Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2024

Η χριστιανική αριστοκρατία στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας........




















Αρθρο του Ξενοφώντα Α. Μπρουντζάκη

Tο 1601, στη συνοικία Φανάρι εγκαθίσταται το Οικουμενικό Πατριαρχείο, θέση στην οποία βρίσκεται έως τις μέρες μας. 

Στην περιοχή αυτή, ζούσε και δραστηριοποιούνταν μια ορθόδοξη αριστοκρατία, της οποίας τα χαρακτηριστικά ήταν σχετικά ασαφή για να μπορέσει κάποιος να τα προσδιορίσει με ακρίβεια. 

Το θρήσκευμα ήταν το βασικό κοινό χαρακτηριστικό αυτής της αριστοκρατίας, που η ένταξη στις τάξεις της βασιζόταν κυρίως σε πολιτικά κριτήρια της εποχής, ενώ δεν λαμβάνονταν υπ’ όψιν σε καμία περίπτωση τα εθνικά χαρακτηριστικά. 
Η αριστοκρατία αυτή έμεινε γνωστή στην ιστορία ως «Φαναριώτες» – που προφανώς πήραν το όνομά τους από τη γνωστή συνοικία της Κωνσταντινούπολης.

Όπως είπαμε, οι Φαναριώτες ήταν όλοι ορθόδοξοι στο θρήσκευμα και κατάγονταν από διάφορους τόπους: Αλβανία, Βουλγαρία, Μολδαβία, Πόντο, Χίο κ.α. 

Ο Δάσκαλος του Γένους Κωνσταντίνος Κούμας πολύ αργότερα – τον 19ο αιώνα – αναφέρει ότι οι Φαναριώτες αρέσκονταν να αυτοπροσδιορίζονται ως «το περίβλεπτον γένος των Ρωμαίων». Μάλιστα, ο Κούμας αναφέρει ότι γίνονταν έξαλλοι όταν κάποιος τους αποκαλούσε Έλληνες ή Ρωμιούς: «Βλασφημίαν ήκουαν αν τους ονόμαζε τις Γρεκούς ή Έλληνας».

Ωστόσο, το ότι ήταν ορθόδοξοι και το ότι διατηρούσαν στενότατες σχέσεις με το Οικουμενικό Πατριαρχείο καθιστούσε υποχρεωτική την ελληνική εκπαίδευση, η οποία τελικά έγινε το σήμα κατατεθέν τους. 

Η ελληνική τους παιδεία και καλλιέργεια αποτελούσε το απαραίτητο διαβατήριο προκειμένου να έχουν πρόσβαση και να σταδιοδρομήσουν σε μια από τις ζηλευτές ανώτερες θέσεις που προσέφερε η οθωμανική γραφειοκρατία. 

Μάλιστα, για να έχει κανείς πρόσβαση σε αυτές τις θέσεις, απαραίτητη προϋπόθεση ήταν επίσης το να έχει σοβαρή πρόσβαση στους ανάλογους μηχανισμούς του ελληνόφωνου Πατριαρχείου. 


Για να ονομαστεί κάποιος Φαναριώτης χρειαζόταν βέβαια να κατοικεί και στο Φανάρι, όπως και να έχει οικονομικούς ή και συγγενικούς δεσμούς με τους δηλωμένους κατοίκους του. 

Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι Φαναριώτες δεν λάμβαναν μόνο υψηλές θέσεις στην οθωμανική διοίκηση, αλλά πολλές από τις οικογένειες διατηρούσαν θέσεις ηγεμόνων στις παραδουνάβιες περιοχές. 

Οι γνωστότερες από αυτές ήταν οι οικογένειες Δούκα, Κατακουζηνού και Στούρτζα.

Η φαναριώτικη  αριστοκρατία  κινούνταν  ανάμεσα στις καλές σχέσεις της με το Πατριαρχείο και στην κατάλληλη δικτύωση με την οθωμανική διοίκηση. 
Έτσι, ο πλέον περιζήτητος τίτλος του πατριαρχικού οφικιαλίου δεν ήταν άλλος από αυτόν του Μεγάλου Λογοθέτη, αυτού δηλαδή του προσώπου που μεσολαβούσε μεταξύ του Πατριαρχείου και της οθωμανικής διοίκησης.


Ωστόσο, οι Φαναριώτες δεν ήταν μόνο ανώτεροι υπάλληλοι της Αυτοκρατορίας. 

Στις τάξεις τους υπήρχαν κι άλλες επαγγελματικές κατηγορίες: έμποροι υφασμάτων, γουναράδες, γιατροί οι οποίοι κατάφερναν να συνάψουν γάμους με κόρες από ισχυρές μουσουλμανικές οικογένειες. 

Γενικότερα, οι Φαναριώτες βρίσκονταν στα κέντρα της εξουσίας και του χρήματος. Πολλοί γάμοι Φαναριωτών με Οθωμανές πριγκίπισσες έφεραν αυτές τις οικογένειες πιο κοντά στην αυτοκρατορική αυλή, χαρίζοντάς τους έτσι και την ανάλογη επιρροή.

Η φαναριώτικη αριστοκρατία παρακολούθησε εκ του σύνεγγυς τη μετάβαση της εξουσίας από τον οίκο των Σουλτάνων στους πολιτικούς οίκους των Βεζίρηδων και των Πασάδων, πράγμα που πραγματοποιείται με την άνοδο της οικογένειας Κιοπρουλή στην εξουσία, στα μέσα του 17ου αιώνα.


Στην επανίδρυση της κρατικής γραφειοκρατίας και με τη νέα κατάσταση που διαμορφώθηκε στο εσωτερικό της διοίκησης της αυτοκρατορίας, οι Φαναριώτες κλήθηκαν να παίξουν και πάλι σημαντικό ρόλο στην επάνδρωση των βασικών διοικητικών θέσεων.


Οι Φαναριώτες, λόγω της εκπαίδευσής τους αλλά και του ταλέντου στην πολυγλωσσία για το οποίο χαρακτηρίζονταν, καταλάμβαναν εκτός από τη θέση του μεγάλου διερμηνέα της Πύλης και άλλες θέσεις - κλειδιά της Αυτοκρατορίας, όπως αυτό του διερμηνέα του στρατού και του διερμηνέα του στόλου. 

Είναι προφανές ότι οι θέσεις αυτές βρίσκονταν στην κορυφή μιας σειράς άλλων θέσεων, τις σημαντικότερες από τις οποίες καταλάμβαναν μέλη των φαναριώτικων οικογενειών που ήλεγχαν τα πόστα. 

Πάντως, κατά γενική ομολογία η σημαντικότερη των θέσεων που μπορούσε να λάβει ένας Φαναριώτης – μια θέση με το μεγαλύτερο δυνατό κύρος κι εξουσία – ήταν αυτή του ηγεμόνα των παραδουνάβιων περιοχών.

Οι Φαναριώτες στις παραδουνάβιες περιοχές

Ήδη από την εποχή που ακολούθησε την πτώση της Κωνσταντινούπολης οι παραδουνάβιες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κράτησαν έντονη και συνεχή επαφή με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. 

Εδώ ας επισημαίνουμε ότι από αυτές τις περιοχές το Πατριαρχείο εισέπραττε το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός του, πράγμα που είχε ως συνέπεια αρκετές φορές οι ηγεμόνες αυτών των περιοχών να έχουν βαρύνοντα λόγο στην εκλογή του εκάστοτε Πατριάρχη.

Ωστόσο, οι παραδουνάβιες περιοχές ήταν αυτές οι οποίες εφοδίαζαν σημαντικά την Κωνσταντινούπολη με σιτηρά και κρέας. 

Οι σημαντικές αυτές εμπορικές συναλλαγές απέφεραν μεγάλα οικονομικά οφέλη στους ορθόδοξους έμπορους. 
Όπως συνάγεται από τους μελετητές, οι ελληνόφωνοι ορθόδοξοι έμποροι ήλεγχαν αυτό το σημαντικό εμπορικό κομμάτι από τις αρχές του 16ου αιώνα. 

Επίσης, μια άλλη σημαντική μερίδα των ελληνόφωνων ορθόδοξων, που δεν ήταν έμποροι, απασχολούνταν σε αυτές τις περιοχές από τις αρχοντικές οικογένειες σαν γραμματικοί και δάσκαλοι.

Έτσι, οι Φαναριώτες βρήκαν εύφορο έδαφος διείσδυσης σε αυτές τις περιοχές. Υπό το καθεστώς που δημιουργήθηκε μετά το 1713 – όπου μπορούσε κανείς να εξαγοράσει τα αξιώματα –, οι Φαναριώτες που ήταν μέσα στα πράγματα κατάφεραν να αξιοποιήσουν στο μέγιστο βαθμό αυτή τη νέα κατάσταση. 

Έτσι, ο εκ Χίου καταγόμενος Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο επονομαζόμενος και «ο εξ απορρήτων», ήταν ο πρώτος Φαναριώτης που κατάφερε να εξασφαλίσει την ηγεμονία της Βλαχίας για λογαριασμό του γιου του Νικολάου το 1709. 

Η «έξοδος» των Φαναριωτών από το Φανάρι στις παραδουνάβιες περιοχές τούς έφερε σε επαφή με τη διεθνή διπλωματία, μια και αυτές οι περιοχές τότε αποτελούσαν πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ της Πύλης, του οίκου των Αψβούργων και των Ρομανώφ.

Μάλιστα, με την περίφημη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774, οι περιοχές αυτές τέθηκαν ως ορθόδοξες υπό την προστασία των Ρώσων. 
Αυτό έδωσε τη δυνατότητα και την αφορμή στους Φαναριώτες να προσβλέπουν στη σταδιακή τους αυτονόμηση και απομάκρυνση από την οθωμανική εξουσία. Έτσι κι αλλιώς η νέα πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη ευνοούσε αυτές τις κρυφές φιλοδοξίες των φαναριώτικων οικογενειών. 

Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές από αυτές τις οικογένειες δεν δίστασαν να βρεθούν στη μεριά των Ρώσων, οι οποίοι ήταν οι βασικοί αντίπαλοι των Οθωμανών στις παραδουνάβιες περιοχές. 

Αυτή η αμφιλεγόμενη στάση από πλευράς ορισμένων φαναριώτικων οικογενειών οδήγησε την Υψηλή Πύλη στο να περιορίσει το δικαίωμα διεκδίκησης των ηγεμονιών αυτών μόνο σε τέσσερις οικογένειες, που κρίθηκαν αξιόπιστες στις σχέσεις τους με την Πύλη.

Οι Φαναριώτες, ωστόσο, κατά γενική ομολογία κατάφεραν μέσα σε σχετικά μικρό διάστημα να επωφεληθούν από τις αλλαγές που υιοθέτησε το σύστημα διοίκησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τις γενικότερες γεωπολιτικές αλλαγές. 

Το δίχως άλλο, κατάφεραν να παραμερίσουν τις μέχρι τότε υφιστάμενες αρχοντικές ρωμαίικες οικογένειες και να αναδειχτούν ως μια χριστιανική αριστοκρατία ενσωματωμένη κανονικά στην οθωμανική κοινωνία, στην οποία μάλιστα έπαιζαν και πρωταγωνιστικό ρόλο. 

Η επέκταση και εδραίωση αυτής της χριστιανικής αριστοκρατίας βασίστηκε κυρίως στον έλεγχο που άσκησε στο Πατριαρχείο.

Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, «ο εξ απορρήτων»

Μια από τις πρώτες και εξέχουσες μορφές των Φαναριωτών υπήρξε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο οποίος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά καταγόταν από τη Χίο. Ο Αλέξανδρος φοίτησε στο Ελληνικό Κολέγιο του Αγίου Αθανασίου στη Ρώμη, όπου και συνέχισε τις σπουδές του στη Φιλολογία και τη Θεολογία.

Αργότερα βρέθηκε να σπουδάζει Ιατρική στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα.



Με την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη, ο Μαυροκορδάτος θα διδάξει στη σχολή του Μανολάκη του Καστοριανού, όπως επίσης στην Πατριαρχική Ακαδημία. 




Κατόπιν θα εργαστεί ως γραμματέας του μεγάλου ρωμιού διερμηνέα Παναγιώτη Νικούσιου, τη θέση του οποίου θα καταλάβει μετά τον θάνατό του, το 1673. 

Η θέση αυτή, εκτός από εξουσία και χρήμα, ενείχε και κινδύνους.
Το 1683, ο Μαυροκορδάτος έπεσε σε δυσμένεια λόγω της επικράτησης της αντίπαλης παράταξης απ’ αυτήν που τον υποστήριζε.

Τότε δημεύτηκε η περιουσία του και φυλακίστηκε μαζί με μέλη της οικογενείας του. Λίγα χρόνια αργότερα, κατάφερε να πετύχει την αποκατάστασή του και να του επιστραφεί η περιουσία του. 

Λέγεται ότι ο Μαυροκορδάτος συμμετείχε ως υπήκοος του Σουλτάνου, έχοντας σημαντικό ρόλο, στις διαπραγματεύσεις για τη συνθήκη του Κάρλοβιτς, καθώς θεωρούνταν καλός γνώστης της ευρωπαϊκής διπλωματίας.

Τέλος, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος θεωρείται ο πρώτος στον οποίο ανήκει δικαιωματικά ο χαρακτηρισμός του Φαναριώτη, ένας όρος που θα καθιερωθεί στη συνέχεια υποδηλώνοντας την αριστοκρατία των Ρωμιών.



ΠΗΓΗ. ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου