Κυριακή 29 Ιουλίου 2018

Πόσες «Μάνδρες», πόσα «Μάτια» φιλοξενεί η Αττική;


 







Πόσα ακόμα «Μάτια», όπως της Ραφήνας, υπάρχουν στην Αττική και σε όλη την Ελλάδα; 

Πόσες είναι οι παγίδες θανάτου για εκατοντάδες εργαζόμενους, κατοίκους, τουρίστες, ηλικιωμένους ή άλλες ευπαθείς ομάδες, που σε μια έκτακτη κατάσταση πιθανώς να εγκλωβιστούν αναμένοντας ένα μοιραίο τέλος; 

Πόσες και ποιες είναι οι εκτάσεις που η πιθανότητα να συμβεί ένα τέτοιο κακό είναι μεγάλες και τι μέτρα παίρνει το κράτος, πώς προετοιμάζεται για την αντιμετώπισή του;

Ερωτήματα όπως αυτά ακούγονται όλο και πιο πολύ τις τελευταίες μέρες, όσο περισσότερο συνειδητοποιούνται τα αίτια της μεγάλης τραγωδίας που εξακολουθούν να βιώνουν εκατοντάδες λαϊκές οικογένειες στην Ανατολική Αττική.

Κι όσο προσπαθούμε να βρούμε απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα, τόσο περισσότερο γίνεται αντιληπτό ότι η Αττική, το μεγαλύτερο αστικό κέντρο της χώρας, είναι μια τεράστια ανοχύρωτη για το λαό περιοχή. 

Ο τελευταίος χρόνος είναι αρκετά χαρακτηριστικός: 

Το χειμώνα λαϊκά νοικοκυριά πνίγηκαν στις λάσπες ειδικά στη Μάνδρα, με 24 μάλιστα νεκρούς. Το καλοκαίρι που διανύουμε, στον πρώτο καύσωνα που συνδυάστηκε με δυνατό αέρα θρηνούμε ήδη πάνω από 80 νεκρούς... 

Τον περσινό Σεπτέμβρη αποκαλύφθηκε όλη η γύμνια του κρατικού μηχανισμού σε ό,τι αφορά την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων, όταν βυθίστηκε το ανεφοδιαστικό πλοιάριο στον Σαρωνικό, μαυρίζοντάς τον ολόκληρο με μαζούτ. 

Το περσινό καλοκαίρι επίσης είχαν γίνει στάχτη χιλιάδες στρέμματα δάσους. Το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι σεισμογόνος περιοχή και τακτικά δίνει ισχυρούς σεισμούς τόσο στην Αττική όσο και στην υπόλοιπη χώρα είναι άλλο ένα καμπανάκι κινδύνου, αν αναλογιστεί κανείς τις τραγικές ελλείψεις στην αντισεισμική θωράκιση.

Οι εκατοντάδες χιλιάδες των εργατικών - λαϊκών στρωμάτων που ζουν στο Λεκανοπέδιο και στις παρυφές του, λοιπόν, είναι εκτεθειμένα σε τεράστιους κινδύνους εξαιτίας της έλλειψης σχεδιασμού, προετοιμασίας και μέτρων πρόληψης για την αντιμετώπιση τέτοιων καταστροφών. 

Εκεί, άλλωστε, εντοπίζονται και οι διαχρονικές ευθύνες όλων των κυβερνήσεων, όπως και της σημερινής ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, που προσπαθούν πάντα μπροστά στα αποτελέσματα του εγκλήματος να ξεγλιστρήσουν, επικαλούμενες πότε τα ακραία καιρικά φαινόμενα, πότε την «κλιματική αλλαγή», κάνοντας «μπαλάκι» τις ευθύνες ανάμεσα σε «αρμόδιους» και «αναρμόδιους». 

Η άκρη του κουβαριού που μπερδεύουν οι αστικές κυβερνήσεις όμως υπάρχει: Είναι το γεγονός ότι τα μέτρα προστασίας δεν υπάρχουν, πόροι δεν διατίθενται για την επάνδρωση μηχανισμών και για τη δημιουργία υλικοτεχνικής υποδομής, καθώς οι προτεραιότητες του αστικού κράτους είναι άλλες και όχι η προστασία της ανθρώπινης ζωής.

Δεν δίνεται προτεραιότητα σε βασικά έργα για τις λαϊκές ανάγκες (π.χ. αντιπλημμυρικής και αντισεισμικής προστασίας, ελεύθεροι χώροι), τα έργα που προτάσσονται αφορούν ιεραρχήσεις για την ενίσχυση των μονοπωλιακών ομίλων. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι με βάση το πρόσφατο Ρυθμιστικό Σχέδιο για την Αττική, που εγκρίθηκε το 2014 επί ΝΔ και ουσιαστικά επανεπιβεβαιώθηκε με τις εξαγγελίες των «αναπτυξιακών» συνεδρίων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, προωθείται ο σχεδιασμός της άρχουσας τάξης για την περιοχή, δίνοντας προτεραιότητα σε έργα που αφορούν τον τουρισμό πολυτελείας, τη μεταφορά εμπορευμάτων, τη διαμόρφωση βιομηχανικών και επιχειρηματικών πάρκων, τη χωροθέτηση αξόνων εφοδιαστικής αλυσίδας και ό,τι άλλο υπηρετεί τη στρατηγική η Αττική να γίνει η «καρδιά» της διαδικασίας μετατροπής της χώρας σε διαμετακομιστικό και ενεργειακό κέντρο.

Η επίγνωση, από το λαό, της κατάστασης και των κινδύνων που υπάρχουν είναι σημαντικός όρος για να εντείνεται η πάλη, η διεκδίκηση μέτρων πρόληψης καταστροφών, όπως αυτή που ζούμε στην Ανατολική Αττική.

Πόλεις - βραδυφλεγείς βόμβες
 
Δεκάδες εκατομμύρια τόνοι πετρελαιοειδών αποθηκευμένοι και υπό επεξεργασία, τεράστιες βιομηχανίες χημικών, πλαστικών, τσιμέντου, χαλυβουργίες, τροφίμων, ναυπηγεία, εταιρείες ανακύκλωσης, σκραπατζίδικα, αποθήκες όλων των ειδών... 
 
Και όλα αυτά σε απόσταση αναπνοής από ένα αεροδρόμιο, αλλά και τις αυλές σπιτιών λαϊκών οικογενειών.
 
Μέσα από αυτήν τη χαβούζα περνάει μια από τις κεντρικές οδικές αρτηρίες που συνδέει την Αττική με την Πελοπόννησο και τη Δυτική Ελλάδα.
 
Ο λόγος για το Θριάσιο Πεδίο, που φιλοξενεί 7-10.000 ρυπογόνες βαριές βιομηχανίες, αποτελώντας μια βραδυφλεγή βόμβα για τη δημόσια υγεία, τη ζωή και την ασφάλεια όλων των κατοίκων του Λεκανοπεδίου.
 Κι όμως! Αυτή η γενική παραδοχή δεν έχει οδηγήσει στην κατάρτιση ενός λεπτομερούς σχεδιασμού, τόσο για την πρόληψη όσο και για την άμεση αντιμετώπιση ενός βιομηχανικού ατυχήματος μεγάλης έκτασης. 

Ενός ατυχήματος που μπορεί να προέλθει από πυρκαγιά (ανατριχιαστική ήταν η εικόνα της περασμένης Δευτέρας με τις φλόγες να γλείφουν τη μάντρα της «Motor Oil»), από έναν ισχυρό σεισμό, ακόμα και από ανθρώπινο λάθος. 

Η ανεξέλεγκτη συμβίωση βιομηχανίας - κατοικίας στην περιοχή, η γειτνίαση σε πολύ μικρή απόσταση επικίνδυνων εγκαταστάσεων, όπως διυλιστηρίων με εγκαταστάσεις υγραερίων και πολεμικής βιομηχανίας, είναι ενδεικτικά παραδείγματα της πιθανότητας πρόκλησης ενός μεγάλου ατυχήματος που θα επηρεάσει κατοικημένες περιοχές. 

Εφιάλτη για την περιοχή αποτελεί το «φαινόμενο του ντόμινο», δηλαδή μια πιθανή διαδικασία αλυσιδωτών εκρήξεων, που αν ξεκινήσουν δύσκολα σταματούν και κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει τι θα αφήσουν πίσω τους.

Μέσα στο Θριάσιο Πεδίο, που για την κυβέρνηση και την αστική τάξη αποτελεί «λυδία λίθο» του σχεδιασμού για μετατροπή της Αττικής σε κόμβο διαμετακόμισης, ζουν και εργάζονται εκατοντάδες χιλιάδες εργατοϋπάλληλοι. 

Η ρυμοτομία στην περιοχή είναι ανύπαρκτη, αφού αυτό που κυριαρχεί είναι η άναρχη εγκατάσταση των βιομηχανικών μονάδων. 

Βιομηχανική ζώνη και οικιστικός ιστός είναι ένα, εργοστάσια φτάνουν μέχρι την παραλία. Το σκηνικό λαβύρινθου, με τα αδιέξοδα, τα στενοσόκακα, τους «βουβούς» δρόμους, θυμίζει το μοιραίο Μάτι της Ραφήνας, όμως στο Θριάσιο δεν υπάρχουν πεύκα, αλλά τεράστιες δεξαμενές πετρελαίου, αγωγοί αερίου, αποθήκες με εύφλεκτα υλικά, με πλαστικά, με μηχανήματα κάθε είδους...

Στο Θριάσιο δεν έχει πραγματοποιηθεί ποτέ (ή τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια) μια άσκηση με ευθύνη του κράτους για την άμεση εκκένωση της περιοχής, οι χιλιάδες εργάτες που περνούν εκεί τη μισή ζωή τους δεν έχουν ενημερωθεί με επίσημο τρόπο τι να κάνουν σε περίπτωση ατυχήματος. 

Κανένας δεν γνωρίζει πόση ώρα χρειάζεται για την ασφαλή μετακίνηση ενός μέρους ή του συνόλου των εργαζομένων σε ασφαλές σημείο άπαξ και σημάνει συναγερμός. 

Τα μέχρι τώρα δείγματα, με τα συχνά ατυχήματα, όπως στα ΕΛΠΕ με τους 5 νεκρούς πριν από δύο χρόνια, ή η πυρκαγιά σε εταιρεία ανακύκλωσης τον Ιούνη του 2015 στον Ασπρόπυργο, που μετέτρεψε όλη την Αττική σε θάλαμο αερίων, είναι συνεχή προειδοποιητικά μηνύματα προς τις κρατικές υπηρεσίες, αλλά η ανταπόκριση είναι μηδενική.

Η ύπαρξη σχεδίων στα χαρτιά, χωρίς αυτά να έχουν ποτέ επικαιροποιηθεί, χωρίς να έχουν γίνει ασκήσεις ετοιμότητας, χωρίς να έχει ποτέ ενημερωθεί ο πληθυσμός, η ανεπάρκεια υποδομών, οδών διαφυγής, μέσων και οργανωτικών μέτρων, για την περίπτωση που θα απαιτηθεί εκκένωση της περιοχής σε κάποιο ατύχημα, είναι ορισμένες μόνο από τις πλευρές που αναδεικνύουν ότι η όλη δραστηριότητα στην περιοχή είναι ένα παιχνίδι διαρκείας με τη φωτιά.

Το πρόβλημα γιγαντώνεται αν αναλογιστεί κανείς ότι και η άλλη έξοδος από το Λεκανοπέδιο, αυτή του άξονα Αθηνών - Λαμίας, επίσης περνάει μέσα από μια τεράστια βιομηχανική ζώνη, που μπορεί να δώσει ατύχημα μεγάλης έκτασης. Εύκολα σκέφτεται κανείς τι κινδύνους γεννά το γεγονός ότι το Λεκανοπέδιο μπορεί ουσιαστικά να «κλειστεί» από τις δύο αυτές εξόδους, που και οι δύο είναι παγιδευμένες, αφού περνούν μέσα από τις βιομηχανικές ζώνες. 

Ο πολύωρος εγκλωβισμός εκατοντάδων οδηγών στην Εθνική οδό στο ύψος της Κινέτας, κατά την πρόσφατη πυρκαγιά, ο εφιάλτης που έζησαν και περιγράφεται μέσα από μαρτυρίες, με τις φλόγες να διασχίζουν το οδόστρωμα και τους καπνούς να προκαλούν ασφυξία, είναι ίσως μια μικρογραφία σε ενδεχόμενο βιομηχανικό ατύχημα μεγάλης έκτασης ή άλλη έκτακτη κατάσταση (π.χ. σεισμό), που πιθανόν να απαιτήσει μαζική μετακίνηση κόσμου και βαρέων οχημάτων.

«Μη επιλέξιμη» η αντισεισμική προστασία του λαού
 
Κάθε Σεπτέμβρη στην Αττική ξυπνά ο εφιάλτης του 1999, με το σεισμό των 5,9 Ρίχτερ, που άφησε 143 νεκρούς, αποκαλύπτοντας σε όλο του το μεγαλείο ένα ακόμα διαχρονικό έγκλημα σε βάρος του λαού, αυτό της τραγικής έλλειψης αντισεισμικής θωράκισης.
 Από τότε μπορεί να έχουν περάσει σχεδόν 20 χρόνια, όμως δεν έχουν αλλάξει και πολλά πράγματα σε σχέση με την προστασία των λαϊκών νοικοκυριών, ή των εργαζομένων στους χώρους δουλειάς και στα δημόσια κτίρια. 

Αλλωστε, οι εικόνες των εργοστασίων που κατέρρευσαν σαν χάρτινος πύργος το 1999 παρασύροντας στο θάνατο δεκάδες εργάτες είναι χαρακτηριστικές του εγκλήματος.
Τα έργα αντισεισμικής θωράκισης δεν είναι «επιλέξιμα» για χρηματοδότηση, αφού δεν λειτουργούν ανταποδοτικά για μονοπωλιακούς ομίλους, δεν εξασφαλίζουν αναπαραγωγή των κερδών τους σε βάθος χρόνου, όπως συμβαίνει π.χ. με τους αυτοκινητόδρομους και τα διόδια.

Τα στοιχεία για όλη την Ελλάδα είναι συντριπτικά, και προφανώς αυτή η κατάσταση αποτυπώνεται και στην Αττική, που συγκεντρώνει σχεδόν το μισό πληθυσμό της χώρας.

Ας δούμε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα:

-- Μετά το σεισμό του 1999, 429 σχολικές μονάδες στην Αττική, από τις 2.465 που ελέγχθηκαν, κρίθηκαν ακατάλληλες για χρήση. Ομως, μόνο ένα μικρό ποσοστό, μερικές δεκάδες, έχουν αποκατασταθεί, ενισχυθεί ή αντικατασταθεί.

-- Από τις περίπου 14.500 σχολικές μονάδες σε όλη τη χώρα, οι 4.440 έχουν χτιστεί πριν από το 1959 και οι 3.880 έχουν χτιστεί πριν από το 1985, δηλαδή το 57,4% των σχολικών μονάδων χαρακτηρίζονται «γερασμένες», αφού έχουν χτιστεί χωρίς ή με ελάχιστες αντισεισμικές προδιαγραφές.

-- Από τις υπόλοιπες 6.180 που έχουν χτιστεί μετά το 1985, μόλις οι 3.050 έχουν χτιστεί με πιο αυστηρές αντισεισμικές προδιαγραφές, μετά το 1995.

-- Μέχρι σήμερα σε ελάχιστα κτίρια, και κυρίως σχολεία, έχουν γίνει οι αναγκαίες παρεμβάσεις ενίσχυσης.

Ακόμα κι αυτός ο στοιχειώδης προσεισμικός έλεγχος των σχολείων σταμάτησε το Μάρτη του 2010, εξαιτίας των περικοπών σε δαπάνες και προσωπικό, με αποτέλεσμα να «αποψιλωθούν» τα συνεργεία ελέγχων και να παγώσουν οι διαδικασίες.

Υπάρχουν, επίσης, εκτιμήσεις ότι το 50% των νοσοκομειακών κτιρίων, δηλαδή κάπου 300 ανεξάρτητα από στατικής πλευράς κτίρια, χρειάζονται λεπτομερέστερο έλεγχο ή και παρέμβαση. 

Σε κάθε περίπτωση, το 80% των 4.000.000 κτιρίων της χώρας έχουν κτιστεί πριν από το 1985, δηλαδή πριν τεθεί σε εφαρμογή ο σύγχρονος αντισεισμικός κανονισμός, και επομένως χρήζουν ελέγχων και ενισχύσεων.

Η εγκληματική ευθύνη του αστικού κράτους αναδεικνύεται και από άλλα παραδείγματα. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου, μετά το σεισμό του 1999 στην Αττική, κτίρια που είχαν αρχικά χαρακτηριστεί «κίτρινα» «αποχαρακτηρίστηκαν» στη συνέχεια, χωρίς να γίνει ουσιαστικός έλεγχος.

Η κατάργηση ελεγκτικών υπηρεσιών των πολεοδομιών επιδείνωσε ακόμη περισσότερο το υπάρχον πρόβλημα, καθώς πλέον δεν προβλέπεται ούτε τυπικά ο έλεγχος από την πλευρά του κράτους και η ευθύνη μετακυλίεται πλήρως στον ιδιοκτήτη που πρέπει να απευθυνθεί σε μεμονωμένο μηχανικό, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι ζητείται από τον ιδιοκτήτη να επιλέξει με ποιο κανονισμό θα γίνει η κατασκευή.

Οταν βρέχει πνιγόμαστε... 
 

Εμβληματικό παράδειγμα για το τι σημαίνει «ανοχύρωτη πόλη» είναι η παντελής απουσία αντιπλημμυρικής προστασίας για ολόκληρο το Λεκανοπέδιο. 
 
Κάθε φθινόπωρο με τα πρωτοβρόχια δεκάδες εργατογειτονιές κοιμούνται και ξυπνούν με την αγωνία της βροχής. 
 
Αυτοσχέδια οχυρωματικά έργα στα σπίτια προσπαθούν να υποκαταστήσουν τις εγκληματικές ελλείψεις διαχρονικά όλων των κυβερνήσεων και της Τοπικής Διοίκησης.
 Η Μάνδρα, το Περιστέρι, το Μενίδι, η Ν. Ιωνία, τα Α. Λιόσια, η Κοκκινιά, ο Πειραιάς, το Κερατσίνι είναι κάθε χειμώνα ψηλά στη λίστα του «ραντεβού» με τα λασπόνερα.

Το έγκλημα στη Μάνδρα με τους 24 νεκρούς στις 15 Νοέμβρη 2017 ήταν η κορυφαία πράξη του δράματος των τελευταίων ετών, που δείχνει πόσο χαμηλά έχουν το αστικό κράτος και όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις την προστασία της ανθρώπινης ζωής. 

Η διαρκής προσπάθεια να χρεώσουν την ευθύνη στα ίδια τα λαϊκά νοικοκυριά, δηλαδή στους πνιγμένους για τον πνιγμό τους, είναι τεράστια πρόκληση. Η επίκληση της αυθαίρετης δόμησης, των μπαζωμένων ρεμάτων είναι μια προσπάθεια όλων των κυβερνήσεων, και της σημερινής ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, να βρουν άλλοθι για την ενοχή τους. 

Τα εργατικά - λαϊκά στρώματα που στοιβάχτηκαν στις γειτονιές αυτές, ακολούθησαν κατά πόδας την άναρχη επέκταση των βιομηχανικών ζωνών και άλλων μεγάλων επιχειρήσεων, όπως συμβαίνει σε όλο τον κόσμο.

Η κατάσταση στην Αττική αντικατοπτρίζει ακριβώς την έλλειψη ενός ολοκληρωμένου σχεδιασμού πρόληψης και αντιμετώπισης των πλημμυρών, ενώ και σε αυτό το μέτωπο αποκαλύπτεται ότι ο χωροταξικός σχεδιασμός δεν βασίζεται στο κριτήριο κάλυψης των αναγκών του λαού, αλλά στην ενίσχυση της κερδοφορίας του κεφαλαίου.

Μια σειρά μεγάλων έργων δεν είναι ενταγμένα σε ένα συνολικό σχεδιασμό για κάθε περιοχή και γενικότερα για κάθε λεκάνη απορροής, επηρεάζοντας την αντιπλημμυρική προστασία. 

Σε πολλές περιοχές που αναπτύχθηκαν άναρχα με αυθαίρετη δόμηση, τα υφιστάμενα έργα αποχέτευσης ομβρίων και οι υφιστάμενες μελέτες είναι ανεπαρκείς, άλλα έργα δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί.

Το πρόβλημα της επικινδυνότητας από ενδεχόμενη πλημμύρα είναι γνωστό στους αρμόδιους φορείς από σχετικές μελέτες (π.χ. μελέτη Αναπτυξιακού Συνδέσμου Δυτικής Αττικής του 2010, έκθεση ΥΠΕΚΑ για Προκαταρκτική Αξιολόγηση Κινδύνων Πλημμύρας για τα 14 υδατικά διαμερίσματα της χώρας του 2012, παλιότερες ημερίδες ΤΕΕ και σχετική βιβλιογραφία). 

Η συνεχιζόμενη για χρόνια προκλητική έλλειψη σχετικών έργων αντιπλημμυρικής προστασίας συνιστά προδιαγεγραμμένο έγκλημα σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων.

Επίσης, ενώ η δασική βλάστηση συμβάλλει στη συγκράτηση και του νερού και στην προστασία του εδάφους από τη διάβρωση, η δασοκτόνα πολιτική και η πολιτική εμπορευματοποίησης της γης που αποτελούν την πραγματική αιτία καταστροφικών πυρκαγιών, έχουν επιδεινώσει το πρόβλημα στις περιοχές που έχουν πληγεί από πυρκαγιές, χωρίς να έχουν πραγματοποιηθεί αναγκαία αντιπλημμυρικά έργα.

Το καλοκαίρι καιγόμαστε... 
 

Η τελευταία βδομάδα απέδειξε με τον πιο τραγικό τρόπο πόσο ανοχύρωτο είναι το Λεκανοπέδιο της Αττικής και απέναντι στις πυρκαγιές.
 Τα δεκάδες θύματα στο Μάτι της Ραφήνας είναι μια ακόμα τραγική επιβεβαίωση των ελλείψεων σε μέσα πυροπροστασίας, πρόληψης αλλά και καταστολής πυρκαγιών. 


Κάθε χρόνο άλλωστε οι κάτοικοι του Λεκανοπεδίου γίνονται μάρτυρες καταστροφής των βουνών που το περιβάλλουν: 
Από τον Υμηττό μέχρι την Πάρνηθα και από την Πεντέλη μέχρι τα Γεράνεια είναι διαρκώς στο επίκεντρο των καταστροφικών πυρκαγιών.

Οι ευθύνες της κυβέρνησης και των προκατόχων της εντοπίζονται σε ζητήματα όπως η διατήρηση όλου του αντιδασικού νομοθετικού πλαισίου.

Οι πρόσφατες φονικές πυρκαγιές επιβεβαιώνουν τη μείωση των κρατικών δαπανών με αποτέλεσμα την «αποψίλωση» του Πυροσβεστικού Σώματος, τις τραγικές ελλείψεις σε υλικοτεχνικό εξοπλισμό, τα χάλια που έχει το δασικό οδικό δίκτυο, τα απαρχαιωμένα οχήματα με το 55% περίπου να είναι πέραν της 20ετίας, χωρίς ουσιαστικές προσλήψεις για την κάλυψη των πραγματικών αναγκών, με εργαζόμενους τριών ταχυτήτων και με τσακισμένα εργασιακά δικαιώματα. 

Επίσης, ότι δεν γίνονται έγκαιρα οι απαραίτητοι καθαρισμοί, οι αποψιλώσεις για τη δημιουργία αντιπυρικών ζωνών, δεν συντηρούνται τα υδροστόμια. Δεν υπάρχουν αναλώσιμα υλικά, με τους πυροσβέστες να αναγκάζονται να συντηρούν οι ίδιοι τις στολές τους και τα ατομικά μέσα προστασίας τους. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι πετσοκομμένοι προϋπολογισμοί της Δασικής Υπηρεσίας και του Πυροσβεστικού Σώματος διατηρούνται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, αφού το ποσοστό που διατίθεται από τον κρατικό προϋπολογισμό για την προστασία των δασών είναι της τάξης του 0,035%. 

Ενώ ο μέσος όρος της μείωσης των δαπανών για το Πυροσβεστικό Σώμα, μέσα από τους προϋπολογισμούς των ετών 2015, 2016, 2017, 2018 της σημερινής κυβέρνησης, σε σχέση με τον τελευταίο προϋπολογισμό προ οικονομικής κρίσης του 2009, διαμορφώνεται στα 121.193.043 ευρώ και είναι μεγαλύτερος από τον μέσο όρο των μειώσεων της τελευταίας 10ετίας, που είναι 118.878.723 ευρώ.

Ειδικά το τελευταίο έγκλημα έφερε στην επιφάνεια τον ανεπαρκή συντονισμό των εμπλεκόμενων φορέων, τη μη ύπαρξη ενός ολοκληρωμένου σχεδίου διαφυγής, τη μη εκπαίδευση του πληθυσμού αλλά και του προσωπικού της Πολιτικής Προστασίας ώστε να εκκενωθεί άμεσα ο χώρος που απειλείται από πιθανή επέκταση της πυρκαγιάς.

Ολα τα παραπάνω έχουν ως αποτέλεσμα να μπαίνουν σοβαρά εμπόδια στην αντιμετώπιση των πυρκαγιών, να χάνονται ανθρώπινες ζωές, να καίγονται δάση και περιουσίες. 

Την ίδια στιγμή, και στην Αθήνα, το Πυροσβεστικό Σώμα αποδυναμώνεται περαιτέρω για να καλύπτει τις ανάγκες των επιχειρηματικών ομίλων που εκμεταλλεύονται τα αεροδρόμια.

Τα εκατομμύρια των κατοίκων της Αττικής έχουν γίνει μάρτυρες τα τελευταία δέκα χρόνια, εξαιτίας όλων αυτών των ελλείψεων, απανωτών εγκλημάτων. 

Εκτός από τα περιαστικά δάση και τα βουνά, που αποψιλώνονται χρόνο με το χρόνο, έχουν ζήσει και πυρκαγιές μέσα στον αστικό ιστό, σε βιομηχανίες, όπως στα ΕΛΠΕ, στο εργοστάσιο «Simmetal» στη Μάνδρα, στην Ανακύκλωση στον Ασπρόπυργο κ.α., με το καθένα από αυτά τα παραδείγματα να αποδεικνύει με τη σειρά του τις ανεπάρκειες που γεννά η κυβερνητική πολιτική.




ΠΗΓΗ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου