Τρίτη 14 Απριλίου 2020

ΠΕΤΡΑΔΕΣ- Θράκη Έβρος - Ψηφίδες Ιστορίας και Πολιτισμού


Κάπως έτσι φτάσαμε εδώ.  
              Απόσπασμα από το βιβλίο ΠΕΤΡΑΔΕΣ- Θράκη Έβρος 


Του Συγγραφέα  Τριαντάφυλλου Σελερίδη 

Κάθε γενιά αναλόγως την εποχή δίνει τις μάχες της. Άλλες ηρωικές άλλες όχι. Στη δική μας μάχη, είναι αλήθεια ότι δεν ξέρω πώς καταφέραμε να επιβιώσουμε. Είμαστε μια γενιά που όλα ήταν στον αυτόματο πιλότο. Τα πάντα λειτούργησαν μόνα τους χωρίς καμία παρέμβαση. 

  Γεννηθήκαμε λίγο μετά τον εμφύλιο μέσα στην απόλυτη φτώχια. Μας ξεγέννησε η μαμή στο σπίτι με μια κατσαρόλα ζεστό νερό  και δυο βρώμικα πανιά. Κανένας δεν είχε περισσότερα από τον άλλον. Ξυπόλυτοι με μπαλωμένα παντελόνια περάσαμε την παιδική μας ηλικία. Οι γονείς των περισσότερων ξενιτεύτηκαν για να δουν αυτοί και εμείς μια καλύτερη μέρα. 

  Τίποτα δεν ήταν δεδομένο, έτοιμο και αυτονόητο. Για τα πάντα έπρεπε να περιμένουμε. Να περιμένουμε να έρθει η καλύτερη μέρα. Να περιμένουμε τον ταχυδρόμο να μας φέρει το γράμμα. Αν έφερνε και καμιά επιταγή, εκεί είχαμε χαρές και πανηγύρια. Να περιμένουμε να έρθουν τα Χριστούγεννα να φάμε κρέας από το γουρούνι. Να περιμένουμε το καλοκαίρι να φάμε κανένα κλεμμένο φρούτο. Να περιμένουμε να φάμε φρέσκο ζυμωτό ψωμί μια φορά την εβδομάδα. Να περιμένουμε κάθε Τρίτη στη στάση το τραίνο που θα έφερνε τον παππού με τα ψώνια απ’ το Κάστρο.    

Τις Κυριακές έπρεπε να περιμένουμε νηστικοί όλο το πρωί για να κοινωνήσουμε. Ακόμα και οι πόνοι περνούσαν με την αναμονή..

  Για χαρτζιλίκι ούτε λόγος. Περιμέναμε την κότα να γεννήσει το αυγό για να τρέξουμε στον μπακάλη να αγοράσουμε καραμέλες η χωνάκι παγωτό. Μετά βέβαια ακολουθούσε ξύλο γιατί κλέψαμε το αυγό, με το οποίο η γιαγιά έπρεπε να αγοράσει ρύζι.

  Τρώγαμε ξερό ψωμί με λίγη σάλτσα, ζάχαρη ή θρεψίνη, όμως δεν ήμασταν παχύσαρκοι. Ίσως κάποιος από εμάς να ήταν λίγο πιο καλοταϊσμένος και αυτό ήταν όλο. Μοιραζόμασταν το ίδιο παγούρι νερό και κανένας μας δεν έπαθε τίποτα. Πίναμε νερό κατευθείαν από τη βρύση του χωριού, όχι εμφιαλωμένο, και όταν το καλοκαίρι στέρευε, ρουφούσαμε, βυζαίναμε τη βρύση για να βγάλουμε μια γουλιά νερό. Καμιά φορά κολλούσαμε ψείρες στο σχολείο και οι γιαγιάδες μας το αντιμετώπιζαν πλένοντάς μας το κεφάλι με ζεστό ξύδι.

  Τα παιχνίδια μας ήταν βίαια. Περνούσαμε ώρες κατασκευάζοντας αυτοσχέδια αυτοκίνητα για να κάνουμε κόντρες κατρακυλώντας σε κάποια κατηφόρα και μόνο τότε ανακαλύπταμε ότι είχαμε ξεχάσει να βάλουμε φρένα. Με σακούλες από λιπάσματα κατρακυλούσαμε στα χιόνια και στους πάγους. Παίζαμε "μακριά γαϊδούρα" και κανείς μας δεν έπαθε κήλη ή εξάρθρωση. Παίζαμε πόλεμο με ξύλινα σπαθιά και καλάμια και δεν βγάλαμε τα μάτια μας.

  Βγαίναμε από το σπίτι τρέχοντας το πρωί, παίζαμε όλη τη μέρα στα ρέματα και στο ποτάμι και δεν γυρνούσαμε στο σπίτι παρά μόνο αφού είχε πέσει η νύχτα. Κανείς δεν μπορούσε να μάς βρει. Τότε δεν υπήρχαν κινητά. Σπάζαμε τα κόκκαλα και τα δόντια μας και δεν υπήρχε κανένας νόμος για να τιμωρήσει τους "υπεύθυνους". Ανοίγανε κεφάλια όταν παίζαμε πόλεμο με πέτρες και ξύλα και δεν έτρεχε τίποτα. Ήταν κάτι συνηθισμένο για παιδιά και όλα θεραπεύονταν με λίγο κόκκινο πιπέρι ή καπνό από γόπα τσιγάρου. Δεν υπήρχε κάποιος να κατηγορήσεις παρά μόνο ο εαυτός σου. Είχαμε καυγάδες και κάναμε καζούρα ο ένας στον άλλο και μάθαμε να το ξεπερνάμε. Δεν ξέραμε τι είναι το bullying.

  Δεν είχαμε smartphone, Playstations, tablet, 99 τηλεοπτικά κανάλια, βιντεοταινίες με ήχο surround, υπολογιστές ή Ιnternet. Εμείς είχαμε φίλους, τσακαλοπαρέες. Κανονίζαμε να βγούμε μαζί τους και βγαίναμε. Καμιά φορά δεν κανονίζαμε τίποτα, απλά βγαίναμε στο δρόμο και εκεί συναντιόμασταν για να παίξουμε κυνηγητό, κρυφτό, να οργανώσουμε κλοπή σε κάποιο μποστάνι, μπαξέ ή αυλή με φρούτα.

  Έπρεπε να καταστρώσουμε στρατηγικό σχέδιο για να κλέψουμε τα φρούτα από τα λιγοστά καρποφόρα δέντρα, τα οποία φύλαγαν οι νοικοκυραίοι. Δεν είχαμε μπάλες ποδοσφαίρου, παίζαμε με ένα κονσερβοκούτι ή κουρέλια δεμένα. Φτιάχναμε παιχνίδια μόνοι μας από ξύλα. Κυνηγούσαμε πουλιά με σφεντόνα και αεροβόλα, παρά το ότι ήμασταν ανήλικοι και δεν υπήρχαν ενήλικοι για να μας επιβλέπουν. Σκαρφαλώναμε στο πιο ψηλό κλαρί για να μαζέψουμε το τελευταίο φρούτο, το τελευταίο αμύγδαλο, χωρίς φόβο μήπως σπάσει και τσακιστούμε.

 Πηγαίναμε περπατώντας, δεν είχαμε ποδήλατο, μέχρι τα σπίτια των φίλων και τους φωνάζαμε από την πόρτα. Φανταστείτε το! Χωρίς να ζητήσουμε άδεια από κανέναν, ολομόναχοι εκεί έξω στο σκληρό αυτό κόσμο! Χωρίς κανέναν υπεύθυνο! Πώς τα καταφέραμε; 

  Στα σχολικά παιχνίδια συμμετείχαν όλοι και όσοι δεν έπαιρναν μέρος έπρεπε να συμβιβαστούν με την απογοήτευση. Κάποιοι δεν ήταν τόσο καλοί μαθητές όσο άλλοι και έπρεπε να μείνουν στην ίδια τάξη. Δεν υπήρχαν ειδικά τεστ για να περάσουν όλοι. Και στο σχολείο έπεφτε ξύλο, πολύ ξύλο. Τι φρίκη!

  Κάναμε διακοπές τρεις μήνες τα καλοκαίρια και περνούσαμε ατέλειωτες ώρες βόσκοντας αγελάδες, κολυμπούσαμε στο ποτάμι χωρίς αντηλιακή κρέμα με δείκτη προστασίας 30, και ψαρεύαμε με ένα αγκίστρι και μια πετονιά. 

  Ρίχναμε τα κορίτσια κυνηγώντας τα, όχι σε κάποιο chat room ή στο facebook.

  Μεγαλώσαμε, πήγαμε γυμνάσιο στο Διδυμότειχο. Ζήσαμε σε ένα δωμάτιο με άλλους δύο τρείς και συμβιώσαμε με συνομήλικους από άλλα χωριά. Κοινωνικοποιηθήκαμε, έχοντας την ίδια φτώχια τα ίδια προβλήματα, τα ίδια όνειρα.

  Μετά σκορπίσαμε, άλλοι για σπουδές, άλλοι στα καράβια και άλλοι στην Αθήνα και τη Γερμανία. Με μια παλιοβαλίτσα στο χέρι, με δυο πουκάμισα και ένα παντελόνι ο καθένας τράβηξε το δρόμο του.

  Κοιτάζοντας πίσω, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι είμαστε ακόμα ζωντανοί. Όμως συνεχίσαμε. Ανεβαίναμε ποδήλατα χωρίς κράνη και προστατευτικά, καβαλούσαμε στα μηχανάκια χωρίς δίπλωμα και κράνος, κάναμε ωτο-στοπ. Ταξιδεύαμε με αυτοκίνητα χωρίς ζώνες ασφαλείας και αερόσακους, ηλεκτρικές πόρτες, παράθυρα, ντουλάπια και μπουκάλια φαρμάκων ασφαλείας. Κάναμε ταξίδια 10 και 12 ωρών, πέντε άτομα σε ένα σαραβαλάκι και δεν υποφέραμε από το "σύνδρομο της τουριστικής θέσης".  

  Είχαμε δικαίωμα στην ελευθερία, στην αποτυχία, στην επιτυχία, στην απερισκεψία στην υπευθυνότητα και μέσα από όλα αυτά μάθαμε και ωριμάσαμε. Μέχρι εκεί οι επιλογές της ζωής μας αποστρέφονταν το φανταχτερό και το υπερβολικό.

  Και... ύστερα ήρθε η πολιτικοποίηση και οι κοινωνικοί αγώνες.

  Και... ύστερα ήρθε ο «πλούτος» και μερικές δεκαετίες αργότερα η «φτώχεια». Οι λέξεις σε εισαγωγικά, γιατί τίποτε από τα δύο δεν ήταν και δεν είναι πραγματικό. Ο πλούτος, εάν είχε υπάρξει θα συνοδευόταν από παραγωγή και επένδυση στην ανάπτυξη, στην ενδυνάμωση του κράτους, στην εκπαίδευση όλων των βαθμίδων, στην μέριμνα για την επόμενη γενιά, τα παιδιά μας. Η φτώχεια, εάν πράγματι θέριζε θα ήταν διαφορετική η εικόνα της καθημερινότητας




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου