Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2024

Θέοφιλος, O αθάνατος λαϊκός ζωγράφος


Αστεγος, περιπλανώμενος, παραμυθάς, αν και τραυλός. Επαιζε ακορντεόν κι αυτοσχεδίαζε κλέφτικα τραγούδια. Βρώμικος, ψειριασμένος. Φουστανελοφορεμένος και με στολίδια, ολοχρονίς σαν Μεγαλέξανδρος. 

Καμιά γυναίκα δεν τον ήθελε. Οι μεγάλοι των φώναζαν αχμάκη (αφελής, κουτός, βραδύνους). 
Τα παιδιά τον πετροβολούσαν. Τύπος παράξενος, σαλός. Ενας «φτωχούλης του θεού», με σπάνια «προίκα» στην ψυχή και στο ζερβί του χέρι. Ζωγράφιζε μικρομάγαζα και σπιτικά, για λίγη τροφή. 
 
Ετσι περιγράφουν οι μαρτυρίες τον – μετά θάνατο διεθνώς φημισμένο – λαϊκό ζωγράφο, τον οποίο οι καλλιτέχνες και διανοούμενοι της γενιάς του ’30 θεωρούσαν «πατριάρχη τους» αναφορικά με την ελληνική πολιτιστική τους «ταυτότητα», Θεόφιλο Χατζημιχαήλ.

 
Περί αυτού και η μελέτη της ιστορικού της Μεθοδολογίας της Τέχνης, Αννας Χατζηγιαννάκη, που κυκλοφόρησε η εκδοτική «Κ. Αδάμ», εικονογραφημένη εξαιρετικά και πλουσιότατα, ανάλογα με τις εξεταζόμενες περιόδους του βίου και της ζωγραφικής, τις γνωστές από παλαιότερους μελετητές, αλλά και ελάχιστα γνωστές ή θολές πτυχές αυτού του δημιουργού – που έγινε ο συναρπαστικότερος «μύθος» της νεοελληνικής Λαϊκής Τέχνης.

Ο Θεόφιλος γεννήθηκε, μάλλον, το 1867. Στα δεκαπέντε του έφυγε από το χωριό του, τη Βαρειά της Μυτιλήνης για τη Σμύρνη (όπου έζησε 15-18 χρόνια). 
 
Τριαντάχρονος περίπου, πήγε εθελοντής στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Πρωτότοκος γιος του τσαγκάρη Γαβριήλ Κεφάλα και της Πηνελόπης, κόρης του Μοσχονησιώτη αγιογράφου Κωνσταντίνου, που στο επίθετό του είχε το πρόθεμα «Χατζή». 


Ο Θεόφιλος , από παιδάκι, κλεινόταν στο υπόγειο του σπιτιού του και έλεγε δικά του τραγούδια. Κι από παιδάκι «κολλημένος» δίπλα στον παππού του (όπως ανέφερε ο αξέχαστος λαογράφος Κίτσος Μακρής, ο οποίος γνώρισε τον Θεόφιλο και διέσωσε πολλές τοιχογραφίες και άλλες ζωγραφιές του στο Πήλιο και το Βόλο) «μπογιάτιζε» συνεχώς. Παιδί ακόμα από το θείο του έμαθε την τέχνη της τοιχογραφίας. 

Κι όπως διηγιόταν ο Οδυσσέας Ελύτης, ο αγιογράφος παππούς τα βράδια έλεγε στον εγγονό του Θεόφιλο ιστορίες για τον Μεγαλέξανδρο, τον Εκτορα, τον Ερωτόκριτο. «Πάντα κλεισμένο στον εαυτό του, χωρίς να αποχτήσει μήτε φίλους, μήτε εχθρούς», τον θυμόταν ο ένας αδελφός του. «Ποτές του δε θύμωνε ούτε βλαστημούσε. Ούτε πήγαινε στην εκκλησιά, ούτε μεταλάβαινε», ο άλλος.



Δεκαπεντάχρονος στις Αποκριές ντύθηκε σαν ήρωας του ’21. Δεν ξανάβγαλε ποτέ τη φουστανέλα. Το χωριό τον κορόιδευε κι έτσι έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. 
Πήγε στη Σμύρνη. Εμεινε στο σπιτικό της καλόψυχης Μυτιληνιάς χήρας Πολυξένης Χιλιαδά και βοηθούσε στις δουλιές. 

Οταν είχε χρόνο, έβγαζε μεροκάματο με τη ζωγραφική. Σώθηκαν κάποιες «πηγές» για τη ζωγραφική του στη Σμύρνη, όμως δε σώθηκε κανένας πίνακας ή τοιχογραφία του. Θαύμαζαν τα χρώματά του, μα εκείνος ποτέ δεν αποκάλυψε πώς ακριβώς τα έφτιαχνε. Ο ίδιος έφτιαχνε και τις στολές, τους θώρακες, τα ξίφη, τις ασπίδες που φορούσε. 

Ο Γιάννης Τσαρούχης έγραφε πως ο Θεόφιλος «(…) κάθε 25η Μαρτίου, ντυνόταν με φουστανέλες και πήγαινε στο Βερχανέ του ελληνικού προξενείου». Ντυμένος με αυτά παρίστανε πατριωτικά και ηρωικά θέματα και μετά, μαζί με το «μπουλούκι» του, έβγαζε αναμνηστικές φωτογραφίες (κάποιες σώθηκαν στη Σμύρνη).



 Γύρω στα τριάντα του, έφυγε απ’ τη Σμύρνη. Περιπλανήθηκε, μέχρι που έφτασε στο Βόλο, όπου κατατάχθηκε εθελοντής στον πόλεμο. Οπως έγραφε ο ίδιος, «βρέθηκε στις μάχες του Βελεστίνου και του Δομοκού, μαζί με άλλους αντάρτες». Κάποια έργα του αντανακλούν τα βιώματά του από τον πόλεμο. 

Μετά το τέλος του πολέμου έμεινε στις Μηλιές του Πηλίου, κοντά στο Βόλο. Εκεί τον γνώρισε ο Κίτσος Μακρής, που επισήμανε: «Οταν αντιπαραβάλλει κανένας φωτογραφίες του Θεόφιλου με έργα του, αναρωτιέται αν ο ζωγράφος έπλασε τις ζωγραφιές ή εκείνες τον ζωγράφο». 

Ο Πηλιορείτης προστάτης του Γιάννης Κοντός, που του παράγγειλε να φτιάξει προσωπογραφίες σε χαρτόνι, συνόψισε με μια φράση την περίπτωση Θεόφιλος : «Αυτός ήταν τρελός στο μυαλό και σοφός στα χέρια».

 

Ο Θεόφιλος ψωμοζούσε ζωγραφίζοντας παραγκοκαφενέδες κι άλλα φτωχομάγαζα. Κυρίως, όσα πουλούσαν τροφές. Κάμποσες αστείες ιστορίες σώζονται για ζωγραφιές του σε μαγαζάκια. Αντλούμε μία από τη μελέτη της Α. Χατζηγιαννάκη. Σ’ ένα φούρνο ζωγράφισε πολλά ψωμιά.

 Ο φούρναρης αστειεύτηκε ότι έτσι που ζωγράφισε τα ψωμιά θα πέσουν. «Μόνο τα αληθινά ψωμιά πέφτουν, τα ζωγραφισμένα στέκονται», ανταπάντησε ο Θεόφιλος . Η υπογράφουσα παραθέτει και μια άλλη ιστορία που της διηγήθηκε ο αλησμόνητος Κίτσος Μακρής. 

Σε ένα γαλακτοπωλείο ο ιδιοκτήτης τού ζήτησε να ζωγραφίσει στην πρόσοψη του μαγαζιού μια αγελάδα. Και για πληρωμή θα του ‘δινε λίγο γάλα ή γιαούρτι. 

«Πώς θες να ζωγραφίσω τη γελάδα, λυτή ή δεμένη;», ρώτησε ο Θεόφιλος τον γαλατά. «Ποια η διαφορά;», απόρησε εκείνος. «Αν είναι δεμένη θα πίνω κάμποσες μέρες γάλα». Τσιγκούνικα ο μαγαζάτορας, είπε «να είναι λυτή». Ετσι τη ζωγράφισε. Ομως, την άλλη ή την παράλλη μέρα έβρεξε πολύ και σβήστηκε η ζωγραφιά. 

Ο μαγαζάτορας θύμωσε με τον Θεόφιλο που χάθηκε η ζωγραφιά, μα εκείνος ατάραχος απάντησε: «Δε φταίω εγώ. Εσύ την ήθελες λυτή!».



 Εξηντάχρονος, γερασμένος πρόωρα, γύρισε στη Μυτιλήνη ο Θεόφιλος . Εκεί ανακάλυψε τη δημιουργία του Θεόφιλου , τη δικαίωσε, την προστάτεψε και την πρόβαλε στην Ευρώπη ο Τεριάντ (Στρατής Ελευθεριάδης), που τον έβλεπε, κρατώντας μπαστούνα, με σαράβαλα τσαρούχια, που σόλιαζε ο ίδιος, με πετρώματα στο σελάχι του για να φτιάχνει χρώματα, να γυρνά «από ταβέρνα σε ταβέρνα, από χωριό σε χωριό, παίζοντας φυσαρμόνικα» και «τ’ αλαφρογάλανα μάτια του καθρέφτιζαν θησαυρούς από χρώματα ευγενικά». 

Από τις 22 του Μάρτη του 1934 δεν τον ξανάδε κανείς. Παραμονή της 25ης Μάρτη τον βρήκαν νεκρό στο σπίτι του. Δεν ξαναντύθηκε ποτέ ήρωας του ’21… 

Ομως, πέρασε – πρώτιστος και μέγιστος – στο Πάνθεον της Νεοελληνικής Λαϊκής Τέχνης.






ΠΗΓΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ. atexnos.gr
 
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ-ΕΡΓΑ ΘΕΟΦΙΛΟΥ. google.gr

Αστεγος, περιπλανώμενος, παραμυθάς, αν και τραυλός. Επαιζε ακορντεόν κι αυτοσχεδίαζε κλέφτικα τραγούδια. Βρώμικος, ψειριασμένος. Φουστανελοφορεμένος και με στολίδια, ολοχρονίς σαν Μεγαλέξανδρος. Καμιά γυναίκα δεν τον ήθελε. Οι μεγάλοι των φώναζαν αχμάκη (αφελής, κουτός, βραδύνους). Τα παιδιά τον πετροβολούσαν. Τύπος παράξενος, σαλός. Ενας «φτωχούλης του θεού», με σπάνια «προίκα» στην ψυχή και στο ζερβί του χέρι. Ζωγράφιζε μικρομάγαζα και σπιτικά, για λίγη τροφή. Ετσι περιγράφουν οι μαρτυρίες τον – μετά θάνατο διεθνώς φημισμένο – λαϊκό ζωγράφο, τον οποίο οι καλλιτέχνες και διανοούμενοι της γενιάς του ’30 θεωρούσαν «πατριάρχη τους» αναφορικά με την ελληνική πολιτιστική τους «ταυτότητα», Θεόφιλο Χατζημιχαήλ.
Περί αυτού και η μελέτη της ιστορικού της Μεθοδολογίας της Τέχνης, Αννας Χατζηγιαννάκη, που κυκλοφόρησε η εκδοτική «Κ. Αδάμ», εικονογραφημένη εξαιρετικά και πλουσιότατα, ανάλογα με τις εξεταζόμενες περιόδους του βίου και της ζωγραφικής, τις γνωστές από παλαιότερους μελετητές, αλλά και ελάχιστα γνωστές ή θολές πτυχές αυτού του δημιουργού – που έγινε ο συναρπαστικότερος «μύθος» της νεοελληνικής Λαϊκής Τέχνης.
Ο Θεόφιλος γεννήθηκε, μάλλον, το 1867. Στα δεκαπέντε του έφυγε από το χωριό του, τη Βαρειά της Μυτιλήνης για τη Σμύρνη (όπου έζησε 15-18 χρόνια). Τριαντάχρονος περίπου, πήγε εθελοντής στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Πρωτότοκος γιος του τσαγκάρη Γαβριήλ Κεφάλα και της Πηνελόπης, κόρης του Μοσχονησιώτη αγιογράφου Κωνσταντίνου, που στο επίθετό του είχε το πρόθεμα «Χατζή». Ο Θεόφιλος , από παιδάκι, κλεινόταν στο υπόγειο του σπιτιού του και έλεγε δικά του τραγούδια. Κι από παιδάκι «κολλημένος» δίπλα στον παππού του (όπως ανέφερε ο αξέχαστος λαογράφος Κίτσος Μακρής, ο οποίος γνώρισε τον Θεόφιλο και διέσωσε πολλές τοιχογραφίες και άλλες ζωγραφιές του στο Πήλιο και το Βόλο) «μπογιάτιζε» συνεχώς. Παιδί ακόμα από το θείο του έμαθε την τέχνη της τοιχογραφίας. Κι όπως διηγιόταν ο Οδυσσέας Ελύτης, ο αγιογράφος παππούς τα βράδια έλεγε στον εγγονό του Θεόφιλο ιστορίες για τον Μεγαλέξανδρο, τον Εκτορα, τον Ερωτόκριτο. «Πάντα κλεισμένο στον εαυτό του, χωρίς να αποχτήσει μήτε φίλους, μήτε εχθρούς», τον θυμόταν ο ένας αδελφός του. «Ποτές του δε θύμωνε ούτε βλαστημούσε. Ούτε πήγαινε στην εκκλησιά, ούτε μεταλάβαινε», ο άλλος.
Δεκαπεντάχρονος στις Αποκριές ντύθηκε σαν ήρωας του ’21. Δεν ξανάβγαλε ποτέ τη φουστανέλα. Το χωριό τον κορόιδευε κι έτσι έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. Πήγε στη Σμύρνη. Εμεινε στο σπιτικό της καλόψυχης Μυτιληνιάς χήρας Πολυξένης Χιλιαδά και βοηθούσε στις δουλιές. Οταν είχε χρόνο, έβγαζε μεροκάματο με τη ζωγραφική. Σώθηκαν κάποιες «πηγές» για τη ζωγραφική του στη Σμύρνη, όμως δε σώθηκε κανένας πίνακας ή τοιχογραφία του. Θαύμαζαν τα χρώματά του, μα εκείνος ποτέ δεν αποκάλυψε πώς ακριβώς τα έφτιαχνε. Ο ίδιος έφτιαχνε και τις στολές, τους θώρακες, τα ξίφη, τις ασπίδες που φορούσε. Ο Γιάννης Τσαρούχης έγραφε πως ο Θεόφιλος «(…) κάθε 25η Μαρτίου, ντυνόταν με φουστανέλες και πήγαινε στο Βερχανέ του ελληνικού προξενείου». Ντυμένος με αυτά παρίστανε πατριωτικά και ηρωικά θέματα και μετά, μαζί με το «μπουλούκι» του, έβγαζε αναμνηστικές φωτογραφίες (κάποιες σώθηκαν στη Σμύρνη).
Γύρω στα τριάντα του, έφυγε απ’ τη Σμύρνη. Περιπλανήθηκε, μέχρι που έφτασε στο Βόλο, όπου κατατάχθηκε εθελοντής στον πόλεμο. Οπως έγραφε ο ίδιος, «βρέθηκε στις μάχες του Βελεστίνου και του Δομοκού, μαζί με άλλους αντάρτες». Κάποια έργα του αντανακλούν τα βιώματά του από τον πόλεμο. Μετά το τέλος του πολέμου έμεινε στις Μηλιές του Πηλίου, κοντά στο Βόλο. Εκεί τον γνώρισε ο Κίτσος Μακρής, που επισήμανε: «Οταν αντιπαραβάλλει κανένας φωτογραφίες του Θεόφιλου με έργα του, αναρωτιέται αν ο ζωγράφος έπλασε τις ζωγραφιές ή εκείνες τον ζωγράφο». Ο Πηλιορείτης προστάτης του Γιάννης Κοντός, που του παράγγειλε να φτιάξει προσωπογραφίες σε χαρτόνι, συνόψισε με μια φράση την περίπτωση Θεόφιλος : «Αυτός ήταν τρελός στο μυαλό και σοφός στα χέρια».
Ο Θεόφιλος ψωμοζούσε ζωγραφίζοντας παραγκοκαφενέδες κι άλλα φτωχομάγαζα. Κυρίως, όσα πουλούσαν τροφές. Κάμποσες αστείες ιστορίες σώζονται για ζωγραφιές του σε μαγαζάκια. Αντλούμε μία από τη μελέτη της Α. Χατζηγιαννάκη. Σ’ ένα φούρνο ζωγράφισε πολλά ψωμιά. Ο φούρναρης αστειεύτηκε ότι έτσι που ζωγράφισε τα ψωμιά θα πέσουν. «Μόνο τα αληθινά ψωμιά πέφτουν, τα ζωγραφισμένα στέκονται», ανταπάντησε ο Θεόφιλος . Η υπογράφουσα παραθέτει και μια άλλη ιστορία που της διηγήθηκε ο αλησμόνητος Κίτσος Μακρής. Σε ένα γαλακτοπωλείο ο ιδιοκτήτης τού ζήτησε να ζωγραφίσει στην πρόσοψη του μαγαζιού μια αγελάδα. Και για πληρωμή θα του ‘δινε λίγο γάλα ή γιαούρτι. «Πώς θες να ζωγραφίσω τη γελάδα, λυτή ή δεμένη;», ρώτησε ο Θεόφιλος τον γαλατά. «Ποια η διαφορά;», απόρησε εκείνος. «Αν είναι δεμένη θα πίνω κάμποσες μέρες γάλα». Τσιγκούνικα ο μαγαζάτορας, είπε «να είναι λυτή». Ετσι τη ζωγράφισε. Ομως, την άλλη ή την παράλλη μέρα έβρεξε πολύ και σβήστηκε η ζωγραφιά. Ο μαγαζάτορας θύμωσε με τον Θεόφιλο που χάθηκε η ζωγραφιά, μα εκείνος ατάραχος απάντησε: «Δε φταίω εγώ. Εσύ την ήθελες λυτή!».
Εξηντάχρονος, γερασμένος πρόωρα, γύρισε στη Μυτιλήνη ο Θεόφιλος . Εκεί ανακάλυψε τη δημιουργία του Θεόφιλου , τη δικαίωσε, την προστάτεψε και την πρόβαλε στην Ευρώπη ο Τεριάντ (Στρατής Ελευθεριάδης), που τον έβλεπε, κρατώντας μπαστούνα, με σαράβαλα τσαρούχια, που σόλιαζε ο ίδιος, με πετρώματα στο σελάχι του για να φτιάχνει χρώματα, να γυρνά «από ταβέρνα σε ταβέρνα, από χωριό σε χωριό, παίζοντας φυσαρμόνικα» και «τ’ αλαφρογάλανα μάτια του καθρέφτιζαν θησαυρούς από χρώματα ευγενικά». Από τις 22 του Μάρτη του 1934 δεν τον ξανάδε κανείς. Παραμονή της 25ης Μάρτη τον βρήκαν νεκρό στο σπίτι του. Δεν ξαναντύθηκε ποτέ ήρωας του ’21… Ομως, πέρασε – πρώτιστος και μέγιστος – στο Πάνθεον της Νεοελληνικής Λαϊκής Τέχνης.

Αστεγος, περιπλανώμενος, παραμυθάς, αν και τραυλός. Επαιζε ακορντεόν κι αυτοσχεδίαζε κλέφτικα τραγούδια. Βρώμικος, ψειριασμένος. Φουστανελοφορεμένος και με στολίδια, ολοχρονίς σαν Μεγαλέξανδρος. Καμιά γυναίκα δεν τον ήθελε. Οι μεγάλοι των φώναζαν αχμάκη (αφελής, κουτός, βραδύνους). Τα παιδιά τον πετροβολούσαν. Τύπος παράξενος, σαλός. Ενας «φτωχούλης του θεού», με σπάνια «προίκα» στην ψυχή και στο ζερβί του χέρι. Ζωγράφιζε μικρομάγαζα και σπιτικά, για λίγη τροφή. Ετσι περιγράφουν οι μαρτυρίες τον – μετά θάνατο διεθνώς φημισμένο – λαϊκό ζωγράφο, τον οποίο οι καλλιτέχνες και διανοούμενοι της γενιάς του ’30 θεωρούσαν «πατριάρχη τους» αναφορικά με την ελληνική πολιτιστική τους «ταυτότητα», Θεόφιλο Χατζημιχαήλ.
Περί αυτού και η μελέτη της ιστορικού της Μεθοδολογίας της Τέχνης, Αννας Χατζηγιαννάκη, που κυκλοφόρησε η εκδοτική «Κ. Αδάμ», εικονογραφημένη εξαιρετικά και πλουσιότατα, ανάλογα με τις εξεταζόμενες περιόδους του βίου και της ζωγραφικής, τις γνωστές από παλαιότερους μελετητές, αλλά και ελάχιστα γνωστές ή θολές πτυχές αυτού του δημιουργού – που έγινε ο συναρπαστικότερος «μύθος» της νεοελληνικής Λαϊκής Τέχνης.

Ο Θεόφιλος γεννήθηκε, μάλλον, το 1867. Στα δεκαπέντε του έφυγε από το χωριό του, τη Βαρειά της Μυτιλήνης για τη Σμύρνη (όπου έζησε 15-18 χρόνια). Τριαντάχρονος περίπου, πήγε εθελοντής στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Πρωτότοκος γιος του τσαγκάρη Γαβριήλ Κεφάλα και της Πηνελόπης, κόρης του Μοσχονησιώτη αγιογράφου Κωνσταντίνου, που στο επίθετό του είχε το πρόθεμα «Χατζή». Ο Θεόφιλος , από παιδάκι, κλεινόταν στο υπόγειο του σπιτιού του και έλεγε δικά του τραγούδια. Κι από παιδάκι «κολλημένος» δίπλα στον παππού του (όπως ανέφερε ο αξέχαστος λαογράφος Κίτσος Μακρής, ο οποίος γνώρισε τον Θεόφιλο και διέσωσε πολλές τοιχογραφίες και άλλες ζωγραφιές του στο Πήλιο και το Βόλο) «μπογιάτιζε» συνεχώς. Παιδί ακόμα από το θείο του έμαθε την τέχνη της τοιχογραφίας. Κι όπως διηγιόταν ο Οδυσσέας Ελύτης, ο αγιογράφος παππούς τα βράδια έλεγε στον εγγονό του Θεόφιλο ιστορίες για τον Μεγαλέξανδρο, τον Εκτορα, τον Ερωτόκριτο. «Πάντα κλεισμένο στον εαυτό του, χωρίς να αποχτήσει μήτε φίλους, μήτε εχθρούς», τον θυμόταν ο ένας αδελφός του. «Ποτές του δε θύμωνε ούτε βλαστημούσε. Ούτε πήγαινε στην εκκλησιά, ούτε μεταλάβαινε», ο άλλος.

Δεκαπεντάχρονος στις Αποκριές ντύθηκε σαν ήρωας του ’21. Δεν ξανάβγαλε ποτέ τη φουστανέλα. Το χωριό τον κορόιδευε κι έτσι έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. Πήγε στη Σμύρνη. Εμεινε στο σπιτικό της καλόψυχης Μυτιληνιάς χήρας Πολυξένης Χιλιαδά και βοηθούσε στις δουλιές. Οταν είχε χρόνο, έβγαζε μεροκάματο με τη ζωγραφική. Σώθηκαν κάποιες «πηγές» για τη ζωγραφική του στη Σμύρνη, όμως δε σώθηκε κανένας πίνακας ή τοιχογραφία του. Θαύμαζαν τα χρώματά του, μα εκείνος ποτέ δεν αποκάλυψε πώς ακριβώς τα έφτιαχνε. Ο ίδιος έφτιαχνε και τις στολές, τους θώρακες, τα ξίφη, τις ασπίδες που φορούσε. Ο Γιάννης Τσαρούχης έγραφε πως ο Θεόφιλος «(…) κάθε 25η Μαρτίου, ντυνόταν με φουστανέλες και πήγαινε στο Βερχανέ του ελληνικού προξενείου». Ντυμένος με αυτά παρίστανε πατριωτικά και ηρωικά θέματα και μετά, μαζί με το «μπουλούκι» του, έβγαζε αναμνηστικές φωτογραφίες (κάποιες σώθηκαν στη Σμύρνη).

Γύρω στα τριάντα του, έφυγε απ’ τη Σμύρνη. Περιπλανήθηκε, μέχρι που έφτασε στο Βόλο, όπου κατατάχθηκε εθελοντής στον πόλεμο. Οπως έγραφε ο ίδιος, «βρέθηκε στις μάχες του Βελεστίνου και του Δομοκού, μαζί με άλλους αντάρτες». Κάποια έργα του αντανακλούν τα βιώματά του από τον πόλεμο. Μετά το τέλος του πολέμου έμεινε στις Μηλιές του Πηλίου, κοντά στο Βόλο. Εκεί τον γνώρισε ο Κίτσος Μακρής, που επισήμανε: «Οταν αντιπαραβάλλει κανένας φωτογραφίες του Θεόφιλου με έργα του, αναρωτιέται αν ο ζωγράφος έπλασε τις ζωγραφιές ή εκείνες τον ζωγράφο». Ο Πηλιορείτης προστάτης του Γιάννης Κοντός, που του παράγγειλε να φτιάξει προσωπογραφίες σε χαρτόνι, συνόψισε με μια φράση την περίπτωση Θεόφιλος : «Αυτός ήταν τρελός στο μυαλό και σοφός στα χέρια».

Ο Θεόφιλος ψωμοζούσε ζωγραφίζοντας παραγκοκαφενέδες κι άλλα φτωχομάγαζα. Κυρίως, όσα πουλούσαν τροφές. Κάμποσες αστείες ιστορίες σώζονται για ζωγραφιές του σε μαγαζάκια. Αντλούμε μία από τη μελέτη της Α. Χατζηγιαννάκη. Σ’ ένα φούρνο ζωγράφισε πολλά ψωμιά. Ο φούρναρης αστειεύτηκε ότι έτσι που ζωγράφισε τα ψωμιά θα πέσουν. «Μόνο τα αληθινά ψωμιά πέφτουν, τα ζωγραφισμένα στέκονται», ανταπάντησε ο Θεόφιλος . Η υπογράφουσα παραθέτει και μια άλλη ιστορία που της διηγήθηκε ο αλησμόνητος Κίτσος Μακρής. Σε ένα γαλακτοπωλείο ο ιδιοκτήτης τού ζήτησε να ζωγραφίσει στην πρόσοψη του μαγαζιού μια αγελάδα. Και για πληρωμή θα του ‘δινε λίγο γάλα ή γιαούρτι. «Πώς θες να ζωγραφίσω τη γελάδα, λυτή ή δεμένη;», ρώτησε ο Θεόφιλος τον γαλατά. «Ποια η διαφορά;», απόρησε εκείνος. «Αν είναι δεμένη θα πίνω κάμποσες μέρες γάλα». Τσιγκούνικα ο μαγαζάτορας, είπε «να είναι λυτή». Ετσι τη ζωγράφισε. Ομως, την άλλη ή την παράλλη μέρα έβρεξε πολύ και σβήστηκε η ζωγραφιά. Ο μαγαζάτορας θύμωσε με τον Θεόφιλο που χάθηκε η ζωγραφιά, μα εκείνος ατάραχος απάντησε: «Δε φταίω εγώ. Εσύ την ήθελες λυτή!».

Εξηντάχρονος, γερασμένος πρόωρα, γύρισε στη Μυτιλήνη ο Θεόφιλος . Εκεί ανακάλυψε τη δημιουργία του Θεόφιλου , τη δικαίωσε, την προστάτεψε και την πρόβαλε στην Ευρώπη ο Τεριάντ (Στρατής Ελευθεριάδης), που τον έβλεπε, κρατώντας μπαστούνα, με σαράβαλα τσαρούχια, που σόλιαζε ο ίδιος, με πετρώματα στο σελάχι του για να φτιάχνει χρώματα, να γυρνά «από ταβέρνα σε ταβέρνα, από χωριό σε χωριό, παίζοντας φυσαρμόνικα» και «τ’ αλαφρογάλανα μάτια του καθρέφτιζαν θησαυρούς από χρώματα ευγενικά». Από τις 22 του Μάρτη του 1934 δεν τον ξανάδε κανείς. Παραμονή της 25ης Μάρτη τον βρήκαν νεκρό στο σπίτι του. Δεν ξαναντύθηκε ποτέ ήρωας του ’21… Ομως, πέρασε – πρώτιστος και μέγιστος – στο Πάνθεον της Νεοελληνικής Λαϊκής Τέχνης.

Αστεγος, περιπλανώμενος, παραμυθάς, αν και τραυλός. Επαιζε ακορντεόν κι αυτοσχεδίαζε κλέφτικα τραγούδια. Βρώμικος, ψειριασμένος. Φουστανελοφορεμένος και με στολίδια, ολοχρονίς σαν Μεγαλέξανδρος. Καμιά γυναίκα δεν τον ήθελε. Οι μεγάλοι των φώναζαν αχμάκη (αφελής, κουτός, βραδύνους). Τα παιδιά τον πετροβολούσαν. Τύπος παράξενος, σαλός. Ενας «φτωχούλης του θεού», με σπάνια «προίκα» στην ψυχή και στο ζερβί του χέρι. Ζωγράφιζε μικρομάγαζα και σπιτικά, για λίγη τροφή. Ετσι περιγράφουν οι μαρτυρίες τον – μετά θάνατο διεθνώς φημισμένο – λαϊκό ζωγράφο, τον οποίο οι καλλιτέχνες και διανοούμενοι της γενιάς του ’30 θεωρούσαν «πατριάρχη τους» αναφορικά με την ελληνική πολιτιστική τους «ταυτότητα», Θεόφιλο Χατζημιχαήλ.
Περί αυτού και η μελέτη της ιστορικού της Μεθοδολογίας της Τέχνης, Αννας Χατζηγιαννάκη, που κυκλοφόρησε η εκδοτική «Κ. Αδάμ», εικονογραφημένη εξαιρετικά και πλουσιότατα, ανάλογα με τις εξεταζόμενες περιόδους του βίου και της ζωγραφικής, τις γνωστές από παλαιότερους μελετητές, αλλά και ελάχιστα γνωστές ή θολές πτυχές αυτού του δημιουργού – που έγινε ο συναρπαστικότερος «μύθος» της νεοελληνικής Λαϊκής Τέχνης.

Ο Θεόφιλος γεννήθηκε, μάλλον, το 1867. Στα δεκαπέντε του έφυγε από το χωριό του, τη Βαρειά της Μυτιλήνης για τη Σμύρνη (όπου έζησε 15-18 χρόνια). Τριαντάχρονος περίπου, πήγε εθελοντής στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Πρωτότοκος γιος του τσαγκάρη Γαβριήλ Κεφάλα και της Πηνελόπης, κόρης του Μοσχονησιώτη αγιογράφου Κωνσταντίνου, που στο επίθετό του είχε το πρόθεμα «Χατζή». Ο Θεόφιλος , από παιδάκι, κλεινόταν στο υπόγειο του σπιτιού του και έλεγε δικά του τραγούδια. Κι από παιδάκι «κολλημένος» δίπλα στον παππού του (όπως ανέφερε ο αξέχαστος λαογράφος Κίτσος Μακρής, ο οποίος γνώρισε τον Θεόφιλο και διέσωσε πολλές τοιχογραφίες και άλλες ζωγραφιές του στο Πήλιο και το Βόλο) «μπογιάτιζε» συνεχώς. Παιδί ακόμα από το θείο του έμαθε την τέχνη της τοιχογραφίας. Κι όπως διηγιόταν ο Οδυσσέας Ελύτης, ο αγιογράφος παππούς τα βράδια έλεγε στον εγγονό του Θεόφιλο ιστορίες για τον Μεγαλέξανδρο, τον Εκτορα, τον Ερωτόκριτο. «Πάντα κλεισμένο στον εαυτό του, χωρίς να αποχτήσει μήτε φίλους, μήτε εχθρούς», τον θυμόταν ο ένας αδελφός του. «Ποτές του δε θύμωνε ούτε βλαστημούσε. Ούτε πήγαινε στην εκκλησιά, ούτε μεταλάβαινε», ο άλλος.

Δεκαπεντάχρονος στις Αποκριές ντύθηκε σαν ήρωας του ’21. Δεν ξανάβγαλε ποτέ τη φουστανέλα. Το χωριό τον κορόιδευε κι έτσι έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. Πήγε στη Σμύρνη. Εμεινε στο σπιτικό της καλόψυχης Μυτιληνιάς χήρας Πολυξένης Χιλιαδά και βοηθούσε στις δουλιές. Οταν είχε χρόνο, έβγαζε μεροκάματο με τη ζωγραφική. Σώθηκαν κάποιες «πηγές» για τη ζωγραφική του στη Σμύρνη, όμως δε σώθηκε κανένας πίνακας ή τοιχογραφία του. Θαύμαζαν τα χρώματά του, μα εκείνος ποτέ δεν αποκάλυψε πώς ακριβώς τα έφτιαχνε. Ο ίδιος έφτιαχνε και τις στολές, τους θώρακες, τα ξίφη, τις ασπίδες που φορούσε. Ο Γιάννης Τσαρούχης έγραφε πως ο Θεόφιλος «(…) κάθε 25η Μαρτίου, ντυνόταν με φουστανέλες και πήγαινε στο Βερχανέ του ελληνικού προξενείου». Ντυμένος με αυτά παρίστανε πατριωτικά και ηρωικά θέματα και μετά, μαζί με το «μπουλούκι» του, έβγαζε αναμνηστικές φωτογραφίες (κάποιες σώθηκαν στη Σμύρνη).

Γύρω στα τριάντα του, έφυγε απ’ τη Σμύρνη. Περιπλανήθηκε, μέχρι που έφτασε στο Βόλο, όπου κατατάχθηκε εθελοντής στον πόλεμο. Οπως έγραφε ο ίδιος, «βρέθηκε στις μάχες του Βελεστίνου και του Δομοκού, μαζί με άλλους αντάρτες». Κάποια έργα του αντανακλούν τα βιώματά του από τον πόλεμο. Μετά το τέλος του πολέμου έμεινε στις Μηλιές του Πηλίου, κοντά στο Βόλο. Εκεί τον γνώρισε ο Κίτσος Μακρής, που επισήμανε: «Οταν αντιπαραβάλλει κανένας φωτογραφίες του Θεόφιλου με έργα του, αναρωτιέται αν ο ζωγράφος έπλασε τις ζωγραφιές ή εκείνες τον ζωγράφο». Ο Πηλιορείτης προστάτης του Γιάννης Κοντός, που του παράγγειλε να φτιάξει προσωπογραφίες σε χαρτόνι, συνόψισε με μια φράση την περίπτωση Θεόφιλος : «Αυτός ήταν τρελός στο μυαλό και σοφός στα χέρια».

Ο Θεόφιλος ψωμοζούσε ζωγραφίζοντας παραγκοκαφενέδες κι άλλα φτωχομάγαζα. Κυρίως, όσα πουλούσαν τροφές. Κάμποσες αστείες ιστορίες σώζονται για ζωγραφιές του σε μαγαζάκια. Αντλούμε μία από τη μελέτη της Α. Χατζηγιαννάκη. Σ’ ένα φούρνο ζωγράφισε πολλά ψωμιά. Ο φούρναρης αστειεύτηκε ότι έτσι που ζωγράφισε τα ψωμιά θα πέσουν. «Μόνο τα αληθινά ψωμιά πέφτουν, τα ζωγραφισμένα στέκονται», ανταπάντησε ο Θεόφιλος . Η υπογράφουσα παραθέτει και μια άλλη ιστορία που της διηγήθηκε ο αλησμόνητος Κίτσος Μακρής. Σε ένα γαλακτοπωλείο ο ιδιοκτήτης τού ζήτησε να ζωγραφίσει στην πρόσοψη του μαγαζιού μια αγελάδα. Και για πληρωμή θα του ‘δινε λίγο γάλα ή γιαούρτι. «Πώς θες να ζωγραφίσω τη γελάδα, λυτή ή δεμένη;», ρώτησε ο Θεόφιλος τον γαλατά. «Ποια η διαφορά;», απόρησε εκείνος. «Αν είναι δεμένη θα πίνω κάμποσες μέρες γάλα». Τσιγκούνικα ο μαγαζάτορας, είπε «να είναι λυτή». Ετσι τη ζωγράφισε. Ομως, την άλλη ή την παράλλη μέρα έβρεξε πολύ και σβήστηκε η ζωγραφιά. Ο μαγαζάτορας θύμωσε με τον Θεόφιλο που χάθηκε η ζωγραφιά, μα εκείνος ατάραχος απάντησε: «Δε φταίω εγώ. Εσύ την ήθελες λυτή!».

Εξηντάχρονος, γερασμένος πρόωρα, γύρισε στη Μυτιλήνη ο Θεόφιλος . Εκεί ανακάλυψε τη δημιουργία του Θεόφιλου , τη δικαίωσε, την προστάτεψε και την πρόβαλε στην Ευρώπη ο Τεριάντ (Στρατής Ελευθεριάδης), που τον έβλεπε, κρατώντας μπαστούνα, με σαράβαλα τσαρούχια, που σόλιαζε ο ίδιος, με πετρώματα στο σελάχι του για να φτιάχνει χρώματα, να γυρνά «από ταβέρνα σε ταβέρνα, από χωριό σε χωριό, παίζοντας φυσαρμόνικα» και «τ’ αλαφρογάλανα μάτια του καθρέφτιζαν θησαυρούς από χρώματα ευγενικά». Από τις 22 του Μάρτη του 1934 δεν τον ξανάδε κανείς. Παραμονή της 25ης Μάρτη τον βρήκαν νεκρό στο σπίτι του. Δεν ξαναντύθηκε ποτέ ήρωας του ’21… Ομως, πέρασε – πρώτιστος και μέγιστος – στο Πάνθεον της Νεοελληνικής Λαϊκής Τέχνης.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου