Άλλοτε παραπονιάρης και άλλοτε αρχοντορεμπέτης και περιπαικτικός διαφοροποιήθηκε από τους ομότεχνούς του και «πέρασε» το δικό του ύφος και στυλ πάνω στο πάλκο.
Ο Γιώργος Μητσάκης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1921 . Ηταν σπουδαίος λαικός συνθέτης , στιχουργός και μάστορας στο μπουζούκι .
«Εγώ γεννήθηκα στην Πόλη. Τον πατέρα μου τον λέγανε Στέφανο και τη μητέρα μου Αθηνά. Γεννήθηκα στο Μπέικος, μια περιοχή φημισμένη για τα καρύδια της. Ο παππούς μου είχε ανοίξει ένα μαγέρικο εκεί κοντά στα δικαστήρια και σιγά-σιγά είχε αποκτήσει φήμη.
Ο πατέρας μου άρχισε να ψαρεύει.
Πήρε και μια βάρκα -εγώ ήμουν τότε πολύ μικρός- πήρε και τη μάνα μου κι εμένα και πήγαμε και μείναμε στην Πρίγκηπο, σε κάτι παράγκες κοντά στην παραλία.
Εκεί μένανε όλοι οι ψαράδες. Εγώ γεννήθηκα το 1921.
Αλλά έχω κι άλλο ένα πιστοποιητικό γεννήσεως το 1924. Κι αυτό γιατί είχαν αρχίσει να κυνηγάνε τους Ρωμιούς. Τα πράγματα σιγά-σιγά είχαν αρχίσει να γίνονται δύσκολα για μας τους Έλληνες. Είδαμε κι αποείδαμε, δε μας σήκωνε ο τόπος και αποφάσισε ο πατέρας μου να γυρίσουμε πίσω στην Ελλάδα.
Φορτώσαμε τα πράγματά μας σ' ένα ιταλικό πλοίο, μια σακαράκα, «Αμπάζια» λεγότανε. Και έπειτα από δεκαεφτά μέρες ταξίδι -πιάσαμε Αλεξανδρούπολη, πιάσαμε Θάσο- φτάσαμε στην Καβάλα. Αυτό έγινε το 1935.
Του πατέρα μου όμως δεν του πολυάρεσε. Αλλά και η μάνα μου φώναζε γιατί είχε ένα θείο ενωμοτάρχη στο Βόλο κι ήθελε να πάμε εκεί, μας είχε καλέσει ο θείος να πάμε κοντά του.
Εκεί εγκατασταθήκαμε σ' ένα χωριό λίγο πιο έξω από το Βόλο, την Άφυσσο. Ψαροχώρι ήτανε, ο πατέρας μου ψάρευε εκεί, ήτανε κι ο θείος εξουσία, αρχίσαμε λοιπόν να τα βολεύουμε κάπως»
Ο νεαρός Μητσάκης τελειοποιεί τα ελληνικά του, για να μην γίνεται λόγω της προφοράς του ο περίγελος των πιτσιρικάδων, διαβάζει ποίηση και ασχολείται με το μπουζούκι. Για να μην καταλήξει ψαράς, όπως επιθυμούσε ο πατέρας του , φευγει και πηγαίνει στη Θεσσαλονίκη.
Η καλή του μοίρα θα τον κάνει να γνωριστεί με τον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Απόστολο Χατζηχρήστο.
Ο τελευταίος όχι μόνο θα του διδάξει τα μυστικά του οργάνου αλλά θα τον προσκαλέσει στην Αθήνα και θα τον φιλοξενήσει στο σπίτι του στη Δραπετσώνα. Μαζί με τον Ηλία Ποτοσίδη θα δουλέψουν σαν τρίο παίζοντας σε ταβέρνες και καφενεία.
Γνωρίζεται με το Στελλάκη Περπινιάδη, το Μάρκο Βαμβακάρη, τον Γιάννη Παπαϊωάννου, το Στράτο Παγιουμτζή, το Σπύρο Περιστέρη, το Στέλιο Κερομύτη, τον Γιάννη Σταμούλη, το Σταύρο Τζουανάκο και άλλους πρωταγωνιστές και κατά την περίοδο της κατοχής εμφανίζεται στα μουσικά στέκια γύρω από την Ομόνοια (στου Πίκινου, στου Μπουχιούνη, στο Καρρέ του Άσσου κ.ά.).
Γράφει τα πρώτα του τραγούδια που αμέσως ξεχωρίζουν για την στιχουργική τους φρεσκάδα και πρωτοπορία καθώς και για την φροντισμένη και ταιριαστή μουσική τους επένδυση .
΄Εγραψε για τον καημό, το γλέντι, τα βάσανα και το μεράκι του Λαικού ανθρώπου τον οποίο, ως έλεγε, αντιπροσώπευε.
«Τότε παίζαμε εμείς οι ίδιοι τα τραγούδια μας. Τραγουδούσα σόλο, πρίμα, έπαιζα μπουζούκι, κιθάρα ο γέρος Καρίπης, μπαγλαμά ο τυφλός ο Χρυσίνης και εγώ μπροστά στο μικρόφωνο κι ο κόσμος άκουγε. Και όταν κανένας φώναζε, Μητσάκη δάσκαλε παίξε μου ένα "βασανισμένο", του έκανα το χατίρι..."Απόψε άρχισε να ψιλοβρέχει κι ο νους μου πάλι σε σένα τρέχει».
Το 1947 παντρεύεται με την πρώτη του σύζυγο και την επόμενη χρονιά έρχεται στη ζωή η κόρη τους. Συνεργάζεται με τον Παπαϊωάννου στου «Μάριου» στην Ίωνος και στου «Καλαματιανού» στις Τζιτζιφιές, μόνοι τους αλλά και ως μέλη του ξακουστού σχήματος των 12 μπουζουξήδων.
Περνάει απ' τη «Λουζιτάνια» στη Συγγρού με τον Απόστολο Καλδάρα. Ιστορική έχει μείνει η σύμπραξή του με τον Μανώλη Χιώτη στο «Πίγκαλς» στην αρχή της Πατησίων όπου οι δυο τους συναγωνίζονταν σε κομψότητα και αρχοντιά, μαγεύοντας το κοινό.
Ο ίδιος ο Μητσάκης ταπεινά θα δηλώσει: «Η μόνη μου επιτυχία στο πάλκο ήταν με το Χιώτη στο Πίγκαλς». Εκεί ο Χιώτης θα γνωρίσει και την Μαίρη Λίντα.
Στο χώρο του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού, λίγοι είναι εκείνοι που ασχολήθηκαν με όλες τις πτυχές της Καλιτεχνικής έκφρασης και κυμάνθηκαν ταυτόχρονα σε υψηλές στάθμες δημιουργίας όπως ο Μητσακης.
Στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο, όπου έμφανίζεται στην δισκογραφία ξεχωρίζει αμέσως για την δύναμη των στίχων του, την πολυποίκιλη μουσική του φλέβα, την σωστή ερμηνεία και την δεξιοτεχνία του στο μπουζούκι.
Χωρίς υπερβολή πέρα από τον εύστοχο χαρακτηρισμό του ως «Δάσκαλος», ο Μητσάκης θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ένας από τους κορυφαίους και πηγαίους συνθέτες της λαικής μουσικής.
Πέθανε στην Αθήνα το 1993.
Τα τραγούδια του όπως :
Aιβαλιώτικο, Βαλεντίνα,
Δεν είμαι ο Γιώργος,
Η θάλασσα του Πειραιά,
Θέλω στα μπουζούκια,
Νίτσα-Ελενίτσα,
Μια γυναίκα, δύο άντρες,
Ο ναύτης,
Οπου Γιώργος και μάλαμα,
Οσο βαρια είναι τα σίδερα,
Παλαμάκια,
Πάρε το δακτυλίδι μου,
Στον Πειραιά συννέφιασε,
Συννεφιές, Της Λαρίσης το ποτάμι,
Το καυγαδάκι,
Το καπηλειό,
Το κομπολογάκι,
Το σβηστό Φανάρι,
Το φανταράκι,
Ψιλή βροχούλα και πολλά άλλα ακόμα, πότε «βαριά» και παραπονιάρικα πότε εύθυμα και γλεντζέδικα φέρουν την σφραγίδα του μοναδικού και αμίμητου Γιώργου Μητσάκη.
Ο Γιώργος Μητσάκης , «θα είναι ανάμεσά μας με τα τραγούδια του» για πολλά, μα πάρα πολλά χρόνια ακόμα. Τον Γιώργο Μητσάκη η λησμονιά - αν όχι ποτέ- δύσκολα θα τον «αγγίξει» .
ΠΗΓΗ. musicheaven.gr
ΒΙΝΤΕΟ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου