τετάρτη 20 Μαΐου 2020

1863 - Λαϊκός ξεσηκωμός για τους βουλευτικούς λουφέδες


Για μια ακόμη χρονιά ζήσαμε  αυτή την απίστευτη κοροϊδία με τα τάχα μου «πόθεν έσχες» των βουλευτών, ευρωβουλευτών και υπουργών που όπως γινόταν πάντα από την πρώτη μέρα εφαρμογής του «θεσμού» (τρομάρα τους) έλειπαν τα «πόθεν» και έμεναν τα παχυλά «έσχες». 

Κι αυτά κολοβά , αφού αρκετοί  ερίφηδες εθνοπατέρες έβρισκαν χίλιους τρόπους για κρύβουν εισοδήματα κι όταν τους έπιαναν με τη γίδα στην πλάτη το έριχναν στις δικαιολογίες όπως τάχα μου οι λογιστές τους ήταν ξεχασιάρηδες σε τέτοιο βαθμό που «ξέχναγαν» να δηλώσουν εκατομμύρια ευρώ. 

Από κοντά και  οι γνωστές μπουμπουνιστές περιπτώσεις στο «στρατόπεδο της αριστείας», μεγάλων δανείων από κορυφαία πρόσωπα, με τζάκια που χάνονται στο βάθος του χρόνου, που δεν περίμενε κανείς ότι θα χρωστούν αφού τα δάνεια αντιπροσωπεύουν μόνο ένα μικρό ποσοστό της μεγάλης τους περιουσίας. 

Κι όμως το είδαμε κι αυτό. Ή τους τάχα μου αριστερούς με τις μεγάλες δεξιές, δεξιότατες , τσέπες όπως εκείνος ο αθεόφοβος πρώην«Ρηγάς» που αγόρασε 8  διαμερίσματα μέσα σ’ ένα χρόνο και με το airbnb στο ζενίθ του,για τα φουκαριάρικα τα παιδιά του (πόσο καιρό είχαμε να ακούσουμε τέτοια δικαιολογία, από την εποχή εκείνης της  διαφήμισης με τον πρωταγωνιστή να ορκίζεται πως όλα τα έκανε για τη φουκαριάρα τη μάνα του) αλλά και για το καλό των προσφύγων… 

Κι εκείνες και εκείνους της «πρώτη φορά αριστεράς» με τις «βαρειές»καταθέσεις στο εξωτερικό γιατί δεν είναι βλάκες όπως οι υπόλοιποι Έλληνες να τις έχουνε στην Ελλάδα. Αυτοί ξέρουν πού είναι τα σίγουρα. Οι άλλοι ας πάνε να πνιγούν. Ή τον άλλο τον «βασιλιά των κηραλοιφών» που όλα τα γιατρεύει με τις βαρβάτες καταθέσεις στη Γερμανία.

 Η λαϊκή οργή ξεσπάει ακόμη και τότε που δεν το περιμένεις

 Θα πει κάποιος , και με το δίκιο του: Βρίσκουν και τα κάνουν. Σωστά. 
Γιατί όσο  ο λαός θα είναι συνέχεια στον καναπέ  αυτοί ανενόχλητοι θα τον ξεζουμίζουν. 
 Όμως κούνια που τους κούναγε. 

Λίγη ιστορία να διαβάσουν και θα δούν πως η λαϊκή οργή ξεσπάει ακόμη και χωρίς προειδοποίηση. Και ουδείς μπορεί να δουλεύει το λαό ατιμώρητα.

«Θα μας πάρουν με τις πέτρες» έχει πει εκεί στις αρχές της κρίσης  ο Γιώργος Παπανδρέου όταν ήταν  πρωθυπουργός, μη πιστεύοντας κι ο ίδιος αυτά που έλεγε. Ήταν μία από τις γνωστές (και συνεχείς) παρλαπίπες  του.

Λόγια του αέρα έτσι για να ακούγονται και να λέει μετά πως πιάνει τον παλμό του κόσμου. Έλα όμως που σ΄αυτή τη γαλανή πατρίδα η Ιστορία έχει και προηγούμενα που ο λαός πήρε πράγματι με τις πέτρες αυτούς που τον δούλευαν. Και όχι μόνο ένα.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο λαϊκός ξεσηκωμός το 1863, λίγο μετά την έξωση του βασιλιά Όθωνα και πριν έρθει στη χώρα ο Δανός Γεώργιος Α΄. 

Τότε , που  μέσα σε μια  βαθύτατη οικονομική κρίση και απίστευτη φτώχεια των λαϊκών στρωμάτων η Εθνική Συνέλευση  αποφάσισε την αύξηση της αποζημίωσης των πληρεξουσίων. 

Ένα επεισόδιο της ελληνικής ιστορίας με στοιχεία που μοιάζουν πολύ με αυτά που ζούμε σήμερα. Και αν τα τελευταία δέκα χρόνια κυριάρχησαν οι λέξεις λαμόγια και λαμογιές και ύβρεις όπως το «όλοι μαζί τα φάγαμε», τότε κυριαρχούσαν οι λέξεις λουφές (δηλαδή το μπαχτσίσι, το φιλοδώρημα, το λάδωμα) και λουφέδες για τους άθλιους πολιτικάντηδες.

Τα κρατικά ταμεία βρέθηκαν άδεια μετά την έξωση του βασιλιά Όθωνα.

Τότε το κρατικό ταμείο ήταν άδειο αφού οι διάφορες κυβερνήσεις που διόριζε ο Όθωνας είχαν σπαταλήσει όλα τα δημόσια έσοδα. Λεφτά με τη σέσουλα σε περιττές δαπάνες για τους ανθρώπους του Παλατιού και των μηχανισμών που είχαν στήσει σ όλη τη χώρα για να τους διατηρούν στην εξουσία.


 Περικοπές μισθών, άγρια φορολόγηση

 Έμπαινε λοιπόν επί τάπητος το ζήτημα των οικονομιών. Από πού θα έκοβαν δαπάνες; Πρώτα από όλα από τους μισθούς των  υπαλλήλων και την άγρια φορολόγηση .

Καλή ώρα όπως αυτά που ζούμε εδώ και δέκα χρόνια. Έτσι στα τέλη του Φεβρουαρίου  και τις αρχές Μαρτίου 1863 άρχισε στη  Συνέλευση η συζήτηση  για τις περικοπές των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων αλλά και την επιβολή φόρων στους κτηνοτρόφους. 

Η συζήτηση γινόταν στη σκιά των αιματηρών συγκρούσεων που είχαν μόλις τελειώσει και έμειναν στην ιστορία ως «Φεβρουαριανά» (σ.σ. συγκρούσεις μεταξύ των αντιμαχομένων φατριών για το ποιός θα έχει το πάνω χέρι μετά την έξωση του Όθωνα).

Η Αθήνα του 19ου αιώνα. Ένα μεγάλο χωριό.


 Οι συζητήσεις ήταν έντονες . 
Οι υποστηρικτές της μείωσης των μισθών των υπαλλήλων και της φορολόγησης των κτηνοτρόφων επέμεναν ιδιαίτερα στο επιχείρημα ότι αν δεν μειωθούν οι δημόσιες δαπάνες τότε δεν θα εξυπηρετηθεί και η αποπληρωμή των υπέρογκων δανείων στα οποία είχε υποχρεωθεί να προχωρήσει η Ελλάδα ήδη από τα χρόνια του  αγώνα της ανεξαρτησίας και της Επανάστασης του 1821. 

Από την άλλη πλευρά πληρεξούσιοι ζήτησαν να περικοπούν αναλογικά και οι μισθοί άλλων κατηγοριών υψηλόμισθων  όπως των μητροπολιτών  κατά 50%. Όμως οι προτάσεις αυτές δεν έγιναν δεκτές .

Τελικά το νομοσχέδιο για τις περικοπές στους μισθούς και την φορολόγηση της κτηνοτροφίας παρά τις αντιδράσεις  ψηφίστηκε αλλά το κλίμα στις λαϊκές μάζες ήταν πάρα πολύ βαρύ. 

Πολύ περισσότερο που η προσωρινή κυβέρνηση που σχηματίστηκε μετά την έξωση του Όθωνα είχε απονείμει σωρηδόν βαθμούς σε αξιωματικούς που πήραν μέρος στις κινήσεις για την απομάκρυνση του βασιλιά επιβαρύνοντας έτσι το δημόσιο ταμείο και προκαλώντας τη δυσφορία της κοινής γνώμης.

Μέσα σ αυτές τις συνθήκες κατατέθηκε και η πρόταση για την αύξηση της αποζημίωσης των πληρεξουσίων. Η συζήτηση  άρχισε στις 20 Μαρτίου. 

Το Προεδρείο πρότεινε ψήφισμα που προέβλεπε τη χορήγηση μηνιαίας αποζημίωσης στους πληρεξουσίους 400 δραχμών.
 Ένα  ποσό ιδιαίτερα υψηλό για τα δεδομένα του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα και την οικονομική κατάσταση της χώρας. 

Ενδεικτικά αξίζει να σημειωθεί ότι λίγο αργότερα ,γύρω στα 1880 ( και με βάση το νόμο ΑΓ/1846)  ο μισθός των υπουργών ήταν 10.000 δραχμές το χρόνο . 

Την ίδια εποχή όπως σημειώνεται και στην «Ιστορία του Ελληνικού έθνους» (τ. ΙΔ , σελ 13) «το μέσο ετήσιο εισόδημα των 10 μεγαλύτερων γαιοκτημόνων της χώρας δεν ξεπερνούσε έως την προσάρτηση της Θεσσαλίας τις 20.000 δραχμές το χρόνο», ενώ ελάχιστα χρόνια πριν το 1874, δεν υπήρχαν παρά τρεις βιομηχανικές μονάδες που να παράγουν προστιθέμενη αξία μεγαλύτερη από 100.000 δραχμές το χρόνο».

Με αυτά τα δεδομένα ήταν φυσικό ότι και στο άκουσμα μόνο της πρότασης θα ξεσηκώνονταν θυελλώδεις αντιδράσεις. 

Ο Γ. Κορδάτος γράφει στη «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας (τ. 12ος, σελ.167):

«Μόλις διαβάστηκε η πρόταση αυτή το ακροατήριο άρχισε τα ποδοκροτήματα και τα γιουχαίσματα:
-Αίσχος! Ντροπή!
-Ο λαός πεινά και σεις μας φορολογείτε για να σιτίζεσθε από το Δημόσιο Ταμείο.

Αριστείδης Μωραιτίνης πρόεδρος του Αρείου Πάγου ( 1861-1871)  πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης, μετά την έξωση του Όθωνα και πρωθυπουργός για ένα μήνα (20 Δεκεμβρίου 1867-25 Ιανουαρίου 1868).

Το λόγο παίρνει ο πληρεξούσιος Άχολος ο οποίος απευθύνεται στο ακροατήριο για να τον διακόψει ο πρόεδρος της Συνέλευσης Μωραιτίνης ο οποίος του λέει πως δεν έχει δικαίωμα να απευθύνεται στους ευρισκόμενους στα θεωρεία αλλά μόνο στη Συνέλευση.

Κι αυτοί  για τα… φουκαριάρικα τα παιδιά τους!

 Στα πρακτικά του Σώματος αναφέρονται τα εξής:

«Aχολος: «Δεν το ήξερα, με συμπάθειο , Κύριοι, είμαι ο φτωχότερος  απάντων , δεν απαιτώ τίποτε και το λέγω , πρώτος, και με συγχωρείτε , διότι θα λάβω μεγάλην τόλμην , δεν το λέγω ούτε να προσβάλω, ούτε να επαινέσω κανένα, σας λέγω ότι μέγα μέρος των Πληρεξουσίων ίσως το 1/3 , οι οποίοι δεν μισθοδοτούνται, είναι φίλοι μου, συμπατριώται μου , έχουν 4 μήνας εδώ, αφήκαν τας γυναίκας των , αφήκαν τα παιδιά των , (γέλωτες και θόρυβος) μη κρύβεσθε εις το δάκτυλον σας, όλοι θέλετε μισθόν, ειπέτε το λοιπόν, ο ένας θέλει να το ειπή προ δύο μηνών, ο άλλος ζητεί πέντε τάλληρα και δεν τα ευρίσκει, ο άλλος λέγει, ο αγρός είναι άσκαφτος (θόρυβος). 

Τέλος πάντων προτείνω και πιστεύω ότι η Συνέλέυσις παμψηφεί θα το δεχθή να δοθούν 200 δραχμαί εις καθένα-πολλοί κάθηνται έξ μήνας εδώ και δεν έχουν ψωμί, δεν έχουν παπούτσια (γέλως) είμαι ο χειρότερος και ζητώ συγγνώμην, να ερωτηθή η Συνέλευσις».
Ο Βάσος εν μέσω αντεγκλήσεων κηρύσσεται κατά πάσης αποζημιώσεως και προτείνει και όσοι παίρνουν μισθόν από άλλας αιτίας να τον αφήσουν , διότι δεν έχει το Ταμείον χρήματα.

Ο Διομήδης Κυριακός, τονίζει, ότι πρέπει όλοι να παραιτηθώμεν παντός μισθού, εν ανάγκη δε διά τους τελείως απόρους να θεσπισθή μικρά τις αποζημίωσις. Ας πωλήσωμεν, λέγει ό,τι έχομεν ο καθένας δια να συντηρήθώμεν παρά να δώσωμεν αφορμήν κατακρίσεως.
Διομήδης Κυριακός, πρωθυπουργός για ένα μήνα το 1863.

 Ο Ζέρβας κηρύσσεται υπέρ της χορηγήσεως αποζημιώσεως ως αναγκαίας.
 Ο Μπουντούρης προτείνει να δοθή δι έκαστον πίστωσις 200 δρχ. κατά μήνα και όστις θέλει ας τα λάβη.
 Ο Βαλτινός προτείνει 300δραχμον μηνιαίαν αποζημίωσιν.

 Ο Ζαίμης κηρύσσεται υπέρ της χορηγήσεως αποζημιώσεως τινος διότι η άμισθος παροχή υπηρεσιών είνε  αρχή  πλουτοκρατική και την απεδέχθησαν μόνον αι αριστοκρατικαί κοινωνίαι. Ουδαμού, λέγει, υπάρχει παράδειγμα αμίσθου εκπληρώσεως των καθηκόντων του πληρεξουσίου ή βουλευτού. Τας πλουτοκρατικάς και αριστοκρατικάς αρχάς τας απέκρουα πάντοτε, διότι δεν δύνανται να εμφυτευθούν εις έδαφος καθαρώς δημοκρατικόν, όπως το Ελληνικόν».


 Ψηφοφορία μέσα σε πανδαιμόνιο

 Το ακροατήριο από τα θεωρεία αντιδρούσε με σφυρίγματα και γιουχαίσματα στα λόγια των βουλευτών που ζητούσαν να αυξηθεί η αποζημίωση.
Ακολούθησε μέσα σε πανδαιμόνιο  η ψηφοφορία. Η πρόταση ψηφίσματος εγκρίθηκε με μια μικρή τροποποίηση όπως γράφει ο Κορδάτος:
«Όσοι από τους πληρεξουσίους είναι υπάλληλοι και έχουν μισθό μικρό, θα παίρνουν μηνιάτικη αποζημίωση τόση ώστε να φτάνουν τις 300 δραχμές. Όσοι πάλι δεν έχουν κανέναν μισθό θα παίρνουν και αυτοί από το Δημόσιο Ταμείο 300 δραχμές. Θα εξαιρούνται μόνο όσοι δεν παρακολουθούν τις συνεδριάσεις της Συνέλευσης ή απουσιάζουν στις επαρχίες τους. Αυτοί δεν θα παίρνουν πεντάρα».

 «Γιούχα παραδόπιστοι, γιούχα εκμεταλλευτές»

 Μόλις έγινε γνωστή η είδηση της έγκρισης του ψηφίσματος  η Αθήνα ξεσηκώθηκε και την άλλη μέρα έγιναν μεγάλες ταραχές που οδήγησαν στην πρόσκαιρη μη εφαρμογή του νόμου για αύξηση της αποζημίωσης , όχι όμως και στην ρητή  κατάργησή του. 

Να τι γράφει ο Κορδάτος:

 «Ο λαός ξεχύθηκε στους δρόμους και με γιουχαίσματα υποδέχτηκε το ψήφισμα για τη βουλευτική αποζημίωση.

Από νωρίς χιλιάδες κόσμου μαζεύτηκαν μπροστά στη Βουλή και έβριζαν τους πληρεξούσιους που έβγαιναν:
-Γιούχα παραδόπιστοι.
-Γιούχα εκμεταλλευτές.
Γιούχα…

Ύστερα σχηματίστηκε μεγάλη διαδήλωση. Μαζί με το λαό ήταν και πολλοί εθνοφύλακες και στρατιώτες. Όλοι τους φώναζαν: «Γιούχα-Κάτω ο Λουφές!».
-Πάμε στο σπίτι του Μωραιτίνη, είπε κάποιος, πάμε να του πούμε να καλέσει τη Συνέλευση, τώρα αμέσως για ν ακυρώσει το ψήφισμα-Λουφέ.
-Πάμε φώναζαν όλοι.
Σε λίγο βρέθηκαν χιλιάδες λαού μπροστά στο σπίτι του Μωραιτίνη, που τους υποσχέθηκε ότι «στην προσεχή συνεδρίασιν θα ενεργήση τα δέοντα».

Ύστερα ο λαός και ο στρατός πήγε στο σπίτι του Ζαίμη και όχι μόνο έβριζε αλλά και πετροβολούσε. Δεν έμεινε τζάμι για τζάμι. Έσπασαν ακόμα και τα παραθυρόφυλλα. Παραλίγο να βάλουν και φωτιά.

Θρασύβουλος Ζαΐμης, γιος πρωθυπουργού έγινε κι αυτός πρωθυπουργός και γενάρχης πολιτικού τζακιού.


Τα ίδια έγιναν και στο σπίτι του Βαλτινού. Απεκεί πήγαν στο σπίτι του Κουμουνδούρου γιατί διαδόθηκε ότι εκεί συνεδρίαζαν πολλοί πληρεξούσιοι.
Μόλις έφτασαν εκεί άρχισαν τα γιούχα και οι βρισιές και απειλές. Από το σπίτι όμως του Κουμουνδούρου άρχισαν πυροβολισμοί στον αέρα.

Τότε το πλήθος μάνιασε και ακούστηκε μυριόστομη η φωνή:
-Στα όπλα!
Μέσα σε λίγη ώρα το σπίτι του Κουμουνδούρου έγινε γυαλιά καρφιά. Καταστράφηκε.Το πλήθος με ρόπαλα, με πέτρες, με τσαπιά και μπαλτάδες ρίχτηκε καταπάνω.
-Ακούς εκεί οι λουφέδες να θέλουν να μας σκοτώσουν!
-Βαράτε τους!
-Οι άτιμοι μας φορολογούν και ενώ εμείς δεν έχουμε να φάμε , αυτοί θα τσεπώνουν  300 δραχμές το μήνα!
Αν δεν έφτανε η Χωροφυλακή το σπίτι του Κουμουνδούρου θα ξεθεμελιωνόταν.

Αλέξανδρος Κουμουνδούρος. Έγινε δέκα φορές πρωθυπουργός.


 Την άλλη μέρα (22 Μάρτη) έγινε μυστική συνεδρίαση και αποφασίστηκε να μην ανακληθεί μεν το ψήφισμα για την αποζημίωση των πληρεξουσίων , αλλά να μείνει ανεκτέλεστο ως το τέλος των εργασιών της Συνέλευσης.».

 Αυτό ήταν ένα μάθημα που έδωσε ο λαός των Αθηνών στους πολιτικάντηδες που τον έγραφαν στα παληά τους τα παπούτσια και περιφρονούσαν τη δυστυχία και τις στερήσεις μέσα στις οποίες ζούσε.

 «Καλός , καλός είν’ο λαός , αλλά δεν ξεμπερδεύετε καλώς»

 Η ανάμνηση του ξεσηκωμού των αθηναίων για την αύξηση του μισθού των πληρεξουσίων  ήταν έντονη για πάρα πολλά χρόνια. Γράφτηκαν μάλιστα και πολλά τραγούδια για το ζήτημα αυτό που εξέφραζαν την λαική οργή. 

Ένα από αυτά δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Παλιγγενεσία» και  άρχιζε ως εξής:
«Ανοίξετε τα μάτια σας
πατέρες προκομένοι
καλός, καλός ειν’ ο λαός
αλλ’ όταν χάνει τη μικρή
υπομονή που μένει
δεν ξεμπερδεύτε καλώς!
Κάτω! Κάτω ο λουφές!»

Δυστυχώς αρκετές φορές στον 20ο αιώνα το μάθημα του 1863 ξεχάστηκε. Και ,κατά το Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει αυξήθηκε η βουλευτική αποζημίωση και μάλιστα σε στιγμές που η χώρα βρισκόταν στο χείλος της οικονομικής καταστροφής.



ΠΗΓΗ. imerodromos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου