Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

Αναγκαία η αποθεραπευτική αγωγή για όσους πέρασαν από ΜΕΘ λόγω COVID-19

Σε συνθήκες, όπου πρωτεύον είναι να σωθεί η ζωή όσων ανθρώπων νοσήσουν βαριά από τον κορονοϊό COVID-19, το τι θα ακολουθήσει μετά την έξοδό τους από τη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) και τον αναπνευστήρα είναι δευτερεύον, αλλά δεν πρέπει να αμεληθεί, καθώς η ιατρική γνώση λέει ότι σε πολλούς η ασθένεια θα αφήσει πίσω μόνιμα προβλήματα υγείας. 

Προβλήματα που αν είναι να αντιμετωπιστούν όσο αυτό είναι δυνατό, θα πρέπει να ακολουθηθούν ειδικά θεραπευτικά προγράμματα, αμέσως μετά την επιστροφή στο σπίτι, αλλά ιδανικά, για όσους η κατάστασή τους το επιτρέπει και όσο αυτοί βρίσκονται ακόμη στη ΜΕΘ. 

Βεβαίως, στις συνθήκες που επικρατούν στα αδυνατισμένα από τα καπιταλιστικά κράτη δημόσια συστήματα Υγείας, τέτοιου είδους φροντίδα μοιάζει εξωπραγματική.

Το πρόβλημα αναμένεται να είναι εντονότερο σε μερικούς από τους ασθενείς που έμειναν για βδομάδες στον αναπνευστήρα. «Το θέμα είναι πώς θα μπορέσουμε να βοηθήσουμε αυτούς τους ανθρώπους να επανέλθουν», λέει η Λόρεν Φεράντε, πνευμονολόγος και εντατικολόγος της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Γέιλ. 

Η νοσηλευτική πρακτική για τέτοιους ασθενείς είναι να εξασφαλίζεται ότι θα μένουν διαυγείς και κινητικοί όσο γίνεται περισσότερο, ακόμη και στη χειρότερη φάση της ασθένειας. 

Αλλά πολλοί εντατικολόγοι επισημαίνουν ότι η μεταδοτικότητα του κορονοϊού και η πίεση που ασκεί η πανδημία στα νοσοκομεία κάνουν πολύ δύσκολη την εφαρμογή αυτής της πρακτικής στην περίπτωση των ασθενών από COVID-19.

Αυξημένος κίνδυνος
 
Τα παραμένοντα προβλήματα μετά τη μακρόχρονη παραμονή στον αναπνευστήρα είναι εντονότερα στους ηλικιωμένους. 

Οπως δηλώνει η ειδικευμένη στη γηριατρική ιατρός Σάρον Ινούγε, του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, βλέπει τις σχετικές πρακτικές αντιμετώπισης, που αναπτύχθηκαν σε διάστημα δεκαετιών, να αποδυναμώνονται κατά τη διάρκεια της πανδημίας αυτής. 

Ο ιός SARS-CoV-2 επιτίθεται σε πολλά σημεία του σώματος. Στοχεύει πρώτα απ' όλα τους πνεύμονες, αλλά η έλλειψη οξυγόνου και η εκτεταμένη φλεγμονή μπορούν να προκαλέσουν ζημιά και στα νεφρά, στο συκώτι, στην καρδιά, στον εγκέφαλο και άλλα όργανα. 

Αν και είναι νωρίς να πει κανείς τι παραμένουσα ζημιά θα αφήσει πίσω του, υπάρχει εμπειρία προερχόμενη από μελέτες για περιπτώσεις βαριάς πνευμονίας που οφειλόταν σε άλλα παθογόνα αίτια.

Μετά από μια βαριά πνευμονία, ο συνδυασμός υποκείμενων χρόνιων νοσημάτων και παρατεταμένης φλεγμονής μπορεί να οδηγήσει σε άλλες ασθένειες, όπως η καρδιακή προσβολή, το εγκεφαλικό, η νεφροπάθεια, αναφέρει ο Σατσίν Γιέντε, επιδημιολόγος και εντατικολόγος του Πανεπιστημίου του Πίτσμπουργκ. Σύμφωνα με έρευνα που έκανε η ομάδα του το 2015, οι άνθρωποι που έχουν νοσηλευτεί με πνευμονία έχουν 4 φορές αυξημένο κίνδυνο καρδιοπάθειας το έτος μετά την έξοδό τους από το νοσοκομείο, συγκριτικά με συνομιλήκους τους που δεν ασθένησαν. 

Ο κίνδυνος παραμένει 1,5 φορά μεγαλύτερος για καθένα από τα επόμενα 9 χρόνια. Η ασθένεια COVID-19 μπορεί να προκαλέσει αύξηση τέτοιων περιστατικών.

Σύγχυση
 
Οι ασθενείς που έμειναν αρκετό καιρό σε ΜΕΘ, ανεξάρτητα από την ασθένεια που τους οδήγησε εκεί, είναι, επίσης, επιρρεπείς σε σωματικά και νοητικά προβλήματα. Αρκετοί ασθενείς με COVID-19 χρειάζεται να μείνουν βδομάδες στον αναπνευστήρα υπό βαθιά νάρκωση. Αυτό προκαλεί ατροφία και εξασθένιση. 

Η διατήρηση κινητικότητας ενός βαριά ασθενούς, το σήκωμα των χεριών και των ποδιών του, τελικά η υποβοήθησή του να σηκωθεί και να καθίσει στο κρεβάτι, ή ακόμη και να κάνει μερικά βήματα, μειώνει την εξασθένιση και μπορεί να οδηγήσει σε γρηγορότερη αποσύνδεσή του από τον αναπνευστήρα. 

Η μολυσματικότητα του ιού SARS-CoV-2 κάνει πολύ δύσκολο να μπουν στην Εντατική φυσικοθεραπευτές, έστω και αν τους διατεθεί ολόσωμη στολή προστασίας. Αλλά και μετά την επιστροφή στο σπίτι, ο ασθενής παραμένει μολυσματικός για ένα διάστημα αρκετών ημερών, οπότε ούτε εκεί μπορεί να έχει τη βοήθεια που χρειάζεται για να επανακτήσει κινητικότητα ούτε και μπορεί να επισκεφθεί κέντρο αποκατάστασης.

Ενα άλλο πρόβλημα για τους ασθενείς που νοσηλεύτηκαν με COVID-19 είναι η κατάσταση πνευματικής σύγχυσης, που ονομάζεται ντελίριο και εμφανίζεται ορισμένες φορές μετά από βαθιά και παρατεταμένη νάρκωση. 

Κατάσταση που μπορεί να οδηγήσει σε μακρόχρονα προβλήματα στην αντιληπτική ικανότητα του ατόμου και στη μνήμη του. Ορισμένοι γιατροί, όπως ο πνευμονολόγος και εντατικολόγος Γουέσλι Ελι, του Πανεπιστημίου Βάντερμπιλντ, ανησυχούν ότι ο νέος κορονοϊός ίσως μπορεί να διαπεράσει τον εγκεφαλικό φραγμό και να προκαλέσει απευθείας ζημιά στον εγκέφαλο. 

Αλλά και η εκτεταμένη φλεγμονή που προκαλεί μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη αιμάτωση του εγκεφάλου και θάνατο νευρικών κυττάρων. 

Τα πράγματα γίνονται χειρότερα από τα ηρεμιστικά φάρμακα που είναι αναγκασμένοι να δώσουν οι γιατροί, ώστε οι ασθενείς να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τη δυσφορία από τον αναπνευστικό σωλήνα και τη μακρόχρονη παραμονή στο κρεβάτι. 

Μάλιστα, στο πλαίσιο των ελλείψεων που υπάρχουν στα φάρμακα, όταν τα συνήθη ηρεμιστικά τελειώσουν οι γιατροί δεν έχουν άλλη καταφυγή από τις διαζεπίνες, που μπορούν να προκαλέσουν «έντονο και παρατεταμένο ντελίριο», σύμφωνα με τον Ελι.

Υποστήριξη και φροντίδα
 
Μια τακτική που είχε αναπτυχθεί και πριν από τον κορονοϊό, προβλέπει καθημερινά διακοπή των ηρεμιστικών, συνοδευόμενη από μείωση της πίεσης του αναπνευστήρα, ώστε να ελεγχθεί αν οι ασθενείς μπορούν να ξυπνήσουν, να αναπνεύσουν και να ανεχθούν τον αναπνευστήρα χωρίς φάρμακα. 

Αν δεν μπορούν, τότε οι γιατροί ξαναρχίζουν αμέσως τα φάρμακα χαμηλώνοντας τη δοσολογία. 

Ομως, στη φρενίτιδα που επικρατεί στα νοσοκομεία λόγω COVID-19, το λιγοστό νοσηλευτικό προσωπικό αδυνατεί να πραγματοποιήσει τέτοιες λειτουργίες. Απ' την άλλη μεριά, η απαγόρευση εισόδου στους συγγενείς και η είσοδος στις ΜΕΘ μόνο ανθρώπων (υγειονομικών) με ολόσωμη στολή αντιμικροβιακής προστασίας δεν βοηθούν τους ασθενείς να είναι πιο ήρεμοι και να έχουν λιγότερη ανάγκη ηρεμιστικών.

Πέρα από την αναζήτηση εμβολίου και αντιικών φαρμάκων κατάλληλων για τον COVID-19, ιατρικές ομάδες ερευνούν τη δυνατότητα κατασκευής προγραμμάτων αποκατάστασης εγκατεστημένων σε τάμπλετ, που θα δίνονται στους ασθενείς όταν επιστρέφουν σπίτι τους. 

Αλλες διερευνούν τρόπους παρακολούθησης της υγείας των πιο ευπαθών ασθενών που ανάρρωσαν, ώστε να μπορέσει να υπάρξει άμεση παρέμβαση και να μη χρειαστεί να νοσηλευτούν ξανά σύντομα. 

Μια μελέτη ασθενών που ανάρρωσαν από τον πρώτο ιό SARS διαπίστωσε ότι περισσότερο από το ένα τρίτο είχε μέτρια έως σοβαρά συμπτώματα κατάθλιψης και φόβου ακόμη και ένα χρόνο αργότερα. 

Γι' αυτό, άλλοι ερευνητές ετοιμάζουν προγράμματα και εφαρμογές για κινητά που θα βοηθούν στην ψυχολογική και νοητική στήριξη των ανθρώπων που βγαίνουν από το νοσοκομείο έχοντας αναρρώσει από COVID-19.

Επιμέλεια:
Σταύρος ΞΕΝΙΚΟΥΔΑΚΗΣ
Πηγές: https://stm.sciencemag.org

ΠΗΓΗ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου