ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2018

Αισιόδοξο το μέλλον για τους θαλασσαιμικούς χάρη σε νέες θεραπείες


Αισιόδοξο διαγράφεται το μέλλον για τους πάσχοντες από θαλασσαιμία (μεσογειακή αναιμία), χάρη στη μεγάλη πρόοδο της ιατρικής και τις πολλά υποσχόμενες θεραπείες με αλλογενή μεταμόσχευση ή το συνδυασμό της γονιδιακής θεραπείας με την αυτόλογη μεταμόσχευση. 


Στις μέρες μας η επαρκής μεταγγισιοθεραπεία και η σωστή υποστηρικτική αγωγή, με κύριο άξονα την αποτελεσματική αποσιδήρωση, έχουν αυξήσει σημαντικά το προσδόκιμο επιβίωσης των πασχόντων από θαλασσαιμία, οι οποίοι πλέον φτάνουν στην ώριμη ενήλικο ζωή. 

Ωστόσο με την αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης στους θαλασσαιμικούς, εμφανίζονται νέοι κίνδυνοι, όπως είναι η αύξηση του αριθμού των νεοπλασματικών νοσημάτων και ειδικά, του ηπατοκυτταρικού καρκινώματος, όπως επίσης και του αριθμού των αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων. 

Τα παραπάνω ανέφερε ο αιματολόγος στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας, διδάκτωρ Ιατρικής του ΑΠΘ  Μιχάλης Διαμαντίδης, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ με αφορμή ομιλία του για τις «Νεότερες εξελίξεις και στρατηγικές στη θεραπεία της θαλασσαιμίας και την αγωγή αποσιδήρωσης» σε ημερίδα με θέμα «Εξελίξεις και προοπτικές στη Θαλασσαιμία» την οποία συνδιοργάνωσαν ο Ελληνικός Σύλλογος Θαλασσαιμίας και η Διεθνής Ομοσπονδία Θαλασσαιμίας.

Πλήρης ίαση με αλλογενή μεταμόσχευση

     «Η αλλογενής μεταμόσχευση αποτελεί τη μόνη ουσιαστική θεραπεία πλήρους ίασης στη β-θαλασσαιμία και παρά τα σημαντικά ποσοστά επιτυχίας, εφαρμόζεται σε μικρές και νεαρές ηλικίες, ενώ εμφανίζει δυσκολίες, όπως η ανεύρεση συμβατού δότη, η χρόνια λήψη ανοσοκαταστολής ή οι λοιμώξεις»  επισήμανε ο κ. Διαμαντίδης.

     Σε ότι αφορά τη γονιδιακή θεραπεία ο κ Διαμαντίδης ανέφερε ότι αυτή  συνδυάζεται με την αυτόλογη μεταμόσχευση και γίνεται με γενετικά διορθωμένα κύτταρα. 


«Αποτελεί σύγχρονη θεραπευτική προσέγγιση, όμως οι τεχνικές που εφαρμόζει είναι δαπανηρές, δύσκολες τεχνικά, δεν έχουν τελειοποιηθεί, και έχουν δοκιμαστεί στα πλαίσια κλινικών δοκιμών σε μικρό αριθμό πασχόντων, ενώ συνήθως δεν εφαρμόζονται σε πάσχοντες άνω των 45 ετών, που αποτελούν την πλειοψηφία των θαλασσαιμικών ασθενών.

 Η γονιδιακή θεραπεία εφαρμόστηκε πρώτα στο θαλασσαιμικό ποντίκι, το 1988 και στον άνθρωπο το 2010 και αποτελεί επαναστατική μέθοδο, παρά τα άνω μειονεκτήματα» πρόσθεσε ο κ. Διαμαντίδης.

     Παράλληλα επισήμανε ότι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά είναι τα ευρήματα των κλινικών δοκιμών φάσεως I και ΙΙ για το φάρμακο Luspatercept, το οποίο δρα στη μη αποτελεσματική αιμοποίηση της θαλασσαιμίας. Με τη χρήση του φαρμάκου αυτού αυξάνεται η αιμοσφαιρίνη και ελαττώνεται ο αριθμός των απαιτούμενων μεταγγίσεων. 


     «Υπάρχει αισιοδοξία, καθώς είναι φάρμακο που απευθύνεται σε μεγάλες ομάδες θαλασσαιμικών και χορηγείται απλά (με υποδόρια ένεση, κάθε 3 εβδομάδες) με βάση την κλινική δοκιμή. 


Μένει να ολοκληρωθούν τα αποτελέσματα της κλινικής δοκιμής φάσεως III και να προσδιοριστούν με ακρίβεια ενδεχόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες, προτού εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα και προτού λάβει έγκριση για να κυκλοφορήσει. 

Λοιπές θεραπευτικές στρατηγικές στη θαλασσαιμία που βρίσκονται σε στάδια κλινικών δοκιμών αποτελούν η αύξηση της παραγωγής της εμβρυϊκής αιμοσφαιρίνης HbF μέσω των γονιδίων των γ-σφαιρινών, η ελάττωση της παραγωγής των τοξικών α-σφαιρινών, η δημιουργία αγωνιστών της εψιδίνης που θα δράσουν ενδεχομένως συμπληρωματικά ή και ανεξάρτητα στην αναγκαία αγωγή αποσιδήρωσης» συνέχισε ο κ. Διαμαντίδης.

Οι νέοι κίνδυνοι για τους θαλασσαιμικούς

     Με την αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης, εμφανίζονται νέοι κίνδυνοι, όπως είναι η αύξηση του αριθμού των νεοπλασματικών νοσημάτων και ειδικά, του ηπατοκυτταρικού καρκινώματος, όπως επίσης και του αριθμού των αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων.

 «Λόγω ποσοτικής γενετικής διαταραχής στα γονίδια των β-σφαιρινών, οι πάσχοντες από θαλασσαιμία χρειάζονται αρκετές ποσότητες αίματος κάθε μήνα, διότι σε διαφορετική περίπτωση ελαττώνεται σημαντικά ο αιματοκρίτης. Εντούτοις, οι μεγάλες ποσότητες σιδήρου που προσλαμβάνει ο οργανισμός από τις μεταγγίσεις συμπυκνωμένων ερυθρών, αθροίζονται στα διάφορα όργανα (ήπαρ, καρδιά, πάγκρεας, υπόφυση, γονάδες) με δυσάρεστες επιπλοκές και τα ανάλογα νοσήματα, ανάλογα με τα προσβεβλημένα όργανα. Η νόσος είναι ετερογενής με κλινική εικόνα ανάλογη των προσβεβλημένων γονιδίων» εξήγησε ο κ Διαμαντίδης. 

Η συμμόρφωση στην αγωγή αποσιδήρωσης βασικό στοιχείο της θεραπείας

     Βασικό κορμό της θεραπευτικής αντιμετώπισης των θαλασσαιμικών  αποτελεί η συμμόρφωση των πασχόντων στην αγωγή αποσιδήρωσης και η απομάκρυνση του παθολογικού σιδήρου, διατηρώντας τα επίπεδά του στον οργανισμό σε ένα φυσιολογικό εύρος, αναγκαίο για τις ζωτικές λειτουργίες.

     «Εξαιρετικά σημαντική είναι η πρόληψη των επιπλοκών της αιμοσιδήρωσης, που γίνεται με την αγωγή αποσιδήρωσης (συχνά από 5 έως 7 μέρες την εβδομάδα, ανάλογα με το φάρμακο αποσιδήρωσης) και η θεραπεία της ηπατίτιδας C που είναι εφικτή στις μέρες μας.


 Απαιτείται συστηματική παρακολούθηση των πασχόντων σε ειδικά διαμορφωμένα κέντρα, τις μονάδες μεσογειακής αναιμίας από εξειδικευμένο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό και ο τακτικός τους κλινικοεργαστηριακός έλεγχος. Επίσης, πρέπει να υποβάλλονται σε συχνό απεικονιστικό έλεγχο του ήπατος και σε τακτικό καρδιολογικό και ενδοκρινολογικό έλεγχο. 

Η έγκαιρη διάγνωση ενδεχόμενων επιπλοκών σώζει ζωές. Πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει και μια ηπιότερη μορφή της νόσου, η ενδιάμεση θαλασσαιμία, που ανήκει στα μη-μεταγγισιοεξαρτώμενα σύνδρομα. 

Και αυτή όμως η νόσος απαιτεί τακτική παρακολούθηση, καθώς είναι εξαιρετικά ύπουλη και οι πάσχοντες από ενδιάμεση θαλασσαιμία συχνά εμφανίζουν ηπατική αιμοσιδήρωση, πνευμονική υπέρταση, θρομβώσεις, έλκη κάτω άκρων και χολολιθίαση» ανέφερε ο κ. Διαμαντίδης.  

     Παράλληλα τόνισε ότι : «Είναι εξαιρετικά σημαντικό να ελαττωθεί το φορτίο των μεταγγίσεων στους πάσχοντες, διότι θα ελαττωθεί ο προσλαμβανόμενος σίδηρος και θα απαιτείται λιγότερο εντατική αποσιδήρωση, χωρίς βέβαια να εκλείψει, αφού είναι αναγκαία. 


Επίσης, θα εξοικονομηθούν αίμα, οικονομικοί πόροι, αντιδραστήρια και θα ελαττωθεί ο τεράστιος φόρτος εργασίας των μονάδων μεσογειακής και των αιμοδοσιών, που λειτουργούν με ελάχιστο προσωπικό. 

Θα ελαττωθεί σημαντικά ο κίνδυνος αλλεργικών αντιδράσεων, αλλοανοσοποίησης και λοιπών συμβαμάτων με τις μεταγγίσεις, ο οποίος παρά την εξαιρετική πρόοδο που έχει σημειωθεί στη μεταγγισιοθεραπεία στις μέρες μας, δεν έχει εκλείψει». 

Η διαχείριση του πόνου στη δρεπανοκυτταρική νόσο

     Η δρεπανοκυτταρική νόσος αποτελεί συγγενή διαταραχή του αίματος, που χαρακτηρίζεται από αιμολυτική αναιμία, επώδυνα επεισόδια και βλάβη οργάνων. Τα επώδυνα επεισόδια εμφανίζονται νωρίς στη ζωή των ασθενών με δρεπανοκυτταρική νόσο και επηρεάζουν την ποιότητα ολόκληρης της ζωής τους. 

     «Υπολογίζεται ότι το 95% των εισαγωγών των πασχόντων από δρεπανοκυτταρική νόσο στο νοσοκομείο οφείλονται σε οξέα επώδυνα  επεισόδια. 


Η αιτιολογία του πόνου τις περισσότερες φορές είναι η απόφραξη μικρών αγγείων από την αλληλεπίδραση των λευκών, αιμοπεταλίων, ενδοθηλίου αγγείων και δύσκαμπτων ερυθρών, που χαρακτηρίζουν τη νόσο και ονομάζονται δρεπανοκύτταρα» ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η αιματολόγος, διευθύντρια ΕΣΥ στη Μονάδα Μεσογειακής Αναιμίας και Δρεπανοκυτταρικής Νόσου του νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ, Δέσποινα Παντελίδου,  με αφορμή ομιλία της, στην ίδια ημερίδα, με θέμα: «Νεότερα δεδομένα στη διαχείριση της δρεπανοκυτταρικής νόσου».

     O πόνος αντιμετωπίζεται κυρίως με αντιφλεγμονώδη, παρακεταμόλη και οπιοειδή αναλγητικά και όπως επισήμανε η κ.Παντελίδου την τελευταία εικοσαετία η υδροξυουρία, ένας χημειοθεραπευτικός παράγοντας , τροποποίησε σημαντικά την πορεία της νόσου των ασθενών με την ελάττωση του αριθμού και της έντασης των επώδυνων επεισοδίων.


     «Τα τελευταία χρόνια, διάφορες φαρμακευτικές ουσίες αξιολογούνται σε προκλινικές και κλινικές μελέτες με στόχο την περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας ζωής αυτών των ασθενών. Στοχεύονται  αιτίες που σχετίζονται με την παθοφυσιολογία της νόσου και αναζητούνται νέα αναλγητικά που δρουν στο κεντρικό νευρικό σύστημα. 


Μέχρι στιγμής υπάρχουν ενθαρρυντικά αποτελέσματα από τη χρήση ηπαρινών χαμηλού μοριακού βάρους, αναστολέων των σελεκτινών (Rivipansel και Crizanlizumab), L-αργινίνης και αντιοξειδωτικών. 

Ειδικότερα η L-γλουταμίνη είναι η πρώτη ουσία τα τελευταία 20 χρόνια, μετά την υδροξυουρία, που πήρε έγκριση από τον FDA για χρήση στη δρεπανοκυτταρική νόσο στοχεύοντας τον πόνο» πρόσθεσε η κ. Παντελίδου.
Αγγέλα Φωτοπούλου




ΠΗΓΗ. amna.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου