Κυριακή 23 Ιουνίου 2024

Μανόλης Αναγνωστάκης - O έντιμος και πραγματικός αγωνιστής (10 Μαρτίου 1925 - 23 Ιουνίου 2005)



Ο Μανόλης Αναγνωστάκης (Θεσσαλονίκη, 10 Μαρτίου 1925 – Αθήνα, 23 Ιουνίου 2005) ήταν Έλληνας ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.








“Φοβάμαι τους ανθρώπους που με καταλερωμένη τη φωλιά πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.”

  O Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1925. 
κεί σπούδασε Ιατρική ενώ κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ.  
Η πρώτη λογοτεχνική εμφάνισή του έγινε εν μέσω της τριπλής φασιστικής κατοχής και μάλιστα στα 17 του χρόνια. 
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1925, από γονείς Κρητικούς. 
Μαθητής, ακόμα, του Γυμνασίου, το 1942, εμφανίστηκε στο περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα», που εξέδιδαν ΕΑμίτες και άλλοι προοδευτικοί λογοτέχνες του Πειραιά, και το 1944 στο ΕΠΟΝίτικο φοιτητικό περιοδικό «Ξεκίνημα», του οποίου ήταν αρχισυντάκτης. 

                     


Μετά τη δημιουργία της ΕΠΟΝ, εντάχθηκε στην Οργάνωση της Θεσσαλονίκης και στο ΚΚΕ, ενώ με τη διάσπαση του ΚΚΕ, το 1968, εντάχθηκε στο ΚΚΕ «Εσωτερικού». Σπούδασε Ιατρική στο ΑΠΘ και το 1955 μετεκπαιδεύτηκε στη Βιέννη. 
Για τη δράση του συνελήφθη το 1948, βασανίστηκε, καταδικάστηκε για παράνομη δράση από έκτακτο στρατοδικείο σε θάνατο και φυλακίστηκε στο Επταπύργιο, έως το 1951. Μετά την αποφυλάκισή του εργάστηκε στη Θεσσαλονίκη σαν ακτινολόγος. 
Το 1978 εγκαταστάθηκε, με την σύζυγο και τον μοναχογιό του, στην Αθήνα.


Στα χρόνια των αγώνων και του εγκλεισμού του, ο Μανώλης Αναγνωστάκης έγραψε και δημοσίευσε τις παρακάτω ποιητικές συλλογές: 
«Εποχές» (1945), 
 «Εποχές 2» (1948), 
«Εποχές 3» (1951). 
Ακολούθησαν οι συλλογές 
«Η συνέχεια» (1954), 
«Η συνέχεια 2» (1956), 
«Η συνέχεια 3» (1962), 
«Το περιθώριο» (1968-1969), 
«Ο στόχος» (1970), «Κόμμα» (1971). 
Το 1975 δημοσίευσε τη συλλογή «Τα Ποιήματα (1941-1971)». 
Το 1983, εκτός εμπορίου, τη συλλογή «Υ.Γ» (επανεκδόθηκε κανονικά το 1992), η οποία περιλαμβάνει ποιήματα μιας ή δυο φράσεων, που μοιάζουν με αυτοβιογραφικά αλλά ετερογραφικά «επιγράμματα». 
Το 1987 εκδόθηκαν «Τα συμπληρωματικά», 
«Παιδική μούσα» (τραγούδια για μικρά παιδιά) και το 1990 η συλλογή - ανθολογία «Η χαμηλή φωνή».


Ο Αναγνωστάκης, σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, εξήγησε τη σχεδόν δεκαπεντάχρονη ποιητική «σιωπή» του: 
«Στο αλλοιωμένο τοπίο της εποχής μας δε θα ξαναγράψω. Το έργο μου το ολοκλήρωσα. Επιλέγω τη σιωπή».

Παράλληλα με την ποίησή του, που μεταφράστηκε στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ιταλικά, και μελοποιήθηκε από συνθέτες, όπως οι Μίκης Θεοδωράκης, Θάνος Μικρούτσικος, Αγγελική Ιονάτου, Μιχάλης Γρηγορίου, Δημήτρης Παπαδημητρίου κ.ά., ασχολήθηκε και με τη μελέτη και την κριτική της λογοτεχνίας, συνεργαζόμενος με διάφορα περιοδικά και με την εφημερίδα «Αυγή». 
Επίσης, είχε ανακηρυχτεί επίτιμος διδάκτωρ του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Τα ποιήματα που ο Μανόλης Αναγνωστάκης άφησε πίσω του δημοσιευμένα είναι 88 και γράφτηκαν από το 1941 έως το 1971. 
Από το 1979 που κυκλοφόρησε ο συγκεντρωτικός τόμος των ποιημάτων του, και από το 1983 που κυκλοφόρησε ιδιωτικά το αυτοβιογραφικό σχόλιο «Y.Γ.» δεν υπήρξε καμία δημόσια παρέμβασή του.

Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1986) και το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας (2002), ενώ αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

 

Τρία από τα σπουδαιότερα ποιήματά τουτου ήταν:

1) Κι ήθελε ακόμη

Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ  Δεν παραδέχτηκα την ήττα.

 

2) Φοβάμαι

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἑφτὰ χρόνια ἔκαναν πὼς δὲν εἶχαν πάρει χαμπάρι 

καὶ μία ὡραία πρωία μεσοῦντος κάποιου Ἰουλίου 

βγῆκαν στὶς πλατεῖες μὲ σημαιάκια κραυγάζοντας «δῶστε τὴ χούντα στὸ λαό».

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ καταλερωμένη τὴ φωλιὰ 

πασχίζουν τώρα νὰ βροῦν λεκέδες στὴ δική σου.

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σοῦ κλείναν τὴν πόρτα 

μὴν τυχὸν καὶ τοὺς δώσεις κουπόνια καὶ τώρα 

τοὺς βλέπεις στὸ Πολυτεχνεῖο νὰ καταθέτουν γαρίφαλα καὶ νὰ δακρύζουν.

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γέμιζαν τὶς ταβέρνες 

καὶ τὰ σπάζαν στὰ μπουζούκια κάθε βράδυ καὶ τώρα τὰ ξανασπάζουν 

ὅταν τοὺς πιάνει τὸ μεράκι τῆς Φαραντούρη καὶ ἔχουν καὶ «ἀπόψεις».

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἄλλαζαν πεζοδρόμιο ὅταν σὲ συναντοῦσαν 

καὶ τώρα σὲ λοιδοροῦν γιατὶ, λέει, δὲν βαδίζεις ἴσιο δρόμο.

Φοβᾶμαι, φοβᾶμαι πολλοὺς ἀνθρώπους.

Φέτος φοβήθηκα ἀκόμη περισσότερο.

 

3) Μιλῶ…

Μιλῶ γιὰ τὰ τελευταῖα σαλπίσματα τῶν νικημένων στρατιωτῶν

Γιὰ τὰ κουρέλια ἀπὸ τὰ γιορτινά μας φορέματα

Γιὰ τὰ παιδιά μας ποὺ πουλᾶν τσιγάρα στοὺς διαβάτες

Μιλῶ γιὰ τὰ λουλούδια ποὺ μαραθήκανε στοὺς τάφους καὶ τὰ σαπίζει ἡ βροχὴ

Γιὰ τὰ σπίτια ποὺ χάσκουνε δίχως παράθυρα σὰν κρανία ξεδοντιασμένα

Γιὰ τὰ κορίτσια ποὺ ζητιανεύουν δείχνοντας στὰ στήθια τὶς πληγές τους

Μιλῶ γιὰ τὶς ξυπόλυτες μάνες ποὺ σέρνονται στὰ χαλάσματα

Γιὰ τὶς φλεγόμενες πόλεις τὰ σωριασμένα κουφάρια σοὺς δρόμους

Τοὺς μαστρωποὺς ποιητὲς ποὺ τρέμουνε τὶς νύχτες στὰ κατώφλια

Μιλῶ γιὰ τὶς ἀτέλειωτες νύχτες ὅταν τὸ φῶς λιγοστεύει τὰ ξημερώματα

Γιὰ τὰ φορτωμένα καμιόνια καὶ τοὺς βηματισμοὺς στὶς ὑγρὲς πλάκες

Γιὰ τὰ προαύλια τῶν φυλακῶν καὶ γιὰ τὸ δάκρυ τῶν μελλοθανάτων.

 

Μὰ πιὸ πολὺ μιλῶ γιὰ τοὺς ψαράδες

Π᾿ ἀφήσανε τὰ δίχτυά τους καὶ πήρανε τὰ βήματά Του

Κι ὅταν Αὐτὸς κουράστηκε αὐτοὶ δὲν ξαποστάσαν

Κι ὅταν Αὐτὸς τοὺς πρόδωσε αὐτοὶ δὲν ἀρνηθῆκαν

Κι ὅταν Αὐτὸς δοξάστηκε αὐτοὶ στρέψαν τὰ μάτια

Κι οἱ σύντροφοί τους φτύνανε καὶ τοὺς σταυρῶναν

Κι αὐτοί, γαλήνιοι, τὸ δρόμο παίρνουνε π᾿ ἄκρη δὲν ἔχει

Χωρὶς τὸ βλέμμα τους νὰ σκοτεινιάσει ἢ νὰ λυγίσει

Ὄρθιοι καὶ μόνοι μὲς στὴ φοβερὴ ἐρημία τοῦ πλήθους.



ΠΗΓΗ. 1. alfavita 
              2. el.wikipedia

ΒΙΝΤΕΟ. 

1.  Ο ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ μιλάει για τις επιδράσεις που δέχτηκε από τους εκφραστές της μοντέρνας ποίησης . ΑΡΧΕΙΟ ΕΡΤ

2. 

 
Μαρία Δημητριάδη- Κι ήθελε ακόμη 



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου