Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2024

Η Ιστορική διαδρομή της δεκαετίας του ’60 της Φίνος Φιλμ


Στο τέλος της δεκαετίας του ’50, η Φίνος Φιλμ ήταν η απόλυτη κυρίαρχη στο χώρο των παραγωγών. Το σήμα FF αποτελούσε το μεγαλύτερο εχέγγυο για το κοινό, που ήταν πια σίγουρο ότι θα δει μία ταινία άξια των προσδοκιών του.

Όσον αφορά το τεχνικό μέρος, ο Φίνος είχε πάει πολύ μπροστά. Οι ταινίες του ήταν τεχνικά αψεγάδιαστες για τα δεδομένα της εποχής. Ήταν τελειομανής και δεν άφηνε τίποτα να του ξεφύγει. Όσον αφορά τα σενάρια και τη σκηνοθεσία, σχεδόν όλες είχαν κάτι καινούργιο, κάτι πρωτότυπο, κάτι καινοτομικό. 

Οι συντελεστές που συνεργάζονταν με τον Φίνο ήξεραν πως μπορούν να δουλέψουν απερίσπαστα και να αφιερωθούν στη δουλειά τους, αφού ο Φίνος τους πρόσφερε ιδανικές συνθήκες εργασίας. 

Είναι γεγονός, πως ο Φιλοποίμην Φίνος, με την πολύτιμη αρωγή κάποιων μόνιμων πλέον συνεργατών του, είχε δημιουργήσει ένα μοντέλο εργασίας, το οποίο ήταν πιο κοντά στα διεθνή πρότυπα, παρά στα ελληνικά. 

Η εταιρία ήταν στελεχωμένη με προσωπικό όλων των ειδικοτήτων, ενώ μία πλειάδα νέων ανθρώπων μαθήτευαν και βοηθούσαν σε όλα τα πόστα. Υπήρχε γραφείο εκμετάλλευσης των ταινιών της εταιρίας, αλλά και ταινιών που δεν ήταν παραγωγές της Φίνος Φιλμ. Υπήρχε, επίσης, γραφείο τύπου και υπεύθυνος προώθησης των ταινιών. 

Στις σημερινές εταιρίες παραγωγής μπορεί να μοιάζουν αυτονόητα, μα εκείνη την εποχή όλα τα παραπάνω ήταν πολυτέλειες ακόμα και για πολλές ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες ήταν πολύ πιο προηγμένες κινηματογραφικά από την Ελλάδα.



Τα γραφεία και τα εργαστήρια στην οδό Χίου ήταν εξοπλισμένα με τα πιο σύγχρονα μέσα. Υπήρχε αίθουσα προβολής, στούντιο επεξεργασίας του ήχου, αίθουσα τεχνικής επεξεργασίας των ταινιών, και στούντιο για το μοντάζ. 
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως η Χίου είχε χαρακτηριστεί από δημοσιογράφους της εποχής και από ανθρώπους του κινηματογράφου ως το «Χόλυγουντ» της Αθήνας, αλλά και ως πανεπιστήμιο κινηματογράφου. 
 
Τα εργαστήρια νοικιάζονταν και από άλλους παραγωγούς για την επεξεργασία των ταινιών τους, ενώ πολλοί έμαθαν και εξάσκησαν την ειδικότητά τους εκεί. Κυρίαρχο πρόσωπο στο «άντρο» της Χίου ήταν ο Φίνος, ο οποίος είχε τον πρώτο και τελευταίο λόγο για όλα. Το περίφημο τραπεζάκι στο φουαγιέ της Χίου, ήταν ο τόπος που γίνονταν όλες οι συναντήσεις. 

xiou2

Τα στούντιο που γυρίζονταν οι ταινίες της Φίνος Φιλμ ήταν στους Αγίους Αναργύρους. Ήταν ό,τι καλύτερο για την εποχή. 

Οι Άγιοι Ανάργυροι λόγω θέσης εξασφάλιζαν εύκολη συγκοινωνιακή πρόσβαση στο κέντρο και στην επαρχία. Το μεγάλο τους πλεονέκτημα ήταν, επί πλέον, ότι διέθεταν μεγάλη ποικιλία από φυσικά πλάνα για εξωτερικά γυρίσματα: ανθοκήπια, ελαιώνες, περιβόλια, σιδηροδρομικές γραμμές, παραδοσιακά και επιβλητικά κτίσματα, γραφικά σοκάκια, ταβερνάκια. Εκεί γυρίστηκαν οι σημαντικότερες ταινίες της εταιρίας.
 
Η δεκαετία του ’60 σήμανε την εκτόξευση του κινηματογράφου στη χώρα μας. Οι παραγωγές αυξήθηκαν κατακόρυφα και επικράτησε η νοοτροπία: περισσότερες ταινίες, φτηνότερο κόστος, μεγαλύτερες αμοιβές στους ηθοποιούς. 

Ο Φίνος, αν και δεν ήταν ο ίδιος που επέβαλλε αυτές τις «ταχύτητες», αναγκάστηκε να ακολουθήσει αυτούς τους ρυθμούς, για να κρατηθεί ψηλά στα επίπεδα του ανταγωνισμού και φυσικά να κρατήσει τις κινηματογραφικές αίθουσες με τις οποίες συνεργαζόταν. 

Πολλοί από τους «σταρ», οι οποίοι είχαν αναδειχθεί μέσα από τη Φίνος Φιλμ – αρκετοί μάλιστα είχαν και αποκλειστικά συμβόλαια – προτίμησαν να συνεργαστούν με την εταιρία Καραγιάννης-Καρατζόπουλος, η οποία είχε μπει δυναμικά στον χώρο της παραγωγής και ήταν αυτή που ανέβασε τα «κοντέρ» παραγωγών και αμοιβών. 

Στα πλαίσια αυτά, ο Φίνος έκανε κάποιες συμπαραγωγές και συνεργασίες με άλλες εταιρίες με αποκορύφωμα τη – βραχύβια τελικά – σύμπραξη με την εταιρία  Μιχαηλίδης – Δαμασκηνός το 1965, η οποία ήταν αντιπρόσωπος των μεγαλύτερων στούντιο του εξωτερικού και είχε στο παλμαρέ της μερικές από τις πιο αξιοσημείωτες ελληνικές παραγωγές. 

Όπως ήταν επόμενο, η αύξηση των παραγωγών μείωσε την ποιότητα των ταινιών, οι οποίες έγιναν πιο στερεότυπες και βασίζονταν περισσότερο στην αίγλη των πρωταγωνιστών, παρά στην ποιότητα των σεναρίων. 
Η Φίνος Φιλμ κράτησε τα σκήπτρα και στη νέα διαμορφούμενη πραγματικότητα. 

Οι ταινίες της, όσο κι αν «βιομηχανοποιήθηκαν» παρέμειναν το ανώτερο δείγμα αξιοπρεπούς θεάματος. Καινοτόμες θεματολογίες, καινούργια είδη (μιούζικαλ), έξυπνες κωμωδίες, κοινωνικοπολιτικές σάτιρες, δράματα όλων των κατηγοριών με ενδιαφέρουσα πλοκή, και βέβαια ποιότητα και πρωτοπορία στο τεχνικό και τεχνολογικό κομμάτι, κράτησαν τη Φίνος Φιλμ στην κορυφή.  

Όσο για τους ηθοποιούς, τους σκηνοθέτες και τους υπόλοιπους συντελεστές, η Φίνος Φιλμ τους έδινε τη σιγουριά που χρειάζονταν, ώστε να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους και τη δημιουργικότητά τους.

Στο τέλος του 1960 η «Μανταλένα», αισθηματική περιπέτεια του Ντίνου Δημόπουλου, γυρισμένη στην Αντίπαρο, κερδίζει τις καρδιές του κοινού. Ο σπουδαίος σκηνοθέτης αποδίδει με εξαιρετικό τρόπο το τρυφερό σενάριο του Γιώργου Ρούσσου, του οποίου η πλοκή εκτυλισσόταν σε νησί. Οι κάτοικοι της Αντιπάρου αγκάλιασαν όλη την ομάδα της Φίνος Φιλμ, η οποία με τη σειρά της έδωσε τον καλύτερο της εαυτό και προέκυψε έτσι, μία από τις πιο κλασικές ταινίες του Ελληνικού Κινηματογράφου. 

Οι πρωταγωνιστές, Αλίκη Βουγιουκλάκη και  Δημήτρης Παπαμιχαήλ, ξεδίπλωσαν πολλά χαρίσματα του ταλέντου τους. Η ταινία, εκτός από μεγάλη εμπορική επιτυχία, σάρωσε και στα βραβεία του νεοσύστατου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αποσπώντας τα βραβεία καλύτερου σεναρίου, 1ου γυναικείου ρόλου και 2ου αντρικού (Παντελής Ζερβός).

madalena
Στην κωμωδία «Τα Κίτρινα Γάντια» (1960) του Αλέκου Σακελλάριου, ο Γιάννης Γκιωνάκης και ο Νίκος Σταυρίδης πρωταγωνιστούν σε μια από τις πιο δημοφιλείς σκηνές γέλιου σε ελληνικές κωμωδίες, με την αείμνηστη ατάκα «Πορτοκαλάδα από πορτοκάλια;». 

Το 1961, η ταινία «Η Αλίκη στο Ναυτικό», σε συμπαραγωγή της Φίνος Φιλμ με την Μιχαηλίδης – Δαμασκηνός, θα σαρώσει εμπορικά, όντας πρώτη με διαφορά στα εισιτήρια. Γυρισμένη με όλη την αφρόκρεμα των νέων αστεριών της κωμωδίας εκείνης της εποχής, αποτελεί και την πρώτη έγχρωμη ταινία σε παραγωγή της Φίνος Φιλμ.
Στη δύση του 1961, ανέτειλε το άστρο του Γιάννη Δαλιανίδη και μαζί του ένα από τα πιο λαμπρά «αστέρια» του ελληνικού σινεμά. 

Ο «Κατήφορος», ταινία με τολμηρό σενάριο νεορεαλιστικού χαρακτήρα, αναφέρεται, για πρώτη φορά στην Ελλάδα το ευαίσθητο κομμάτι της νεολαίας, αποκαλύπτοντας και το χαρισματικό ταλέντο της δεκαεννιάχρονης καλλονής, Ζωής Λάσκαρη. 

Μια ομάδα νέων ταλαντούχων ηθοποιών – Κούρκουλος, Βουτσάς, Βουλγαρίδης, Τζαννετάκος κ.α – βγάζουν ασπροπρόσωπους Δαλιανίδη και Φίνο και η ταινία έρχεται πρώτη σε εισιτήρια ανάμεσα σε 68 παραγωγές, αφήνοντας το στίγμα της στο ελληνικό σινεμά. Μια παρεμφερής ταινία του Δαλιανίδη, με παρόμοιο καστ, είναι ο «Νόμος 4000» που γυρίστηκε την επόμενη χρονιά.

katiforosnomos
Το 1962, «Ο Ατσίδας» του Δαλιανίδη δημιουργεί μια «ωραία ατμόσφαιρα», όπως παρατηρεί ο μεγάλος κωμικός Ντίνος Ηλιόπουλος, και αφήνει παρακαταθήκη, εκτός από μια από τις κλασικότερες κωμωδίες, την πιο κλασική ατάκα του  ελληνικού σινεμά. 

Την ίδια χρονιά, η «Ηλέκτρα» του Μιχάλη Κακογιάννη σαρώνει τα βραβεία σε Ελλάδα και Ευρώπη, ανάμεσά τους και προσωπική βράβευσή του Φίνου για την «καλύτερη εγγραφή και ποιότητα ήχου» και θεωρείται η καλύτερη μεταφορά αρχαίου δράματος στη μεγάλη οθόνη.

Το 1963, η Φίνος Φιλμ και ο Γιάννης Δαλιανίδης εισάγουν ένα νέο είδος ταινιών για τον Ελληνικό Κινηματογράφο: Η ταινία «Μερικοί το Προτιμούν Κρύο» είναι το πρώτο από μια σειρά έγχρωμων, λαμπερών και θεαματικών μιούζικαλ και μουσικών κωμωδιών, που αποτελούν μέχρι σήμερα την πιο ψυχαγωγική μορφή θεάματος στον Ελληνικό Κινηματογράφο. 

Για να διευκρινιστεί η διαφορά των μιούζικαλ από τις μουσικές ταινίες, παραθέτουμε τον εύστοχο ορισμό του δημοσιογράφου Ιάσων Τριανταφυλλίδη: «Στο μιούζικαλ, η μουσική, το τραγούδι και ο χορός δεν είναι «αξεσουάρ» του έργου, αλλά εξελίσσουν, ισότιμα με την πρόζα, την υπόθεση». 


Το κόστος των αντίστοιχων παραγωγών στην Αμερική και στην Ευρώπη ήταν απλησίαστο για τα ελληνικά δεδομένα. 

Ωστόσο, ο Δαλιανίδης, με την αμέριστη στήριξη του Φίνου, την εμπνευσμένη μουσική του Μίμη Πλεσσα, τις εκπληκτικές χορογραφίες των Μανώλη Καστρινού και Γιάννη Φλερύ, κατάφερε να δημιουργήσει με μαεστρία και φαντασία, μιούζικαλ που δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτα από τις αντίστοιχες ξένες παραγωγές, προσαρμόζοντας το αμερικάνικο στυλ σε «ελληνικές ιστορίες». 

Καλοκαίρια, θάλασσα, ελληνικά κοσμοπολίτικα μέρη, έρωτες, κεφάτα τραγούδια που γνωρίσανε παρομιώδη επιτυχία και ξεκαρδιστικές ατάκες συνθέτουν την πιο δροσερή ενότητα της δεκαετίας.
 
Η αξεπέραστη Ρένα Βλαχοπούλου και ο απολαυστικός Γιάννης Βογιατζής πλαισιώνουν μια σειρά από νέους αστέρες της εποχής και αποτελούν τον κορμό των ηθοποιών σε αυτές τις ταινίες. Ζωή Λάσκαρη, Κώστας Βουτσάς, Ντίνος Ηλιόπουλος, Μάρθα Καραγιάννη, Φαίδων Γεωργίτσης, Ανδρέας Ντούζος, Μαίρη Χρονοπούλου, Χλόη Λιάσκου, Ελένη Προκοπίου και πολλοί άλλοι, δίνουν ερμηνείες αλησμόνητες, ενώ ο Τόλης Βοσκόπουλος, η Μαρινέλλα, ο Γιάννης Πουλόπουλος, η Τζένη Βάνου και άλλοι ερμηνευτές δίνουν τον τόνο με τα τραγούδια τους. «Μερικοί το Προτιμούν Κρύο», «Κάτι να Καίει» (1964), «Κορίτσια για Φίλημα» (1965), «Ραντεβού στον Αέρα» (1966), «Οι Θαλασσιές οι Χάντρες» (1967) , «Μια Κυρία στα Μπουζούκια» (1968),  «Γοργόνες και Μάγκες» (1968), και «Μαριχουάνα Στοπ» (1971), συνθέτουν τη χρυσή ενότητα των μιούζικαλ. 

Οι τέσσερεις πρώτες κατέκτησαν την πρωτιά στα εισιτήρια, ενώ στο «Κάτι να Καίει» χρησιμοποήθηκε για πρώτη φορά η τεχνική Σινεμασκόπ και ο στερεοφωνικός ήχος. Οι «Θαλασσιές οι Χάντρες», προβλήθηκαν στις Κάννες, ενώ η Μαίρη Χρονοπούλου χτίζει μύθο ως ερμηνεύτρια των τραγουδιών «Είμαι Γυναίκα του Γλεντιού» και «Του Αγοριού Απέναντι», ως μία… γνήσια «Κυρία στα Μπουζούκια».
Το 1964, στην δραματική περιπέτεια «Λόλα» του Ντίνου Δημόπουλου, εμφανίζεται μετά από απουσία 2 χρόνων η Τζένη Καρέζη, δίνοντας μια εξαιρετική ερμηνεία δίπλα στον Νίκο Κούρκουλο. Με μοναδική φωτογραφία από τον Νίκο Καβουκίδη και εμπνευσμένη μουσική από τον Σταύρο Ξαρχάκο, η ταινία έμεινε στην ιστορία και για το κινηματογραφικό ντεμπούτο της νεαρής τότε Βίκυς Μοσχολιού, που απογείωσε στη συνέχεια την καριέρα της.
Το 1965, ο μουσικοσυνθέτης Μίμης Πλέσσας έκανε δώρο στον Φιλοποίμενα Φίνο ένα χρυσό κατσαβιδάκι, ένα δώρο-σύμβολο για τον Φίνο, αφού πάντα κυκλοφορούσε με ένα κατσαβίδι επιδιορθώνοντας ό,τι έβρισε μπροστά του, αποκτώντας το παρατσούκλι «ο κατσαβιδάκιας».
Την ίδια χρονιά, προβάλλεται η κωμωδία «Υπάρχει και Φιλότιμο» του Αλέκου Σακελλάριου. 

Η ταινία αυτή αποτελεί σήμερα την πιο διάσημη ελληνική πολιτική σάτιρα. Το όνομα «Μαυρογιαλούρος», του υπουργού που υποδύθηκε με άψογη ερμηνεία ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, χρησιμοποιείται σήμερα από όλους τους Έλληνες ως απαξιωτικός χαρακτηρισμός διαπλεκόμενων πολιτικών. 

Ο μεγάλος ηθοποιός είχε πρωταγωνιστήσει, και την προηγούμενη χρονιά, στην αγαπημένη ταινία «Η Βίλλα των Οργίων», με παρεμφερές θέμα για τη διαπλοκή των πολιτικών.

mavrogialouros
Το 1965, η μουσική κωμωδία «Μια Τρελλή Τρελλή Οικογένεια» του Ντίνου Δημόπουλου, αφήνει εποχή με την Μαίρη Αρώνη στον ρόλο της “Πάστα Φλώρας”, και αποτελεί μια από τις πιο αγαπημένες κωμωδίες των Ελλήνων διαχρονικά. Συμπρωταγωνιστούν Αλεξανδράκης και Καρέζη, των οποίων το ταλέντο αλλά και η μεταξύ τους χημεία, δίνουν το κάτι παραπάνω στην ταινία, ενώ ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος έχει οίστρο ατάκας με απαράμιλλο στυλ. 

Οι τρεις τους είχαν «πάρει επάνω τους» και την δημοφιλή κωμωδία «Δεσποινίς Διευθυντής», επίσης του Δημόπουλου, της προηγούμενης χρονιάς.

Η Ρένα Βλαχοπούλου γίνεται η πιο διάσημη… «Χαρτοπαίχτρα» (1965), χάρη στην ομώνυμη κωμωδία του Γιάννη Δαλιανίδη… μέχρι να τη νουθετήσουν ο «σύζυγος», Λάμπρος Κωνσταντάρας, και τα «τέκνα» της, Κώστας Βουτσάς και Χλόη Λιάσκου. Μια από τις συχνές μεταφορές θεατρικών έργων στη μεγάλη οθόνη, ενώ χρησιμοποιήθηκε επιτυχώς για δεύτερη φορά η τεχνική σινεμασκόπ.

xartopaiktra
Το 1966, το ιστορικό δράμα «Το Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο» σε συμπαραγωγή με την εταιρία Μιχαηλίδης – Δαμασκηνός, προτείνεται για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. 

Σε σενάριο Νίκου Φώσκολου και σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη, η ταινία πραγματεύεται το αγροτικό ζήτημα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και εντυπωσιάζει με τη φωτογραφία, τη δράση και τις εξαιρετικές ερμηνείες. 

Την ίδια χρονιά, η ταινία «Κοινωνία Ώρα Μηδέν» χαρίζει στον Φιλοποίμενα Φίνο κρατικό βραβείο για την αρτιότερη παραγωγή της χρονιάς. Το 1967, ύστερα από προτροπή του Φίνου, ο Νίκος Φώσκολος ξεκινάει τη σκηνοθετική του καριέρα με την ταινία «Οι Σφαίρες δεν Γυρίζουν Πίσω», η οποία απέσπασε βραβείο αρτιότερης παραγωγής και καλύτερης μουσικής επένδυσης στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Το 1968, η αισθηματική κωμωδία «Η Αρχόντισσα και ο Αλήτης» του Ντίνου Δημόπουλου, είναι η απαρχή του δεύτερου κύκλου συνεργασίας της Αλίκης Βουγιουκλάκη και του Δημήτρη Παπαμιχαήλ με την Finos Film και σημειώνει νέο ρεκόρ εισιτηρίων (750.000). 

Η επόμενη πρωτιά στα εισιτήρια θα έρθει πάλι σε ταινία του Δημόπουλου, στο πολεμικό δράμα «Η Δασκάλα με τα Ξανθά Μαλλιά» (1969) με πρωταγωνιστές πάλι το ζευγάρι των επιτυχιών. 

Το 1969, η κωμωδία «Το Ανθρωπάκι» του Γιάννη Δαλιανίδη σατιρίζει με μοναδικό τρόπο τους τυχάρπαστους παραγωγούς, οι οποίοι θέλησαν να εκμεταλλευτούν την εκτόξευση του κινηματογράφου ως μέσον ψυχαγωγίας στη χώρα μας, κάνοντας πρόχειρες, κακόγουστες και «φτηνές» ταινίες με στόχο την “αρπαχτή”.

Η δεκαετία του ’60 κλείνει με έναν απολογισμό 97 ταινιών, αποτελώντας την πιο “παραγωγική” δεκαετία στην ιστορία της Φίνος Φιλμ.



ΠΗΓΗ. ellinikoskinimatografos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου