Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου 2024

Η «Ελένη» του Γιώργου Σεφέρη


Το ποίημα Ελένη που ακολουθεί ανήκει στη συλλογή «Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν...» (1955), γράφτηκε όμως, κατά δήλωση του ποιητή, το 1953, όταν ο Σεφέρης ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Κύπρο. Ξαναπήγε το 1954 και το 1955. 

Το 1955 θ’ αρχίσει ο Κυπριακός αγώνας κατά της αγγλικής κατοχής. Ο Σεφέρης από τις θέσεις του στο διπλωματικό σώμα θα παρακολουθήσει από πολύ κοντά τις φάσεις του κυπριακού δράματος. 


Για να κατανοήσουμε το ποίημα, πρέπει να έχουμε υπόψη μας πρώτα πρώτα δύο αρχαίους μύθους, που αποτελούν τον πυρήνα του:
 
α) Ο μύθος του Τεύκρου: Ο Τεύκρος, γιος του βασιλιά της Σαλαμίνας Τελαμώνα και αδελφός του Αίαντα, έλαβε μέρος στον Τρωικό πόλεμο, όπου διακρίθηκε ως τοξότης. 
 
Όταν επέστρεψε στη Σαλαμίνα, ο πατέρας του δεν τον δέχτηκε, γιατί έκρινε ότι δε συμπαραστάθηκε αρκετά στον αδελφό του Αίαντα, που αυτοκτόνησε, επειδή οι Αχαιοί δεν έδωσαν σ’ αυτόν ως αριστείο τα όπλα του Αχιλλέα. 
 
Ο Τεύκρος τότε, υπακούοντας σε χρησμό του Απόλλωνα, έφυγε στην Κύπρο, όπου και ίδρυσε πόλη και της έδωσε το όνομα Σαλαμίνα (κοντά στη σημερινή Αμμόχωστο) ως ανάμνηση της πατρίδας του. 
 
β) Ο μύθος της Ελένης: Σύμφωνα με μια εκδοχή αυτού του μύθου η Αφροδίτη δεν έδωσε στον Πάρη την πραγματική Ελένη, αλλά ένα ομοίωμά της. 
 
Την Ελένη τη μετέφερε ο Ερμής, με εντολή της Ήρας, στην Αίγυπτο, στο παλάτι του βασιλιά Πρωτέα, όπου τη συνάντησε ο Μενέλαος επιστρέφοντας από την Τροία. Την εκδοχή αυτή του μύθου διαπραγματεύεται ο Ευριπίδης στην τραγωδία του Ελένη. 
 
Στην τραγωδία συναντάει την Ελένη στην Αίγυπτο και ο Τεύκρος, που περνάει από κει ταξιδεύοντας για την Κύπρο. 
 
 
 
ΤΕΥΚΡΟΣ: …ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ’ ἐθέσπισεν
οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικὸν
Σαλαμῖνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας.
.........................................................
ΕΛΕΝΗ: Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρῳάδ’, ἀλλ’ εἴδωλον ἦν.
.........................................................
ΑΓΓΕΛΟΣ: Τί φῄς;
Νεφέλης ἄρ’ ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι;
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΗ

«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».1
Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων, συ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν. Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη βήματα και χειρονομίες· δε θα τολμούσα να πω φιλήματα· και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
Ποιές είναι οι Πλάτρες; Ποιός το γνωρίζει τούτο το νησί; Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα: καινούριους τόπους, καινούριες τρέλες των ανθρώπων ή των θεών· η μοίρα μου που κυματίζει
ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα και μιαν άλλη Σαλαμίνα μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το γυρογιάλι. Το φεγγάρι
βγήκε απ’ το πέλαγο σαν Αφροδίτη· σκέπασε τ’ άστρα του Τοξότη, τώρα πάει νά βρει την καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ’ αλλάζει. Πού είν’ η αλήθεια; Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης· το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.
 
Αηδόνι ποιητάρη, σαν και μια τέτοια νύχτα στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα σ’ άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο, κι ανάμεσό τους —ποιός θα το ’λεγε— η Ελένη! Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο. Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου· την άγγιξα, μου μίλησε: «Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια» φώναζε. «Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι. Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».
 
Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό το ανάστημα ίσκιοι και χαμόγελα παντού στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα· ζωντανό δέρμα, και τα μάτια με τα μεγάλα βλέφαρα, ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα. Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία — ένα είδωλο. Έτσι το θέλαν οι θεοί. Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα νά ηταν πλάσμα ατόφιο· κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.
 
Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα. Τόσα κορμιά ριγμένα στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης·2 τόσες ψυχές δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι. Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη. Κι ο αδερφός μου; Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,
τ’ είναι θεός; τί μη θεός; και τί τ’ ανάμεσό τους;
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
 
Δακρυσμένο πουλί, στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα, άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι, αν είναι αλήθεια πως αυτό ειναι παραμύθι, αν είναι αλήθεια πως οι ανθρώποι δε θα ξαναπιάσουν τον παλιό δόλο των θεών· αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια, ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια, δεν το ’χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε πως τόσος πόνος τόση ζωή πήγαν στην άβυσσο για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.3
 
 
1. Πλάτρες: τόπος του νησιού (Σημείωση του ποιητή).
2. Από μια τοιχογραφία στην έξοχη εκκλησιά της Ασίνου (Σημείωση του ποιητή).
3. Φίλος που διάβασε το χειρόγραφό μου θυμήθηκε τούτο: "In those days the official recruiting posters in Cyprus said, “Fight for Greece and Liberty”" (House of Commons, Official Report, 5 May 1955) (Σημείωση του ποιητή).


Στο ποίημα αυτό αξιοποιείται από το Σεφέρη η μυθικής μέθοδος, δημιουργώντας μια συστοιχία ανάμεσα στα συναισθήματα και τις περιστάσεις που βιώνει ο Τεύκρος με τη συναισθηματική κατάσταση και τις σκέψεις του ίδιου του ποιητή. 
 
Ο Τεύκρος, διωγμένος από την πατρίδα του, φτάνει στην Κύπρο, έχοντας ακόμη νωπές τις πικρές εμπειρίες του Τρωικού Πολέμου. Η συνάντησή του εκεί με την Ελένη, φέρνει τον ήρωα αντιμέτωπο με τη τραγική διαπίστωση πως ο δεκαετής πόλεμος με τους χιλιάδες νεκρούς έγινε για ένα είδωλο, για ένα σύννεφο, αφού η πραγματική Ελένη δεν έφτασε ποτέ στην Τροία. 
 
Ο Γιώργος Σεφέρης φτάνει στην Κύπρο το 1953, έχοντας βιώσει τις τραγικές για την Ελλάδα συνέπειες του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και φυσικά του Εμφυλίου. 
 
Οι Έλληνες, που πλήρωσαν για τους πολέμους αυτούς υψηλό τίμημα σε ανθρώπινες ζωές, βρέθηκαν σε στενή συσχέτιση με την Αγγλία, έχοντας αρχικά ως κοινό εχθρό τους Γερμανούς κι αμέσως μετά με την αποφασιστική επέμβαση των αγγλικών (και αμερικανικών) δυνάμεων προκειμένου ο εμφύλιος πόλεμος να μη γείρει προς την πλευρά των κομμουνιστών και κατ’ επέκταση της Ρωσίας. 
 
Η εμπλοκή όμως της Αγγλίας με την πορεία του ελληνικού λαού δεν τερματίζεται εκεί εφόσον ήδη από το 1878 κατέχουν την Κύπρο, χωρίς να δείχνουν καμία διάθεση να την εγκαταλείψουν.  
 
Το 1953, λοιπόν, είναι μια πολύ σημαντική χρονιά για την Κύπρο, καθώς ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος έχει ξεκινήσει με ένταση τις προσπάθειές του να τερματίσει την Αγγλική κυριαρχία και να κερδίσει για το λαό του το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. 
 
Η ένοπλη σύγκρουση με τις αγγλικές δυνάμεις θα ξεκινήσει δύο χρόνια μετά, ο ποιητής όμως αντιλαμβάνεται ήδη τα προμηνύματα ενός νέου πολέμου. 
 
Η αντιπολεμική διάθεση της ποιητικής σύνθεσης του Σεφέρη, δεν αποτελεί φυσικά σχόλιο για την επιθυμία του κυπριακού λαού να διεκδικήσει την ελευθερία του, εκφράζει όμως τη γενικότερη σκέψη του ποιητή πως κάποτε θα πρέπει να τεθεί ένα τέρμα στους συνεχείς πολέμους και τις απώλειες χιλιάδων ανθρώπων. 
 
Στα πλαίσια του ποιήματος η φωνή του ποιητή διαπλέκεται με τη φωνή του Τεύκρου, καθώς οι σκέψεις και οι εμπειρίες των δύο ανδρών βρίσκονται σε μια διαρκή συσχέτιση.

 
ΠΗΓΗ. 1. latistor
              2.  greek-language.gr  


ΒΙΝΤΕΟ. 
 
 

                                               Ποίηση : Γιώργος Σεφέρης 
                                               Μουσική: Ηλίας Ανδριόπουλος 
                                               Ερμηνεία : Μανώλης Μητσιάς-Γιάννης Φέρτης 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου