Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018

Η πατριδοκαπηλία της αστικής τάξης ( Με αφορμή το όνομα της ΠΓΜΔ)




 Μικρά Ασία (φωτ.: Ελληνες στρατιώτες στη Σμύρνη το 1919)









Διαχρονικά, η αστική τάξη ουδέποτε λογάριασε θυσίες για την ισχυροποίηση της εξουσίας της και του καπιταλισμού συνολικότερα, είτε σε ανθρώπους (ακόμα και δικούς της), είτε σε εδάφη κ.λπ. 

Ετσι, αν σε μια δεδομένη χρονική συγκυρία οι περιστάσεις απαιτούσαν την αλλαγή συνόρων, άλλοτε με την προσάρτηση εδαφών και πληθυσμών, άλλοτε με την παράδοσή τους («ζυγίζοντας» κάθε φορά τα αντισταθμιστικά οφέλη), η αστική τάξη δεν είχε ποτέ κανέναν ενδοιασμό να προχωρήσει στη μία ή την άλλη επιλογή. 

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που προείχε και προέχει - ορθά από την σκοπιά της - στον πυρήνα των επιλογών της, ήταν και παραμένει το ταξικό της συμφέρον.

Χαρακτηριστική ως προς αυτό υπήρξε, μεταξύ άλλων, η πρόθεση της ελληνικής αστικής τάξης, το 1915, να παραδώσει μέρος του προσφάτως τότε ενσωματωμένου τμήματος της Μακεδονίας, με αντάλλαγμα μελλοντικά «δικαιώματα» στη νομή της Μικράς Ασίας - κομμάτι των γενικότερων «ευκαιριών» που «προσέφερε» η νέα πολεμική αναμέτρηση για την αναδιανομή του κόσμου (βλέπε Α' Παγκόσμιος Πόλεμος).

Αυτή η σχετικά άγνωστη πτυχή της Ιστορίας είναι εξαιρετικά επίκαιρη και χρήσιμη, αφού αναδεικνύει με τα έργα και τα λόγια των ίδιων των αστών την πατριδοκαπηλία τους, που γνωρίζει έξαρση για μια ακόμη φορά στις μέρες μας. 

Καταδεικνύει επίσης το πώς διαστρεβλώνεται η Ιστορία, πώς συσκοτίζονται σημαντικά ιστορικά γεγονότα, προκειμένου να γίνουν πράξη οι σύγχρονες αστικές επιδιώξεις (με πρωταγωνιστή τον ΣΥΡΙΖΑ) για αναβάθμιση της θέσης της Ελλάδας (διάβαζε: αναβάθμιση του ελληνικού καπιταλισμού, στο πλαίσιο των ευρύτερων ευρωατλαντικών σχεδιασμών στην περιοχή). 

Ετσι, το 1992, βασικό μέλημα της αστικής τάξης ήταν η «μάχη» για την ονομασία της ΠΓΔΜ. Σήμερα, κυρίαρχη έχει γίνει η επιλογή της σύνθετης ονομασίας. Και γύρω από αυτήν διεξάγεται η σύγκρουση «πατριωτών» και «μειοδοτών». Οπως και τότε...

Οταν η αστική τάξη «πρόσφερε» ένα τμήμα της Μακεδονίας στη Βουλγαρία...
 
Τον Αύγουστο του 1914 ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Επιδιώκοντας την είσοδο της Ελλάδας, της Σερβίας και της Βουλγαρίας στον πόλεμο με το μέρος της, η «Αντάντ» (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία κ.ά.) απέδωσε στις αντίστοιχες κυβερνήσεις διακοίνωση, «συμβουλεύοντάς» τις να διευθετήσουν ειρηνικά τις μεταξύ τους διαφορές, ενώ ειδικότερα στη Βουλγαρία υποσχέθηκε εδαφικά ανταλλάγματα επί της Μακεδονίας και Θράκης. 

Η άρχουσα τάξη της τελευταίας ωστόσο προσανατολιζόταν προς τις «Κεντρικές Δυνάμεις» (Γερμανία - Αυστροουγγαρία), τον έτερο ιμπεριαλιστικό συνασπισμό, ενώ παράλληλα η Σερβία βρισκόταν σε ιδιαίτερα δυσμενή θέση, υπό το βάρος της επίθεσης των αυστροουγγρικών δυνάμεων.

Ενόψει της επικείμενης επίθεσης στα Δαρδανέλια, το ζήτημα της συμμετοχής της Ελλάδας και της Βουλγαρίας στις πολεμικές επιχειρήσεις τέθηκε ακόμα πιο επιτακτικά. Ετσι, «οι Σύμμαχοι προσεκάλεσαν ημιεπισήμως την Ελλάδα όπως τους βοηθήσει εν Δαρδανελλίοις.

 Αντί της βοηθείας ταύτης τη προσέφερον το βιλαέτιον της Σμύρνης».1
Ο Δ. Α. Κόκκινος αναφέρει σχετικά στο έργο του «Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος»: «Αι προτάσεις των συμμάχων προς την Ελλάδα ως προς Βουλγαρίαν ήσαν σαφείς. 

Θα εντάσσοντο συγχρόνως... παρά τω πλευρώ των συμμάχων και η μεν Βουλγαρία θα ελάμβανε προσφερόμενα εκ μέρους της Ελλάδος το Σαρισαμπάν (Νέστος), την Δράμαν και την Καβάλαν, η δε Ελλάς δεκαπλάσιαν έκτασιν εις την Μικράν Ασίαν, όταν θα εγίνετο εκεί επιτυχής εκστρατεία. Δηλαδή η Ελλάς θα έδιδε τμήματα της χώρας και θα ελάμβανε ως αντιστάθμισμα εδάφη τα οποία δεν είχον εις τας χείρας των εκείνοι οι οποίοι τα υπέσχοντο».2Το δέλεαρ ήταν πολύ ελκυστικό για την ελληνική αστική τάξη ώστε να το αγνοήσει.

Ετσι, σε υπόμνημά του στις 11 Γενάρη 1915, ο Βενιζέλος πρότεινε στον Βασιλιά Κωνσταντίνο «να παραχωρηθή προς τους Βούλγαρους το τμήμα Καβάλας, Δράμας, Σαρισαμπάν», υπό ορισμένες προϋποθέσεις και με τα ανάλογα ανταλλάγματα.3

Το σχετικό κείμενο δημοσιεύτηκε από φιλελεύθερες (φιλοβενιζελικές) εφημερίδες της Αθήνας στις 20 Μάρτη 1915. Βρετανικά κρατικά έγγραφα όμως δείχνουν πως οι σχεδιασμοί της «Αντάντ» για πραγματοποίηση «ικανοποιητικών εδαφικών παραχωρήσεων της Μακεδονίας» προς τη Βουλγαρία δεν περιελάμβαναν αρχικά παρά μια αόριστη νύξη, που συνοψιζόταν στο ότι «δεσμευόμαστε να βρούμε αλλού αποζημίωση για την Ελλάδα». 

Οι παραχωρήσεις αυτές θεωρούνταν «μια θυσία που προσφέρεται στον κοινό σκοπό»4(διάβαζε: των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων της «Αντάντ»).

...ως «θυσία» για την «αληθή μεγάλη Ελλάδα»
 
«Δεν θα εδίσταζα», τόνισε μεταξύ άλλων ο Βενιζέλος, «όσο οδυνηρά και αν είναι η εγχείρησις, να συμβουλεύσω την θυσίαν της Καβάλας, όπως διασωθεί ο εν Τουρκία ελληνισμός και ασφαλισθή η δημιουργία αληθούς μεγάλης Ελλάδος...».5 

Η ουσία βέβαια βρισκόταν στο δεύτερο: Στη δημιουργία «αληθούς μεγάλης Ελλάδος». 
Η αναφορά στους δοκιμαζόμενους ελληνικούς πληθυσμούς δεν αποτελούσε παρά το πρόσχημα, ένα περισσότερο «ευγενές» περιτύλιγμα, ή στην καλύτερη περίπτωση έναν δευτερεύοντα παράγοντα, στη στοιχειοθέτηση της εν λόγω επιχείρησης.

Εχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι περίπου δύο χρόνια πριν, ο Βενιζέλος είχε αντικρούσει το ενδεχόμενο οποιασδήποτε παραχώρησης προς τη Βουλγαρία, με το εξής σκεπτικό: «Η Ελλάς ουδέν δύναται να παραχωρήση εκ του εδάφους της εις την Βουλγαρίαν... Η Ελλάς εάν επρόκειτο να παραχωρήση τι θα έπρεπε να παραχωρήση ελληνικότατους πληθυσμούς περιλαμβάνοντας και την πόλιν της Καβάλλας, είτε να εκθέση την ασφάλειαν των συνόρων της προς την Θεσσαλονίκην...».6

Στο Β' Υπόμνημά του προς τον βασιλιά στις 17 Γενάρη 1915, προσέθετε: «Αι παραχωρήσεις εν Μ. Ασία, ων εισήγησις μοι εγένετο δύνανται να λάβουν έκτασιν τοιαύτην, ώστε εις την εκ των νικηφόρων προελθούσαν διπλήν Ελλάδα να προστεθή άλλη μία εξ ίσου μεγάλη και όχι βέβαια ολιγότερον πλούσια Ελλάς». 

Το επιχείρημα του ασύγκριτου - σε σχέση με άλλες διεκδικούμενες περιοχές - πλούτου της Μικράς Ασίας επαναλαμβάνεται και πάλι στη συνέχεια του Υπομνήματος, προτού γίνει καν λόγος για τους ελληνικούς πληθυσμούς.7

«Ως προς τον τρόπον της παραχωρήσεως», έγραφε η εφημερίδα «Εμπρός» στις 21 Μάρτη 1915, «ο κ. Βενιζέλος εξέφρασε την σκέψιν ότι διά της παρεμβάσεως των Δυνάμεων θα εξησφάλιζε την υπό της Βουλγαρίας εξαγοράν της περιουσίας των κατοίκων, οι οποίοι θα μετηνάστευον εις την Ελλάδα και ότι θα αντηλλάσσοντο οι Ελληνικοί και Βουλγαρικοί πληθυσμοί εκατέρωθεν, ήτοι οι εν Μακεδονία Βουλγαρικοί και οι εις το παραχωρηθησόμενον τη Βουλγαρία τμήμα Ελληνικοί». 

Οπως διαπιστώνουμε, το απάνθρωπο μέτρο της ανταλλαγής των πληθυσμών είχε προκύψει για τους ελληνικούς και βουλγαρικούς πληθυσμούς τού υπό διαπραγμάτευση τμήματος της Μακεδονίας πολύ πριν το 1923 (μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή). 

Αξίζει να σημειωθεί πως στην ίδια περιοχή είχαν καταφύγει ήδη δεκάδες χιλιάδες Ελληνες πρόσφυγες από τα εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης που είχε προσαρτήσει η Βουλγαρία με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913).

Ζήτημα «μάλλον πολιτικόν και οικονομικόν, παρά εθνικόν...»
 
Οι προτάσεις Βενιζέλου δεν έγιναν αποδεκτές από τη φιλοβασιλική μερίδα της αστικής τάξης και το Επιτελείο Στρατού (Ι. Μεταξάς), το οποίο αιτιολόγησε τη στάση του υπογραμμίζοντας πως «η επέκτασις εις την Μικρασίαν ήτο και στρατιωτικώς ασύμφορος και πολιτικώς επικίνδυνος διά την Ελλάδα».8 

Οι Σύμμαχοι από την άλλη καθιστούσαν σαφές πως οι όποιες μελλοντικές παραχωρήσεις στη Μικρά Ασία συνδέονταν άμεσα με την εγκατάλειψη της Καβάλας και των περιχώρων της από τους Ελληνες.9 
Τελικά, καμιά διπλωματική ενέργεια δεν έλαβε χώρα σχετικά, αφού σύντομα η Βουλγαρία τάχθηκε στο πλευρό των «Κεντρικών Δυνάμεων».

Αναφορικά με τις πραγματικές προθέσεις του Παλατιού γύρω από το ζήτημα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι συνομιλίες μεταξύ του Κωνσταντίνου και του πρέσβη της Βουλγαρίας Πασάρωφ, στον οποίο και δήλωσε εμπιστευτικά στις 18 Αυγούστου 1915: «Ο Βενιζέλος (...) φοβείται ότι, καταλαμβάνοντες την Μακεδονίαν, θα γίνετε κατά 1, 1/2 εκατομμύριον ισχυρότεροι και επικίνδυνοι δι' ημάς. Εγώ δεν συμμερίζομαι την πολιτικήν αυτήν διότι δεν μπορώ να εμποδίσω την πρόοδον του (βουλγαρικού έθνους)... Και αφού οι δύο λαοί είμεθα με την Γερμανίαν, το δυσκολώτερον των ζητημάτων μας, το της Καβάλας, θα το λύσωμεν ικανοποιητικώς διά τας δύο χώρας, διότι το ζήτημα τούτο είναι διά σας μάλλον πολιτικόν και οικονομικόν, παρά εθνικόν».10

Λίγο αργότερα, με τις «ευλογίες» του Βενιζέλου, οι στρατιωτικές δυνάμεις της «Αντάντ» αποβιβάστηκαν στη Θεσσαλονίκη, κατέλαβαν τη Μυτιλήνη, το Καστελόριζο και την Κέρκυρα, αντικατέστησαν τις ελληνικές αρχές σε μεγάλα τμήματα της Μακεδονίας, ενώ προχώρησαν και στο ναυτικό αποκλεισμό της νότιας Ελλάδας, με αποτέλεσμα το θάνατο εκατοντάδων από πείνα. Ακολούθησε η κατάληψη των Κυκλάδων, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, καθώς και ο βομβαρδισμός της Αθήνας και του Πειραιά. 

Οι βασιλικοί, από τη μεριά τους, θέλοντας να επιβάλουν την πολιτική της «ουδετερότητας» της Ελλάδας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, παρέδωσαν αμαχητί στις γερμανοβουλγαρικές δυνάμεις το στρατηγικής σημασίας οχυρό του Ρούπελ, το Δ' Σώμα Στρατού, που έδρευε στην Καβάλα (οι άνδρες του οποίου στάλθηκαν στη Γερμανία και εκατοντάδες πέθαναν από τις αρρώστιες και τις κακουχίες), και κατά συνέπεια ολόκληρη την Ανατολική Μακεδονία.

Ολα τα παραπάνω σπάνια αναδεικνύονται και ακόμα πιο σπάνια αποτελούν αντικείμενο συζήτησης. Οι αναθεωρητές και πλαστογράφοι της Ιστορίας παραγνωρίζουν συνειδητά διαχρονικά στοιχεία της πολιτικής της αστικής τάξης. 

Πόλεμοι, σφαγές, βίαιες και αναγκαστικές εκτοπίσεις ολόκληρων πληθυσμών από τις εστίες τους (όπως η ανταλλαγή των πληθυσμών)... Ετσι λύνουν οι άρχουσες τάξεις το «εθνικό ζήτημα» την εποχή του ιμπεριαλισμού, όπου οι εθνικές μειονότητες δεν αποτελούν παρά ένα ακόμα διαπραγματευτικό «χαρτί» στο μοίρασμα και ξαναμοίρασμα του κόσμου.


Παραπομπές:
1. «Εμπρός», 3/3/1915.
2. Κόκκινος Δ. Α., «Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», τ. 3, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1971, σελ. 1134.
3. Βεντήρης Γ., «Η Ελλάς του 1910 - 1920», εκδ. «Ικαρος», Αθήνα, 1931, σελ. 270.
4. Εγγραφα του Foreign Office, 23 και 26 Ιανουαρίου 1915, Φάκελος 173/11, Αρχείο Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).
5. Α' Υπόμνημα του Ελευθερίου Βενιζέλου προς τον βασιλιά Κωνσταντίνο, 11 Ιανουαρίου 1915.
6. Απάντηση Βενιζέλου σε τηλεγράφημα του Ιωνέσκου (τέλη 1912), Φάκελος 173/265, Αρχείο Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).
7. «Εμπρός», 22/3/1915.
8. Βεντήρης Γ, ό.π., σελ. 269 - 273.
9. Τηλεγράφημα Δ. Σισιλιανού προς το υπουργείο των Εξωτερικών, 8/8/1915, Φάκελος 173/10, Αρχείο Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).
10. Βουρνάς Τ., «Ιστορία της Νεότερης και Σύγχρονης Ελλάδας», τ.Β., εκδ. «Πατάκης», Αθήνα, 2001, σελ. 167.


ΠΗΓΗ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου