Τα διαμάντια είναι παντοτινά - < Σάββατο κι απόβραδο και ασετυλίνη στην Αριστοτέλους που γερνάς >
Οδός Αριστοτέλους – Η ιστορία και το μήνυμα ενός θρυλικού τραγουδιού
Υπάρχουν ορισμένα πραγματικά μεγάλα τραγούδια που έχουν γραφτεί αρκετές
δεκαετίες πριν, που δεν κατάφερε η σκόνη του χρόνου να τα σκεπάσει.
Ένα από αυτά είναι η οδός Αριστοτέλους του Λευτέρη Παπαδόπουλου και του Γιάννη Σπανού που ερμηνεύει θεσπέσια η Χαρούλα Αλεξίου.
Το
τραγούδι έρχεται από το μακρινό 1974 και είναι μια «βεγγέρα», όπως
έλεγαν οι παλιότεροι, στους δρόμους μιας ιδιαίτερα γοητευτικής και
ελκυστικής γειτονιάς που έχει τη δική της μυθολογία και ιστορία. Είναι
αποτύπωμα μιας εποχής λίγο μετά τον μεγάλο πόλεμο που άφησε πολλές
ανοιχτές πληγές και σημάδια.
Μέσα από τον στίχο «Έβγαζα από τις
τσέπες μου φλούδες μανταρίνι σου έριχνα στα μάτια να πονάς» αναδύει ένα
αθώο εφηβικό ερωτισμό που μόνο ο Λευτέρης θα μπορούσε να τον αποτυπώσει
με αυτόν τον τρόπο.
Άλλωστε δεν μπορείς να γράψεις δυνατό ερωτικό στίχο
αν δεν αποζητάς τον απόλυτο έρωτα κι αν δεν έχει φτιαχτεί η ψυχή σου και
το σώμα σου με αληθινά ερωτικά υλικά. Ο Λευτέρης μπορεί να το κάνει
γιατί κυλάει μέσα του ζεστό ερωτικό αίμα.
Η μουσική του Σπανού
συνοδεύει τον στίχο όχι απρόσωπα και άχρωμα αλλά με μια πρωτότυπη
μελωδία βασισμένη στους μελωδικούς λαϊκούς δρόμους χωρίς αρμονική
φλυαρία και ενορχηστρωτικούς ακροβατισμούς.
Κεντρικός ήρωας
είναι η Αργυρώ, ένα αγοροκόριτσο που ήταν ο αρχηγός της αλητοπαρέας της
πλατείας Κυριακού που αργότερα ονομάστηκε πλατεία Βικτωρίας αλλά οι
παλιότεροι την μνημονεύουν ακόμα και σήμερα με το παλιό της όνομα.
Η
Αργυρώ, όπως έχει γράψει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος,
ήταν ένα άσχημο κορίτσι, κατουρούσε όρθια, φορούσε κοντό παντελόνι,
έβριζε, έκλεβε, ήταν ανά πάσα στιγμή έτοιμη για καβγά και θύμωνε όταν
την φώναζαν με το παρατσούκλι «καγκουρό».
Η μάνα της ήταν η κυρά
- Μελέταινα μια σκελετωμένη φουκαριάρα που είχε ανοίξει ένα καφενεδάκι
στην Αριστοτέλους και έψηνε καφέδες στους μεροκαματιάρηδες μισοτιμής.
Αφεντικό στο μαγαζί ήταν ο γιος της ο Σπύρος ο «Μανιαμούνιας».
Ένας
αδύνατος σκελετωμένος κι αυτός, άκαμπτος σαν κόντρα πλακέ, με
περιποιημένη χωρίστρα, με ένα και εξήντα μπόι. Το μυαλό του δεν έκοβε
πολύ και έκανε πάντα λάθος στα ρέστα και όταν παρίστανε τον νταή στην
αδελφή του, η Αργυρώ τον πλάκωνε στις γρήγορες και του έλεγε «Μούγκα,
Μανιαμούνια».
Στη κατοχή η Αργυρώ είχε βγάλει ένα κασελάκι και
γυάλιζε παπούτσια, ιδίως των Ιταλών στρατιωτών που ήθελαν να είναι
περιποιημένοι. Μια μέρα διασχίζοντας κάθετα τη Δεριγνύ δεν πρόσεξε και
την παρέσυρε ένα καμιόνι που οδηγούσε ένας Αυστριακός φαντάρος και
έσπασε χέρια και πόδια.
Ο Αυστριακός την πήρε στην αγκαλιά του, την πήγε
στο νοσοκομείο και με τα πολλά τη γιάτρεψε. Και όχι μόνο αυτό! Μετά τον
πόλεμο της έστελνε λεφτά για να μπορέσει να σπουδάσει.
Το τραγούδι αυτό ήταν σε ένα δίσκο
που θα τραγουδούσε ο Γιάννης Πάριος, η Χαρούλα Αλεξίου και ο Γιάννης
Καλατζής. Ο Σπανός ήθελε το τραγούδι να το πει ο Πάριος που ήταν ήδη
φίρμα και επέμενε γι’ αυτό αλλά ο Λευτέρης
ήθελε να το πει η Χαρούλα.
Έγινε και ένας ευγενικός μικροκαβγάς γι’
αυτή τη διαφωνία και την λύση την έδωσε ο Πάριος που είπε «Αφού ο
Λευτέρης προτιμά τη Χαρούλα, ας το πει η Χαρούλα» και έκανε πάταγο και
έλεγε κατόπιν «Από αυτό το τραγούδι όπως έγινε και όπως το είπα κατάλαβα
ότι έγινα τραγουδίστρια».
Είναι ένα τραγούδι που συγκινεί ακόμα
και σήμερα και τραγουδιέται απ’ όλες τις ηλικίες σκορπώντας απέραντη
τρυφερότητα και νοσταλγία.
Σε πιάνει όμως και ένα σφίξιμο στη καρδιά και
ένα μεγάλο και πικρό ερωτηματικό στη ψυχή: «Γιατί δεν γράφονται και
σήμερα μεγάλα τραγούδια όπως κάποτε;». Με αυτή τη σκέψη, πάντα πληγώνει
αυτό το «άλλοτε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου