Παρασκευή 14 Απριλίου 2017

Η μικρογραφία της Ελλάδας πάνω σε ράγες - Έτσι Είναι να Ταξιδεύεις με τον Βραδινό Καρβουνιάρη για Θεσσαλονίκη

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 14-4-2017


Της Μελπομένης Μαραγκίδου

Σε ένα δρομάκι της Άνω Πόλης στη Θεσσαλονίκη, υπάρχει γραμμένος στον τοίχο ο στίχος, «Κάνε κάτι, λοιπόν, να χάσω το τρένο». 

Ίσως να είναι η πιο ειπωμένη ατάκα τα κυριακάτικα βράδια στη Θεσσαλονίκη, όταν το τρένο των 11 μ.μ. φεύγει και «ένας πηγαίνει σε γιορτή, άλλος την πίκρα πάει να βρει και οι τουρίστες στη γραμμή με τις κιθάρες» - και ας μην μπαίνουν σ' ένα εξπρές, όπως τραγουδούσε η Μοσχολιού, αλλά στον καρβουνιάρη, με προορισμό την Αθήνα. 

Δεν έχουν αλλάξει πολλά από τότε που το «τρένο» γραφόταν «τραίνο» και ο Δημήτρης Μητροπάνος έδινε φωνή στον στίχο του Τάκη Μουσαφίρη, κάνοντας τη φράση αυτή να επαναλαμβάνεται από χιλιάδες χείλη που ανταλλάσσουν παρατεταμένα φιλιά πάθους με γεύση από δάκρυα στην αποβάθρα του ΟΣΕ. 

Οι εκατοντάδες ταινίες με παρόμοιες σκηνές, δίνουν σε αυτές τις στιγμές την απαραίτητη κινηματογραφική εσάνς, που κάνει τα συναισθήματα να μοιάζουν ότι έχουν βγει από παραμύθι.


 Σύνθημα σε τοίχο της Θεσσαλονίκης. 
Η φωτογραφία είναι της συντάκτριας. 


Αν παρατηρήσεις τον κόσμο, όταν φτάνουν τα βαγόνια, θα δεις άλλους να κλαίνε και άλλους να γελούν. Άλλους να φιλιούνται πεταχτά, επειδή θα τα πουν ξανά σύντομα και άλλους να μην μπορούν να αποχωριστούν από την αγκαλιά του αλλού, επειδή θα κάνουν καιρό να βρεθούν ξανά ή επειδή ο καιρός κυλά πιο αργά, όταν είσαι μακριά. 

Θα πεις, «μα ποιος ταξιδεύει ακόμη με τρένο, όταν το αεροπλάνο είναι φτηνό και κάνει λιγότερο από μία ώρα;» - και όμως!

Τα βραδινά τρένα Αθήνα-Θεσσαλονίκη και τούμπαλιν μεταφέρουν μία μικρογραφία της Ελλάδας. 

Τους φοιτητές που φωνάζουν ανέμελοι όσο οι άλλοι προσπαθούν να κοιμηθούν. 

Τις κοριτσοπαρέες που χασκογελούν με τα γκομενικά τους. 

Τους φαντάρους με τις παραλλαγές που θα κατέβουν μετά από ώρες στον τελικό προορισμό, την Αλεξανδρούπολη και αφήνουν πίσω τη μάνα τους να κλαίει. 

Τους πρόσφυγες που φεύγουν ακόμη και τώρα προς τα σύνορα, με την ελπίδα ότι, παρότι είναι κλειστά, θα βρουν κάποιον διακινητή να τους περάσει. 

Τον πιτσιρικά που όταν περνάει ο ελεγκτής, θα κάνει ότι κοιμάται, αλλά εκείνος θα επιμείνει, θα τον ξυπνήσει και θα αναγκαστεί να πληρώσει εισιτήριο. 

Τη γιαγιά που θα κρατά την κλασική καρό τσάντα με όλη της την πραμάτεια μέσα. Αυτούς που το πρωί τους περιμένει δουλειά και αυτούς που τους περιμένει κάποιος στον σταθμό με ανοιχτή την αγκαλιά. 

Αυτούς που το εισιτήριο των 30 ευρώ πήγαινε-έλα κάνει τα χιλιόμετρα να ελαχιστοποιούνται. 

Αυτούς που ερωτεύτηκαν και ξεροσταλιάζουν στο Skype. Αυτούς που φοβούνται τα αεροπλάνα και επιμένουν στις ράγες. 
Αυτούς που κουβαλούν «Τερκενλή», λες και δεν άνοιξε και στην Αθήνα. 

Αυτούς που ζουν ανάμεσα στα δύο μέρη και στην ουσία πουθενά. 

Είτε φεύγεις είτε έρχεσαι, θα μπεις, θα προσπαθήσεις να κοιμηθείς, θα στριφογυρίσεις αρκετές φορές στις άβολες καρέκλες, θα ξυπνήσεις από κάποιο ροχαλητό, θα προσπαθείς να πιάσεις σήμα όποτε φτάνεις σε κάποιον σταθμό, θα δεις να χαράζει μέσα από το τζάμι και τον ουρανό να γίνεται πορτοκαλί, ροζ και μωβ, θα απολαμβάνεις τη διαδρομή και θα ακούς στα ακουστικά ξανά τον Μητροπάνο να τραγουδά «Τα νιάτα μας διαδρομή Αθήνα-Σαλονίκη» και θα κουνάς το κεφάλι αναπολώντας την τελευταία και περιμένοντας την επόμενη φορά. 

Κι ακόμη ζεις στο νοίκι. 

                                                           Ξημέρωμα φτάνοντας στην Θεσσαλονίκη. 
                                                                       Η φωτογραφία είναι της συντάκτριας. 


ΠΗΓΗ. vice.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου